Όσοι πιστεύουν ότι οι καταγγελίες που αφορούν την υφαρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον Βρετανό διπλωμάτη Τόμας Μπρους, κόμη του Έλγιν (ευρύτερα γνωστού ως Λόρδο Έλγιν) το 1803 και το 1812, ξεκίνησαν στη χώρα μας μόλις τα τελευταία χρόνια ή στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από την υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, απατώνται. Η κλοπή των ελληνικών αρχαιοτήτων είχε ήδη καταγγελθεί από την περίοδο της… Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Από τους ίδιους τους επαναστατημένους Έλληνες, οι οποίοι, στις εφημερίδες που εξέδιδαν κατά την διάρκεια του Αγώνα για την Ανεξαρτησία μας, ανάμεσα στα άλλα, προέβαλαν το ζήτημα της αφαίρεσης αρχαιοτήτων από επιτήδειους Ευρωπαίους, οι οποίοι, σε συνεννόηση με την οθωμανική διοίκηση, προχωρούσαν στην αφαίρεσή τους, εκμεταλλευόμενοι την χαώδη κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή που λίγα χρόνια αργότερα θα συγκροτούνται το ελληνικό κράτος.
Όπως αναφέρει ο βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης και δημοσιογράφος Κώστας Γκιουλέκας με επιστολή που έστειλε προς τον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους πολιτικούς αρχηγούς, τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, τους βουλευτές και τους ευρωβουλευτές όλων των κομμάτων, οι ίδιοι οι Επαναστάτες καταγγέλλουν την κλοπή από τον Λόρδο Έλγιν, ήδη, σε σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδος «Εφημερίς των Αθηνών», στο φύλλο της 17ης Ιανουαρίου του 1826, σε σχετικό άρθρο, με τίτλο: «Περί των αρχαιοτήτων».
Η εφημερίδα αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της στην παράνομη απόσπαση αρχαιοτήτων και την εξαγωγή τους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. «Πρόκειται για μια αισχρή πράξη των ξένων, οι οποίοι, σε συνεργασία με τους Τούρκους, αρπάζουν τα αρχαία λείψανα για να κοσμήσουν τις πατρίδες τους», όπως γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα.
Η επιστολή Μαυροκορδάτου: «Ιταμή πράξη» η κλοπή αρχαιοτήτων μας
Στο ίδιο φύλλο, που ασφαλώς προστίθεται στην φαρέτρα των επιχειρημάτων για επιστροφή των Γλυπτών από το Λονδίνο στην Αθήνα, οι Έλληνες κατηγορούν τον Λόρδο Έλγιν όχι μόνο για την κλοπή διάφορων αρχαιοτήτων αλλά και για την κακομεταχείρισή τους. Παράλληλα, η «Εφημερίς των Αθηνών» δημοσιεύει την ίδια μέρα και επιστολή του Γενικού́ Γραμματέα της Διοίκησης Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου προς τον Ολλανδό́ Συνταγματάρχη Ρόττιερς – ο οποίος έκλεψε από́ την Μήλο αρχαιότητες – στην οποία τον εγκαλεί για την ιταμή́ πράξη του. Στην επιστολή αναφέρεται ότι πολλοί Ευρωπαίοι, σε συνεννόηση με τις οθωμανικές Αρχές, αρπάζουν αρχαιότητες από́ τον ελληνικό χώρο και τις μεταφέρουν στις πατρίδες τους.
Επίσης, στο φύλλο της «Γενικής Εφημερίδος Ελλάδος», περίπου έναν χρόνο νωρίτερα, στις 9 Δεκεμβρίου του 1825, έγινε ειδική αναφορά στα ζητήματα της αρχαιοκαπηλίας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι πολλοί ξένοι άρπαξαν από την Ελλάδα αρχαιότητες.
Επιπροσθέτως, με διαταγή στις 22 Φεβρουαρίου του 1826, το Εκτελεστικό Σώμα της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος (σ.σ. η κυβέρνηση θα λέγαμε με σημερινούς όρους), εκτός του ότι αναγνωρίζει ότι όλες οι αρχαιότητες είναι εθνικό ζήτημα και η διατήρηση αυτών είναι αναγκαία, αποφασίζει τον τρόπο με τον οποίο θα φυλάσσονται.
Η εγκύκλιος Καποδίστρια
Μάλιστα λίγο καιρό αργότερα, στις 28 Ιουνίου 1830, ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, με εγκύκλιό του προς τους Επιτρόπους και τους Διοικητές της Επικράτειας, θέτει το πλαίσιο και τα μέτρα που λαμβάνονται για να προστατευθούν οι ελληνικές αρχαιότητες.
«Πιστεύω ότι είναι σημαντικό, και με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία η ελληνική Πολιτεία να στέλνει το μήνυμα ότι οι καταγγελίες για τις κλοπές των αρχαιοτήτων μας ξεκίνησαν από την περίοδο που ακόμη πολεμούσαμε για την Ελευθερία μας, στην Επανάσταση του 1821, και ότι επί 200 χρόνια καταγγέλλουμε και διεκδικούμε την επιστροφή όσων μας ανήκουν» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Γκιουλέκας που δημοσιεύει το σχετικό υλικό από τον Τύπο της εποχής, στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο: «Το Χρονικό της Επανάστασης μέσα από τις Εφημερίδες της Παλιγγενεσίας. 1821 – Στην φωτιά, με αίμα και μελάνι» (εκδόσεις Μένανδρος»).