Πιο κοντά στην ταυτότητα του ενοίκου του τάφου στην Αμφίπολη μπορεί να μας φέρει η σύγκριση του DNA από τον σκελετό που βρέθηκε με ανάλογο υλικό από τους τάφους της Βεργίνας, αλλά και υλικό που υπάρχει ήδη σε τράπεζες δεδομένων στην Αίγυπτο και άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής και κυρίως της Ασίας.
Η σύγκριση αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από το Ινστιτούτο Γενετικής και Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, όπου έχει ήδη σταλεί από τον περασμένο Αύγουστο γενετικό υλικό από τον τάφο του Φιλίππου καθώς και από τον τάφο του Πρίγκιπα στη Βεργίνα, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Έθνος».
Σε ό,τι αφορά το υλικό της Βεργίνας, όπως δήλωσε ο ανθρωπολόγος και μέλος της Ομάδας Ανθρωπολογικών Ερευνών, Θόδωρος Αντίκας, τα αποτελέσματα θα είναι γνωστά σε περίπου έξι μήνες. Τα μέλη της ομάδας δείχνουν πρόθυμα να αναλάβουν και τη μελέτη του σκελετού της Αμφίπολης. Μέχρι στιγμής ωστόσο το υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει αποφασίσει σε ποια διεπιστημονική ομάδα θα ανατεθεί η συγκεκριμένη εργασία.
«Η εξέταση του γενετικού υλικού του νεκρού της Αμφίπολης μπορεί να συγκριθεί με αυτήν του υλικού της Βεργίνας. Εάν αποδειχτεί ότι υπάρχει συγγενική σχέση των νεκρών της Βεργίνας με αυτόν της Αμφίπολης, θα περιοριστεί ο… κατάλογος των υποψήφιων ”ενοίκων” του τύμβου Καστά», δήλωσε στο «Έθνος» ο κ. Αντίκας και προσέθεσε: «Στις αρχές του 2013 βρέθηκαν τα οστά του βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδου Γ’ σε πάρκινγκ στο Λονδίνο και πολύ σύντομα εντοπίστηκε μέσω τράπεζας δεδομένων συγγενής του στην… Αυστραλία».
Η δημιουργία τράπεζας DNA με γενετικό υλικό από ευρήματα αρχαιολογικών ανασκαφών στην Ελλάδα επανήλθε στο προσκήνιο, παρότι αρκετοί επιστήμονες του χώρου τη ζητούν εδώ και χρόνια. «Το ανθρώπινο γονιδίωμα έχει ανακαλυφθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μόνο εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμη οργανωθεί», λέει ο κ. Αντίκας.
Απόλυτο «κλειδί» για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του σκελετού της Αμφίπολης, το DNA θα κληθεί μέσω της ανάλυσής του να δώσει τις επιστημονικές απαντήσεις στα φλέγοντα ερωτήματα «ποιος;», «πότε;» αλλά και «υπό ποίες συνθήκες;», πάνω στα οποία όλοι επί του παρόντος πιθανολογούν.
Μερίδα ακαδημαϊκών φτάνει στο σημείο να παρομοιάζει την ανάλυση του DNA με «τη μεγαλύτερη αρχαιολογική ανασκαφή όλων των εποχών», κι όχι άδικα. «Η έρευνά μας βασίζεται στην ανάλυση της αλληλούχισης του DNA για να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα αρχαιολογικού χαρακτήρα», εξηγεί στην ιστοσελίδα το αρμόδιο τμήμα Βιομοριακής Αρχαιολογίας του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ.
Το βρετανικό πανεπιστήμιο είναι ένα από τα εξειδικευμένα ερευνητικά κέντρα όπου θα μπορούσαν να μεταφερθούν τα οστά του σκελετού της Αμφίπολης για ανάλυση (ενδεχομένως να είναι και το επικρατέστερο). Σύμφωνα άλλωστε με τις πληροφορίες στην ιστοσελίδα του, το «Μάντσεστερ» έχει στο παρελθόν εργαστεί πάνω σε «αρχαιολογικούς σκελετούς από τη Βρετανία και την Ελλάδα».