«Ο κορονοϊός είναι η ευκαιρία της Κίνας να αποδυναμώσει την παγκόσμια φιλελεύθερη οικονομική τάξη» είναι ο τίτλος άρθρου του Bloomberg, που αναφέρεται στις λεπτές ισορροπίες της οικονομίας και τη νέα πραγματικότητα που αναδίδεται από την πανδημία.
«Ο δημοκρατικός κόσμος επιβίωσε της κρίσης του 2008, αλλά αυτή τη φορά μπορεί να μην είναι τόσο τυχερός» συνεχίζει το άρθρο, αποτυπώνοντας τους προβληματισμούς που δημιουργούνται από την προοπτική ύφεσης στον πλανήτη μετά την εξάπλωση του ιού.
Καθώς οι αγορές στροβιλίζονται και ο κόσμος αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο μιας σκληρής ύφεσης, η σύγκριση με την παγκόσμια κρίση είναι αναπόφευκτη. Η κατάρρευση του 2008 δεν ήταν απλά ένα οικονομικό σοκ, αλλά και ένα βαθύ στρατηγικό σοκ για την αμερικανική ισχύ. Θεωρώντας ότι ο κορονοϊός θα πλήξει τελικά τις δημοκρατίες του κόσμου, τόσο σκληρά όσο αναφέρουν οι προβλέψεις, θα μπορούσε να εκτιμηθεί ότι θα ασκήσει ένα συγκλονιστικό χτύπημα στις ΗΠΑ και στη διεθνή τάξη της οποίας ηγούνται.
«Αν δούμε το 2008 ως το τέλος της χωρίς ανταγωνισμό κυριαρχίας των ΗΠΑ στην εποχή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, κάποια μέρα θα ίσως να κοιτάζουμε πίσω το 2020 ως τη στιγμή που η παγκόσμια εξουσία της Ουάσινγκτον άρχισε να λυγίζει» τονίζει το Bloomberg.
«Είναι δύσκολο να το θυμηθεί κάποιος σήμερα, όμως οι δυο δεκαετίες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ήταν μια “χρυσή εποχή” για την αμερικανική ισχύ. Η Ουάσινγκτον είχε τη γεωπολιτική υπεροχή, οι δημοκρατικές πρακτικές και θεσμοί διαδόθηκαν πιο ευρέως από ποτέ. Η δυναμική αμερικανική οικονομία οδηγούσε τον κόσμο σε μια εποχή ολοένα και βαθύτερης και, φαινομενικά, πιο κερδοφόρας παγκοσμιοποίησης. Υπήρχαν κάποια “σύννεφα” στον ορίζοντα: ένας κοστοβόρος και ταπεινωτικός πόλεμος στο Ιράκ, σημάδια αυξανόμενης κινητικότητας απολυταρχικών δυνάμεων, όπως της Κίνας και της Ρωσίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ήταν η “μονοπολική στιγμή” της Αμερικής».
Ο αυτοκράτορας κλονίζεται;
Στο άρθρο του Bloomberg επισημαίνεται: «Στη συνέχεια, η οικονομική κρίση έφερε ένα σοκ σε τρία στάδια: πρώτα έσβησε τη λάμψη του αμερικανικού μοντέλου (κυρίως του οικονομικού μοντέλου) και έγειρε θεμελιώδη ερωτήματα για την επάρκεια των ηγετών των ΗΠΑ. Κατά δεύτερον, (η οικονομική κρίση) έδωσε περισσότερη βάση στην άποψη ότι οι απολυταρχικές κυβερνήσεις μπορούν να ξεπεράσουν σε απόδοση τις δημοκρατίες, σε ό,τι αφορά την εξασφάλιση βιώσιμης ανάπτυξης και τη διαχείριση κρίσεων. Τρίτον, έδωσε τεράστια ώθηση στην γεωπολιτική εισχώρηση της Κίνας και πυροδότησε φόβους για παρακμή των ΗΠΑ».
Στις διεθνείς σχέσεις, σύμφωνα με το Bloomberg, η ψυχολογική ισορροπία της ισχύος -δηλαδή η αίσθηση του κόσμου για το ποια δύναμη ανεβαίνει και ποια υποχωρεί- συνήθως αλλάζει πιο δραστικά απ’ ό,τι η πραγματική ισορροπία δυνάμεων. «Η κρίση του 2008 άλλαξε δραματικά αυτή τη ψυχολογική ισορροπία, δημιουργώντας μια αίσθηση ότι η εποχή των ΗΠΑ είχε φτάσει στο τέλος της».
Η αλυσίδα λαθών των ΗΠΑ
Κατά τον αρθρογράφο του Bloomberg, οι ομοιότητες με τη σημερινή κρίση είναι ανησυχητικές. «Οι λάθος αντιδράσεις της Κίνας, στην εκκίνηση της έξαρσης του κορονοϊού, έδειξαν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας δεν είναι κατάλληλο για την παγκόσμια ηγεσία. Όμως όσο η κρίση προχωρούσε, άρχισε να φαίνεται ότι οι ΗΠΑ μπορεί να υποστούν ακόμη μεγαλύτερη ζημία στη διεθνή τους θέση και εικόνα» υπογραμμίζει και προσθέτει:
«Η φήμη της Αμερικής για σταθερότητα και βασική επάρκεια ήταν πάντα σημαντική για την παγκόσμια ηγεσία. Ποιος θα ήθελε να μπει στην… παρέα, αν ο σερίφης δεν μπορεί να πυροβολήσει ευθεία; Αυτή η φήμη ήταν ήδη σε κίνδυνο κατά την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ και πλέον δέχθηκε ένα περαιτέρω πλήγμα λόγω του κορονοϊού.
Η λίστα με τα λάθη της αμερικανικής διοίκησης είναι μακρά: η αποτυχία να εκμεταλλευτεί το χρόνο που εξασφάλισε με τους έγκαιρος ταξιδιωτικούς περιορισμούς, η αποτυχία να αναγνωρίσει τη βαρύτητα της κρίσης, η αποτυχία να ανταποκριθεί ταχέως και με ζήλο, όταν άρχισαν να αποκαλύπτονται αδυναμίες, όπως οι ελλείψεις στα διαγνωστικά τεστ, η αποτυχία να επικοινωνήσει ακριβείς πληροφορίες προς το κοινό, η αποτυχία να μεταδώσει το μήνυμα της ψυχραιμίας και την εικόνα μιας αποφασισμένης ηγεσίας, η αποτυχία να συντονιστεί αποδοτικά με τους διεθνείς εταίρους. Και αυτή η λίστα γίνεται ακόμη πιο θλιβερή, αν ληφθεί υπόψιν ότι άλλες χώρες, που επίσης αιφνιδιάστηκαν από την έξαρση του κορονοϊού, αντέδρασαν πολύ πιο επιδέξια».
Τα διδάγματα της οικονομικής κρίσης
Η κρίση του 2008 ήταν τόσο επιζήμια επειδή αποκάλυψε ότι οι οικονομικοί παράγοντες που χαράσσουν πολιτική και υποστήριζαν, με αυτοπεποίθηση, ότι είχαν εξασφαλίσει τον κύκλο εργασιών, δεν αντιλήφθηκαν ότι οι πολιτικές τους επέτρεψαν δραστικές, συστημικές αδυναμίες που σχεδόν έριξαν την υφήλιο στην ύφεση. «Αυτό που βλέπουν σήμερα διεθνείς παρατηρητές, είναι ότι η χώρα που ισχυρίζεται ότι ηγείται του πλανήτη μέχρι στιγμής έχει ξεκάθαρα, απογοητευτική απόδοση στη διαχείρισης της μεγαλύτερης κρίσης αυτού του αιώνα» σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Το Bloomberg αναφέρει ότι «το “έπος” του κορονοϊού είναι βέβαιο ότι θα πυροδητήσει ένα νέο γύρο ντιμπέιτ για τις αρετές και τις αξίες της δημοκρατίας και του ολοκληρωτισμού. Άπλετη η ειρωνία. Ήταν ακριβώς τα απολυταρχικά χαρακτηριστικά του κινεζικού συστήματος που αρχικά επέτρεψαν τη διασπορά του ιού και κάποιες δημοκρατίες -κυρίως η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν- που διαχειρίστηκαν με εκπληκτικό τρόπο την έξαρση».
Οι ΗΠΑ πασχίζουν, η Κίνα παρέχει εξοπλισμό
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, «το γεγονός ότι η Κίνα στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι έθεσε υπό έλεγχο την επιδημία, λαμβάνοντας δραστικά μέτρα lockdown, την ώρα που οι ηγέτιδες δημοκρατίες αμφιταλαντεύονταν, θα χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα από τους υποστηρικτές της απολυταρχίας για να στηρίξουν ότι το σύστημά τους είναι καλύτερο για τη διαχείριση μιας κρίσης».
Το Bloomberg παρατηρεί, ακολούθως, ότι «πιο πρόσφατα γεγονότα προωθούν αυτή τη ρητορική. Καθώς η Αμερική πασχίζει για να κάνει τεστ στον πληθυσμό της και να εξασφαλίσει στοκ από βασικά ιατρικά αναλώσιμα, όπως οι μάσκες, η κινεζική κυβέρνηση (και μεγάλες κινεζικές εταιρείες), παρέχουν εξοπλισμό σε χώρες όπως η Ιταλία, ακόμη και οι ΗΠΑ. Το Πεκίνο υποσχέθηκε να δώσει πρόσθετες χορηγίες σε προγράμματα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σε φτωχές χώρες, και ο προπαγανδιστικός βραχίονας του Κομμουνιστικού Κόμματος φρόντισε να διαφημίσει όλες αυτές τις συνεισφορές, διατείνοντας ότι με κάποιο τρόπο ο κορονοϊός ξεκίνησε από τις ΗΠΑ».
Πόλεμος προπαγάνδας
Κατά το αμερικανικό δίκτυο, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, όταν ακόμα οι επιπτώσεις του κορονοϊού επικεντρώνονταν στην Κίνα, η βασική ρητορική που επικράτησε ήταν ότι το Πεκίνο είναι για μια ακόμη φορά ο «μεγάλος ασθενής της Ασίας». Σήμερα, λέει το Bloomberg, «η ρητορική είναι ότι ο κορονοϊός απέδειξε το πόσο άσχημη πτώση κατέγραψε το προφίλ και η ισχύς της Αμερικής. Μετά το 2008, αυτή η αντίληψη, οδήγησε στην κορύφωση της επιθυμίας της Κίνας να αμφισβητήσει τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της».
Ο αρθρογράφος τονίζει ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία: ο κορονοϊός θα πυροδοτήσει νέες προσπάθειες της Κίνας να παραμερίσει και να δυσφημήσει την αμερικανική ηγεσία σε ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις. Φυσικά, το γεγονός ότι οι αντιλήψεις για την κρίση έχουν αλλάξει τόσο δραματικά, μας υπενθυμίζει το πόσο απρόβλεπτη είναι αυτή η ψυχολογική ισορροπία δυνάμεων. Υπάρχει ακόμα ένα παράθυρο -που όμως κλείνει ταχέως- για την Ουάσινγκτον, προκειμένου να αναλάβει δράση. Τα αναγκαία βήματα περιλαμβάνουν τη σύγκληση των G-7, ώστε να κατασκευαστεί ένα πολύπλευρο πακέτο οικονομικής διάσωσης, η προώθηση της διεθνούς συνεργασίας για την εύρεση ενός εμβολίου, η αποδοτική καθοδήγηση και ο περιορισμός της ζημιάς στο εσωτερικό, η διάδοση των περιπτώσεων δημοκρατιών που πάλεψαν τον κορωνοϊό παραμένοντας πιστές στις αρχές τους και η αξιοποίηση αυτής της κρίσης ως ευκαιρία για “ανακατασκευή” των διπλωματικών δυνατοτήτων που απαιτούνται για τη “μάχη” των εντυπώσεων με την Κίνα».
Το στοίχημα του Ντόναλντ Τραμπ
Και το Bloomberg καταλήγει ως εξής: «Αν η κυβέρνηση Τραμπ καταφέρει να το διαχειριστεί αυτό, τότε μπορεί να περιορίσει τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες της κρίσης και τον μακρυπρόθεσμο αντίκτυπο στην αμερικανική ηγεσία.
Σε αυτό το σημείο, η ιστορία του 2008 είναι σημαντική. Δυο πρόεδροι, ο Τζόρτζ Μπους και ο Μπάρακ Ομπάμα πήραν αποφάσεις που δεν ήταν δημοφιλείς, αλλά απαραίτητες, ώστε η κρίση να μη μετατραπή σε μια παγκόσμια οικονομική καταστροφή. Επέδειξαν αποφασιστική ηγεσία, “ξελασπώνοντας” μεγάλους οικονομικούς θεσμούς και ινστιτούτα και δίνοντας βοήθεια σε κλάδους – κλειδιά, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Χρησιμοποίησαν πρωτοποριακούς μηχανισμούς, για να προσφέρουν ρευστότητα στο οικονομικό σύστημα και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα “τοξικά” (σ.σ. τραπεζικά) προϊόντα.
Χρησιμοποίησαν, επίσης, τις G-7 και G-20 ως οχήματα για διεθνή δράση. Αυτή η σειρά των σημαντικών πράξεων βοήθησε τις ΗΠΑ να “αναρρώσουν” πολύ πιο γρήγορα, απ’ όσο προέβλεπαν κάποιοι αναλυτές και απέδειξαν ότι αυτές οι περίοδοι έντονης δοκιμασίας μπορούν να λειτουργήσουν ως δείκτες της ανθεκτικότητας της Αμερικής. Αν οι ΗΠΑ δεν καταφέρουν να επιδείξουν την ίδια αποδοτικότητα σήμερα, τότε η κρίση του κορονοϊού θα επιφέρει μεγάλη ζημιά σε μια υπερδύναμη και σε μια παγκόσμια τάξη, που υπέστη τόσα πολλά τα τελευταία χρόνια».