Ο «μεγάλος ασθενής της Ευρώπης» ως όρος επινοήθηκε από τον τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο Α’, ο οποίος φέρεται να τον ανέφερε για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας με τον τότε πρέσβη της Αγγλίας Χάμιλτον Σέιμουρ. Έκτοτε έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον – σε όλες τις γλώσσες – για να αποδώσει μια χώρα – και κυρίως μια οικονομία – που βρίσκεται σε παρακμή.
Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις ριζικές γεωπολιτικές και οικονομικές αλλαγές που επέφερε, σε συνδυασμό με μοιραίες στρατηγικές αποφάσεις της ηγεσίας, ο όρος συνοδεύει πλέον μια άλλοτε κραταιά οικονομική δύναμη. Η Γερμανία, η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και η μεγαλύτερη της Ευρώπης, είναι πλέον «ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης».
Η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τα διαρθρωτικά προβλήματα, αλλά και οι επιλογές που ανέτρεψαν ένα δόγμα δεκαετιών στην εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα στις σχέσεις με τη Ρωσία και το κλείσιμο των αγωγών Nord Stream, έχουν οδηγήσει τη Γερμανία σε ταραγμένα νερά, σηματοδοτώντας το τέλος της ευημερίας για την οικονομική υπερδύναμη της Γηραιάς Ηπείρου.
Το ΔΝΤ αναφέρει πως θα είναι η μοναδική ανεπτυγμένη οικονομία που δεν θα γνωρίσει ανάπτυξη φέτος. Η οικονομική παραγωγή έχει συρρικνωθεί, ο στασιμοπληθωρισμός έχει κάνει την εμφάνισή του και όλοι οι σημαντικοί οικονομικοί δείκτες ακολουθούν μια καθοδική τάση.
Ο επιχειρηματικός κόσμος αξιολογεί αρνητικά τις προοπτικές και όπως υπογραμμίζει ο επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου Κλέμενς Φούεστ, «η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας μοιάζει να γίνεται πιο ζοφερή». Οικονομολόγοι υπογραμμίζουν πως πλέον η Γερμανία από «οικονομικός σούπερ σταρ» έχει εξελιχθεί σε «τροχοπέδι» για το ευρωπαϊκό οικονομικό τρένο. Και θα πρέπει κανείς να επιστρέψεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για βρει την τελευταία φορά που η οικονομία της χώρας περιγραφόταν με τόσο μελανά χρώματα.
Ο τότε κατήφορος της γερμανικής οικονομίας τερματίστηκε με τις ριζικές μεταρρυθμίσεις του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ (1998 – 2005), που στόχευσαν στην άνοδο της απασχόλησης και στην εξωτερική ζήτηση από τις τότε αναπτυσσόμενες οικονομίες, μεταξύ των οποίων και η Κίνα. Η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας ενισχύθηκε σημαντικά από τη συνεργασία με τη Ρωσία και το φθηνό ρωσικό αέριο. Όμως το Βερόλινο απέτυχε να αποτρέψει τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι αγωγοί έκλεισαν και η γερμανική ισχύς άρχισε σταδιακά να ξεθωριάζει, σε οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο.
Στην πραγματικότητα, η εισβολή στην Ουκρανία, που διατάραξε την γεωπολιτική τάξη, αποκάλυψε και τις αδυναμίες του γερμανικού οικονομικού μοντέλου και την εξάρτηση από τη Ρωσία. Το ρωσικό φυσικό αέριο αντιπροσώπευε περισσότερο από το 50% της εγχώριας κατανάλωσης.
Το κλείσιμο της κάνουλας, αλλά και η ακύρωση του NordStream II, για τον οποίο το Βερολίνο και η Μόσχα είχαν επενδύσει μεγάλο οικονομικό κεφάλαιο και πολιτικό κεφάλαιο και προγραμμάτιζαν τα εγκαίνια λίγο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, επέφερε ένα συντριπτικό χτύπημα στη γερμανική οικονομία και πρωτίστως στη βιομηχανία. Σε αυτό ήρθε να προστεθεί και η αλλαγή στρατηγικής με την Κίνα, στην οποία βασιζόταν μεγάλο ποσοστό των γερμανικών εξαγωγών.
Ο Βόλφγκαν Μινχάου, σε ανάλυση του στο Eurointelligence, περιγράφει συνοπτικά αλλά πολύ εύστοχα τα τρία συστατικά στα οποία βασίζεται το γερμανικό μοντέλο: Ανταγωνιστικότητα κόστους, τεχνολογική ηγεσία και γεωπολιτική σταθερότητα. Όλα αυτά έχουν παρέλθει. «Ο κόσμος γύρω από τη Γερμανία έχει αλλάξει και αυτό που συμβαίνει τώρα είναι μια κρίση τιμών ενέργειας, νέοι γωπολιτικοί διαχωρισμοί και τεχνολογικοί κραδασμοί, που θέτουν υπαρξιακά ζητήματα για το ίδιο το μέλλον του γερμανικού μοντέλου». Ενδεικτική του κλίματος, είναι η ιστορική απόφαση του Βερολίνου, ανατρέποντας ένα δόγμα δεκαετιών, να εγκρίνει ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα μαμούθ 100 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Οικονομολόγοι συμφωνούν πως η μεγάλη πρόκληση για τη γερμανική οικονομία είναι διαρθρωτική. Το επιχειρηματικό μοντέλο (εισαγωγή φθηνής ρωσικής ενέργειας και φθηνών προϊόντων, επεξεργασία και εξαγωγή τους ως υψηλής αξίας σε υψηλή τιμή) έχει καταρρεύσει και η μεσαία επιχειρηματικότητα, «η ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας», ασφυκτιεί από τις υψηλές τιμές στην ενέργεια, το συρρικνούμενο ειδικευμένο προσωπικό σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού, την αναιμική ιδιωτική κατανάλωση και μια σειρά δομικών προβλημάτων, όπως για παράδειγμα η αναποτελεσματική διοίκηση, η γραφειοκρατία και η περιορισμένη ψηφιοποίηση.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Γερμανία περιλαμβάνεται στις αναπτυσσόμενες χώρες όσον αφορά την ψηφιοποίηση, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση από το τέλος μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ στην επέκταση του δικτύου οπτικών ινών. Πολλές είναι και οι εταιρείες της χώρας που φαίνεται να έχουν καθυστερήσει χαρακτηριστικά σε αυτόν τον τομέα.
Ως διέξοδο από τα προβλήματα πολλοί υποστηρίζουν τη στροφή της Γερμανίας σε σύγχρονους τομείς ανάπτυξης και την εγκατάλειψη των ενεργοβόρων βιομηχανιών. Είναι γεγονός πως η κυβέρνηση έχει προωθήσει επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ, έχοντας θέσει μάλιστα ως στόχο να γίνει ουδέτερη ως προς τον άνθρακα έως το 2045. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο και σε κάθε περίπτωση η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί χρόνο. Οι εκτιμήσεις αναφέρουν πως για μια σημαντική μείωση των τιμών στην ενέργεια οι γερμανικές βιομηχανίες θα πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον μέχρι το 2027.
Αυτός είναι και ο λόγος που πολλές εταιρείες εγκαταλείπουν τη γερμανική επικράτεια για πιο ελκυστικούς επενδυτικά τόπους. Είναι χαρακτηριστική η κόντρα που έχει ξεσπάσει με τις ΗΠΑ, οι οποίες με σχετικό νόμο της κυβέρνησης Μπάιντεν προσφέρουν σημαντικά φορολογικά κίνητρα σε επιχειρήσεις που μεταφέρονται στη χώρα. Το Βερολίνο τρέχει τώρα να αντιστρέψει το κλίμα, όμως πολλοί δεν είναι τόσο αισιόδοξοι για την επιτυχία του εγχειρήματος, τουλάχιστον στην παρούσα φάση.
Επιπλέον ο ανταγωνισμός από τις ακμάζουσες κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας διαρκώς ενισχύεται προκαλώντας διπλό χτύπημα στη Γερμανία: Και μείωση εξαγωγών και απώλεια τμήματος από την «πίτα» της αγοράς. Η Κίνα όχι μόνο δεν αγοράζει πλέον τόσα πολλά γερμανικά προϊόντα, αλλά έχει εξελιχθεί και σε έναν σημαντικό ανταγωνιστή.
Εν κατακλείδι, η Γερμανία βρίσκεται μπροστά σε ένα διττό πρόβλημα, την αρνητική πορεία λόγω συγκυρίας, αλλά και τις αρνητικές προοπτικές λόγω δομικών προβλημάτων. Όπως τονίζουν πολλοί οικονομικοί αναλυτές, η θεραπεία του «ασθενή της Ευρώπης» δεν είναι καθόλου εύκολη και σίγουρα δεν θα είναι φθηνή.