Κίνητρα προς τους εργοδότες προκειμένου να προχωρήσουν στην υπογραφή κλαδικών συμβάσεων εργασίας ετοιμάζει η κυβέρνηση, με στόχο την εισαγωγή οριακών αλλά ουσιαστικών βελτιώσεων στο καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Οι αλλαγές αυτές θα επικεντρωθούν στην ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου και την ενθάρρυνση της διαμόρφωσης συλλογικών συμφωνιών στον εργασιακό τομέα, με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων. Οι τελικές αποφάσεις αναμένονται να ληφθούν έως το τέλος του έτους, αφού προηγηθεί ένας ενδελεχής διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους. Η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως, δήλωσε ότι η κυβέρνηση έχει ήδη ξεκινήσει τη δρομολόγηση ενεργειών, σύμφωνα με τις σχετικές Ευρωπαϊκές οδηγίες, με σκοπό τη δημιουργία ενός σαφούς και εφαρμόσιμου οδικού χάρτη για την ενίσχυση του καθεστώτος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Η υπουργός επεσήμανε πως η πολιτεία θα ενθαρρύνει τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων μέσω κινήτρων και υποστήριξης, ωστόσο τόνισε πως η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμη για την επιτυχία της διαδικασίας. Οι κοινωνικοί εταίροι, οι οποίοι θα πρέπει να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με την κυβέρνηση, καλούνται να συνεργαστούν για να διασφαλίσουν τις συνθήκες που θα οδηγήσουν στην υπογραφή συμφωνιών που θα ωφελήσουν και τους εργοδότες και τους εργαζομένους.
Αν και η κυβέρνηση δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να δεσμευτεί για την πλήρη αποκατάσταση του νομικού καθεστώτος των συλλογικών συμβάσεων όπως ίσχυε πριν το 2012, οι περιορισμοί που υπάρχουν σήμερα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις αναμένεται να παραμείνουν σε μεγάλο βαθμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την δυσκολία στην επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων, οι οποίες στην πράξη παραμένουν ανύπαρκτες ή περιορισμένες. Ενδεικτικά, το 2024 υπεγράφησαν ελάχιστες κλαδικές συμβάσεις, ενώ στις 205 επιχειρησιακές συμβάσεις που συμφωνήθηκαν, οι αυξήσεις στους μισθούς ήταν μόλις 2%. Το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις στη χώρα μας παραμένει πολύ χαμηλό, κάτω από το 30%, γεγονός που αποδεικνύει τη δυσκολία εφαρμογής των συλλογικών συμφωνιών στο σύνολο των εργαζομένων.
Αυτό το σκηνικό τελεί υπό το βάρος του κυβερνητικού στόχου για τη διαμόρφωση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ μέχρι το τέλος της τετραετίας το 2027, έναν στόχο που επαναλαμβάνει συχνά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Παράλληλα, οι όποιες αλλαγές στις συλλογικές συμβάσεις αναμένεται να συνδυαστούν με την ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της ευρωπαϊκής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς, η οποία προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων τους με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες θα καθορίζουν τις αμοιβές τους. Η Ελλάδα, όμως, βρίσκεται πολύ πίσω από αυτόν τον στόχο, καθώς το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις είναι σήμερα κάτω από το 30%.
Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, οι παρεμβάσεις που μελετώνται για την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων περιλαμβάνουν τη διευκόλυνση των κοινωνικών εταίρων στις διαπραγματεύσεις με τη χρήση περισσότερων πηγών πληροφόρησης για τις μισθολογικές αυξήσεις, καθώς και την επανεξέταση του ποσοστού της εργοδοτικής εκπροσώπησης (51%) ως προϋπόθεση για την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων. Στο τραπέζι βρίσκεται επίσης η συζήτηση για τη μείωση αυτού του ποσοστού, με στόχο την επίτευξη ευρύτερης εφαρμογής των κλαδικών συμβάσεων στους εργαζομένους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η καθολική ισχύς τους και η εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών για τους εργαζόμενους στον ευρύτερο κλάδο.
Οι εν λόγω αλλαγές αναμένεται να αποτελέσουν ένα κρίσιμο βήμα για την ενίσχυση των εργασιακών σχέσεων στη χώρα, αλλά και για την επίτευξη του στόχου της κυβέρνησης για αύξηση του μέσου μισθού και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων. Ωστόσο, η επιτυχία αυτών των μεταρρυθμίσεων εξαρτάται από τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων πλευρών και τη διασφάλιση μιας ισχυρής και βιώσιμης συμφωνίας για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.