Τους τελευταίους μήνες η Γερμανία, άλλοτε κραταιά οικονομική και πολιτική δύναμη στην Ευρώπη, χαρακτηρίζεται σε πολλές οικονομικές αναλύσεις ως ο «μεγάλος ασθενής» της γηραιάς ηπείρου. Αντιμέτωπη με δομικά προβλήματα στην οικονομία της, η Γερμανία έχει απωλέσει και την πολιτική ισχύ της στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο, με το Βερολίνο να μοιάζει περισσότερο με απλό παρατηρητή των εξελίξεων.
Τελευταίο επεισόδιο στις γερμανικές περιπέτειες είναι η αδυναμία της κυβέρνησης συνασπισμού, με επικεφαλής το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Όλαφ Σολτς, να καλύψει μια τρύπα 60 δισεκατομμυρίων ευρώ στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, ύστερα από μια απόφαση βόμβα του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας.
Βάσει της απόφασης η ηγεσία της Γερμανίας καλείται να αναζητήσει έναν εναλλακτικό τρόπο χρηματοδότησης των επιδοτήσεων για την ενέργεια, τη βιομηχανία και την τεχνολογία. Πρόκειται για ένα ισχυρό πλήγμα στο φιλόδοξο κυβερνητικό σχέδιο για να ξεκολλήσει από την «άμμο» η στάσιμη γερμανική οικονομία και να επιταχυνθεί η «πράσινη» μετάβαση, μια στρατηγική ύψιστης σημασίας ύστερα από την κατάρρευση της ζωογόνου ενεργειακής σχέσης με τη Ρωσία λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.
Η απόφαση και το σκληρό «φρένο» του ελλείμματος
Το σχέδιο, το οποίο κρίθηκε ως αντισυνταγματικό από το ομοσπονδιακό δικαστήριο, προέβλεπε την μεταφορά στο «Ταμείο για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό» 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ξέμειναν στο ταμείο έκτακτης ανάγκης για τον COVID-19. «Τα συγκεκριμένα χρήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19», αποφάνθηκαν οι δικαστές.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός υπό τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς βασίστηκε σε αρκετά τέτοια ειδικά κονδύλια για να αντιμετωπίσει την κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, παρακάμπτοντας με αυτόν τον τρόπο το συνταγματικά κατοχυρωμένο φρένο στο χρέος της χώρας, το οποίο περιορίζει το ομοσπονδιακό έλλειμα στο 0,35% του ΑΕΠ. Πρόκειται για ένα όριο που είναι πολύ πιο αυστηρό από τους κανόνες της ΕΕ για τους εθνικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι επιτρέπουν διαρθρωτικό έλλειμμα 3% του ΑΕΠ ετησίως.
Στόχος του «Ταμείου για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό» είναι η επιτάχυση της ενεργειακής μετάβασης της χώρας και η προστασία της γερμανικής βιομηχανίας αλλά και των καταναλωτών από το υψηλό ενεργειακό κόστος, ώστε να αντισταθμιστεί η ζημιά από τον τερματισμό των παραδόσεων ρωσικού φυσικού αερίου. Στόχος του είναι επίσης η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, καθώς επιχειρείται ο περιορισμός της εξάρτησης από τις ασιατικές εισαγωγές, και κυρίως από την Κίνα.
Μετά την απόφαση του δικαστηρίου, η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει είτε να περικόψει τις προγραμματισμένες δαπάνες, είτε να βρει εναλλακτική χρηματοδότηση. Τα 60 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα τέταρτο του συνολικού κεφαλαίου του Ταμείου, περίπου 220 δισεκατομμύρια, τα οποία κατανέμονται σε μια περίοδο από το 2024 έως το 2027.
Η δημοσιονομική κρίση στη Γερμανία, όπως υπογραμμίζει το Politico, εντάθηκε το βράδυ της Δευτέρας, όταν το υπουργείο Οικονομικών επέβαλε πάγωμα δαπανών σε όλα τα ομοσπονδιακά υπουργεία, αναστέλλοντας τις περισσότερες νέες άδειες «προκειμένου να αποφευχθούν περαιτέρω επιβαρύνσεις στα μελλοντικά οικονομικά έτη».
Στον «αέρα» πάνω από 600 δισεκατομμύρια
Οι περιπέτειες για την γερμανική οικονομία φαίνεται όμως πως δεν έχουν τελειώσει ακόμη. Εν μέσω ύφεσης και χαμηλών επιδόσεων τα τελευταία τρίμηνα, οι εξελίξεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ευρύτερες επιπτώσεις, περιορίζοντας την ικανότητα της κεντρικής κυβέρνησης, αλλά και των τοπικών κυβερνήσεων, να αντλούν κεφάλαια από ειδικούς λογαριασμούς για να μειώσουν τις τιμές της ενέργειας και να χρηματοδοτήσουν τις «πράσινες» επενδύσεις.
Συνολικά σύμφωνα με το Bloomberg, υπάρχουν δεκάδες παρόμοια ταμεία με συνολικά κεφάλαια άνω των 750 δισεκατομμυρίων. Το μοναδικό που έχει εγκριθεί από το Δικαστήριο είναι αυτό για την άμυνα, με το εξοπλιστικό πρόγραμμα μαμούθ των 100 δισεκατομμυρίων. Όλα τα άλλα θα μπορούσαν να ακυρωθούν, εάν οι δαπάνες συμπεριληφθούν στο έλλειμμα, όπως συνέβη με το ταμείο για τον COVID-19.
Ο υπουργός Οικονομίας και Προστασίας του Κλίματος Ρόμπερτ Χάμπεκ προειδοποίησε πως εξαιτίας της τελευταίας απόφασης του ομοσπονδιακού δικαστηρίου «οι πολίτες θα βρεθούν αντιμέτωποι με υψηλότερες τιμές στην ηλεκτρική ενέργεια και ενδεχομένως και στο φυσικό αέριο». Η δικαστική απόφαση της περασμένης εβδομάδας ήταν «τόσο θεμελιώδης», πρόσθεσε, που «ισχύει βασικά για όλα τα ειδικά ταμεία που έχουν συσταθεί».
Αναζητούνται εναλλακτικές, αλλά δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις
Η κυβέρνησης αναζητά πλέον εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης. Ωστόσο, όπως σημειώνει το Politico, δεν φαίνεται να υπάρχει μια εύκολη απάντηση στο πρόβλημα, καθώς οι επιλογές είναι περιορισμένες και δύσκολα θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν και τα τρία κόμματα του συνασπισμού (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Ελεύθεροι Δημοκράτες), τα οποία έχουν διαφορετικές πολιτικές ατζέντες.
Η αύξηση φόρων χαρακτηρίζεται ως απίθανο σενάριο επειδή το απορρίπτει ο υπουργός Οικονομικών και αρχηγός των Ελεύθερων Δημοκρατών, Κρίστιαν Λίντνερ. Η δε μείωση των κοινωνικών δαπανών και των επιδοτήσεων για την ενεργειακή μετάβαση απορρίπτεται από τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους.
Μια πιθανότητα είναι η κυβέρνηση να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία θα επέτρεπε την αναστολή των δημοσιονομικών περιορισμών για το επόμενο έτος, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας και κατά την πρώτη περίοδο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όμως μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε περισσότερες αντιδράσεις και προσφυγές στη δικαιοσύνη, όπως αυτή που κατέθεσε η αντιπολίτευση για το ταμείο COVID-19.
Ένα ακόμη σενάριο που βρίσκεται στη δημόσια συζήτηση είναι η κυβέρνηση να πιέσει για μια μεταρρύθμιση στο «φρένο» του χρέους, ώστε να έχει μεγαλύτερη ευελιξία. Ο κυβερνητικός εταίρος Κρίστιαν Λίντνερ είναι αρνητικός σε αυτό. Επιπλέον μια τέτοια θεμελιώδης μεταρρύθμιση απαιτεί την πλειοψηφία των δύο τρίτων στο κοινοβούλιο, και συνεπώς την υποστήριξη των κομμάτων της αντιπολίτευσης, δηλαδή του συντηρητικού συνασπισμού (CDU/CSU), το οποίο δηλώνει κατηγορηματικά αντίθετο.
«Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το γερμανικό φρένο χρέους δεν είναι αρκετά έξυπνος», υποστήριξε από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομίας και Προστασίας του Κλίματος Ρόμπερτ Χάμπεκ. Το φρένο χρέους, πρόσθεσε, «φτιάχτηκε σε μια διαφορετική εποχή, όταν είχαμε πάντα φθηνό αέριο από τη Ρωσία, όταν η Κίνα αγόραζε πάντα τα προϊόντα μας και όταν οι Αμερικανοί ήταν πάντα αξιόπιστοι, πιστοί φίλοι και έπαιρναν το στρατιωτικό βάρος από τους ώμους μας γιατί δεν γινόταν πόλεμος στην Ευρώπη». Αυτές οι εποχές, τόνισε, έχουν πλέον τελειώσει.