Σα βόμβα έσκασε η είδηση για αναστολή των πρωταθλημάτων με απόφαση του υφυπουργού Αθλητισμού, Σταύρου Κοντονή. Στόχος να αντιμετωπιστεί η εικόνα διάλυσης του ελληνικού ποδοσφαίρου μετά από μια ακόμα σειρά επεισοδίων που ήρθαν για άλλη μια φορά στη δημοσιότητα.
«Δε θα επιτρέψουμε νέα παιδιά να γίνονται έρμαια βίας και συμφερόντων που συγκρούονται στο χώρο του αθλητισμού» ήταν οι δηλώσεις του υφυπουργού που συμπλήρωναν την απόφαση, ενώ υπογράμμιζε πως «δε θα υπάρξει καμία ολιγωρία σε αυτό το πάρα πολύ κακό κλίμα που υπάρχει και πυροδοτείται συνεχώς και από ενέργειες εκτός αγωνιστικών χώρων».
Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Δυστυχώς είναι κοινώς αποδεκτό πως τις τελευταίες δεκαετίες η Ελλάδα έχει κατατάξει στα «προσφιλή αθλήματα» και αυτό του «χουλιγκανισμού». Βέβαια όπως ομολογούν οι ειδικοί, η βία στα γήπεδα δεν είναι στην ουσία ένα αθλητικό αλλά ένα κοινωνικό φαινόμενο με ληξιαρχική πράξη γεννήσεως επί ελληνικού εδάφους την δεκαετία του ’70. Έκτοτε το θέμα έχει καταλάβει πολλές φορές τα φώτα της δημοσιότητας είτε με βίαια περιστατικά που σοκάρουν την κοινή γνώμη, είτε με αναλύσεις και ευκαιριακές αποφάσεις που στοχεύουν στην καταστολή της βίας οι οποίες άλλοτε απλά προτείνονται, άλλοτε εφαρμόζονται χωρίς όμως ποτέ να καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη μάστιγα αυτή.
Ποια είναι όμως η γενεσιουργός αιτία του φαινομένου, ποιοι ευθύνονται για την διαιώνισή του, ποιες οι κοινωνικές του προεκτάσεις και τι θα μπορούσε εν τέλει να γίνει για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί η οπαδική αγριότητα στο σύνολό της αλλά και στη ρίζα της; Για όλες αυτές τις απαντήσεις απευθυνθήκαμε στον εγκληματολόγο και δικηγόρο κ. Άγγελο Τσιγκρή, ο οποίος έχει διατελέσει γ.γ. Του Υπουργείου Δικαιοσύνης, εκπρόσωπος τη χώρας μας στο Δίκτυο Πρόληψης της Εγκληματικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στη Μόνιμη Αντιπροσωπία του ΟΗΕ για την Πρόληψη του Εγκλήματος και την Ποινική Δικαιοσύνη.
«Το φαινόμενο της βίας αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της συγκρότησης των κοινωνιών. Μέχρι σήμερα δεν έχει παρατηρηθεί κοινωνία χωρίς βία. Στις μέρες μας, όμως, η κατάσταση είναι σαφώς βεβαρημένη. Η αποθέωση της βίας και η διαρκώς αυξανόμενη προβολή της, η αποπροσωποποίηση των σχέσεων, η κοινωνική αναλγησία, η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, ο ανταγωνισμός, η αποθέωση του ατομικού επιτεύγματος και η μοναχική πορεία χωρίς οράματα, στόχους και ιδανικά καθιστούν το σύγχρονο άνθρωπο ευάλωτο στην εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών» αναφέρει ο κ. Τσιγκρής σε μια προσπάθεια να διευκρινίσει τις αιτίες του φαινομένου.
«Οι καταβολές του σύγχρονου ποδοσφαίρου εντοπίζονται στη μεσαιωνική Αγγλία του 13ου αιώνα. Από τις αρχές του 19ου αιώνα το ποδόσφαιρο άρχισε να γίνεται δημοφιλές και στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Παράλληλα στην Αγγλία εντοπίζεται και η βία που σχετίζεται με το ποδόσφαιρο, αφού εκατοντάδες νέοι παίκτες, από αντίπαλα ανταγωνιστικά χωριά και πόλεις, στην ουσία έδιναν “μάχες” μέσω του παιχνιδιού» συμπληρώνει.
Ως κυριότερη αιτία διαιώνισής του φαινομένου «βία στα γήπεδα», ο κ. Τσιγκρής αναφέρει «τα αποτελέσματα των ερευνών σύμφωνα με τα οποία η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών πιστεύει πως ευθύνεται η ατιμωρησία της βίας ενώ ταυτόχρονα το ίδιο ποσοστό επιρρίπτει και ευθύνες στις διοικήσεις των ομάδων». Αξιοσημείωτο είναι, όπως μας διευκρινίζει, πως το 50% των φιλάθλων εκτιμά ότι η συχνότητα των συμπλοκών στα γήπεδα έχει σαφώς αυξηθεί τα τελευταία χρόνια ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα στοιχεία που προκύπτουν.
«Οκτώ στους δέκα Έλληνες φιλάθλους εκφράζουν την άποψη ότι η χρήση αλκοολούχων ποτών και ναρκωτικών ουσιών έχουν σοβαρό μερίδιο ευθύνης στην εκδήλωση κρουσμάτων χουλιγκανισμού, αλλά παράλληλα το ίδιο ποσοστό (80%) συναρτά το φαινόμενο με τη γενική έκπτωση αξιών της κοινωνίας. Και μέσα σε όλα αυτά, μόλις το 15% των φιλάθλων πιστεύουν ότι το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου είναι “σίγουρα καθαρό”, ενώ ως “καθόλου καθαρό” το βαθμολογεί το 34%. Σύμφωνα με τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, η στάση των αρχών απέναντι σε όσους βιαιοπραγούν στα γήπεδα πρέπει να είναι άτεγκτη, ενώ τα περισσότερα επικριτικά σχόλια συγκεντρώνουν οι διοικήσεις των ομάδων, αλλά και οι αθλητικές εφημερίδες».
Η βία στα γήπεδα, όπως αναφέρει ο εγκληματολόγος, είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, τόσο ως προς τις αιτίες που την παράγουν, όσο και ως προς τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται. «Για το λόγο αυτό η αντιμετώπισή της απαιτεί συνδυασμένη στόχευση και συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων: της κοινωνίας, της πολιτείας και του ποδοσφαίρου. Η βελτίωση των γηπεδικών εγκαταστάσεων, η εφαρμογή του ονομαστικού ηλεκτρονικού εισιτηρίου, μα πάνω απ’ όλα η αμετακίνητη βούληση και η συνεπής πρακτική των διοικήσεων των ομάδων να αποβάλουν το φαινόμενο από τις κερκίδες, αποτελούν βασικά προαπαιτούμενα για να είμαστε άμεσα αποτελεσματικοί.
Και σίγουρα η Πολιτεία πρέπει να αποδείξει τη βούλησή της για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα με τη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου αντιμετώπισης του φαινομένου, ψηφίζοντας ένα νόμο σύγχρονο, ρεαλιστικό, εφαρμόσιμο, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα κοινωνικά αποδεκτό»…