Την ανηφόρα έχουν πάρει και πάλι οι τιμές του πετρελαίου ξεπερνώντας τα 90 δολάρια το βαρέλι. Πρόκειται για τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 10 μηνών, όταν οι τιμές του πετρελαίου είχαν εκτιναχθεί στα ύψη – πάνω από 120 δολάρια το βαρέλι – ύστερα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Πλέον εκφράζονται φόβοι για ένα νέο πληθωριστικό κύμα στην παγκόσμια οικονομία, μετά την προηγούμενη εκτίναξή των τιμών το 2022.
Η υψηλή ζήτηση από τις μεγάλες ενεργοβόρες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ, αλλά και η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας να περιορίσουν την προσφορά, δημιουργούν μεγάλες πιέσεις στα αποθέματα του «μαύρου χρυσού». Σημειώνεται πως το 2023 η ημερήσια παγκόσμια κατανάλωση υπολογίζεται σε 101,8 εκατομμύρια βαρέλια, ένα επίπεδο ρεκόρ στο οποίο έχει συμβάλει και η εκρηκτική ζήτηση από την Ασία.
Την Τρίτη η τιμή του Brent ξεπέρασε τα 95 δολάρια το βαρέλι καταγράφοντας αύξηση μεγαλύτερη από 25% σε σχέση με τον Ιούνιο. Αναλυτές εκτιμούν πως τις επόμενες ημέρες το βαρέλι θα μπορούσε να ξεπεράσει ακόμη και τα 100 δολάρια. «Η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου καταγράφει νέα ρεκόρ και ο ΟΠΕΚ μειώνει την παραγωγή», υπογράμμισε και ο Αλ Σαλαζάρ αναλυτής της Enverus Intelligence Research. «Τα απλά μαθηματικά δείχνουν τα 100 δολάρια το βαρέλι».
«Είναι ένας συνδυασμός της ζήτησης και της διαχείρισης της προσφοράς από τον ΟΠΕΚ που έχει προκαλέσει μεγάλη ταλάντευση στην αγορά από τον Ιούνιο», υπογράμμισε σύμφωνα με τους Financial Times ο Ραάντ Αλκαντίρι, αναλυτής του Eurasia Group στην Ουάσινγκτον.
«Η συμμαχία Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας αποδεικνύεται μια τρομερή πρόκληση για τις αγορές πετρελαίου», ανέφερε από την πλευρά του ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας σε έκθεσή του στην οποία προβλέπει πως οι περιορισμοί στην προσφορά θα προκαλέσουν σημαντικό έλλειμμα εάν διατηρηθούν.
Η εκτόξευση της τιμής του πετρελαίου ασκεί νέες πληθωριστικές πιέσεις, την ώρα που οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο επιχειρούν να ελέγξουν την άνοδο των τιμών με αύξηση των επιτοκίων. Η αύξηση της τιμής της βενζίνης στις αντλίες θεωρείται πλέον δεδομένη, ενώ «σωτηρία» δεν φαίνεται ούτε από τις ΗΠΑ. Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής – που θα μπορούσε να ισορροπήσει την κατάσταση – επί του παρόντος φαντάζει πολύ δύσκολο σενάριο, σύμφωνα με τους αναλυτές.
Όπως υπογραμμίζουν η αμερικανική βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου έχει υιοθετήσει πλέον μια πολύ πιο προσεκτική προσέγγιση υπό την πίεση της Wall Street, που ευνοεί την επιστροφή μετρητών στους μετόχους με τη μορφή μερισμάτων και την επαναγορά μετοχών, έναντι της άντλησης ολοένα και μεγαλύτερων ποσοτήτων πετρελαίου. Η αρμόδια υπηρεσία των ΗΠΑ επιβεβαίωσε τη Δευτέρα αυτήν τη στρατηγική. Όπως ανακοίνωσε η παραγωγή πετρελαίου από τους κορυφαίους της σχιστολιθικής βιομηχανίας αναμένεται να μειωθεί τον Οκτώβριο, για τρίτο συνεχόμενο μήνα, αγγίζοντας το χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάιο.
Από την πλευρά της η Σαουδική Αραβία επιθυμεί οι τιμές του «μαύρου χρυσού» να παραμείνουν υψηλές ώστε να διασφαλίσει μια σταθερή και μεγάλη ροή εσόδων, ενώ προσπαθεί να απαλλάξει την οικονομία της – και άρα τις γεωπολιτικές αποφάσεις – από διάφορες εξαρτήσεις. Υπενθυμίζεται πως η Σαουδική Αραβία ήταν μια από τις χώρες που έλαβε πρόσκληση για να ενταχθεί στους BRICS.
Όπως έχει επισημανθεί σε προηγούμενη ανάλυση του Newsbeast, σε περίπτωση που ολοκληρωθεί επίσημα η ένταξη της Σαουδικής Αραβίας στους BRICS αυτό θα σημαίνει πως στο ίδιο μπλοκ θα βρίσκεται ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου στον κόσμο και ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εισαγωγέας, η Κίνα.
Στο ίδιο πλαίσιο η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, και οι δύο χώρες μέλη του ΟΠΕΚ+, θα μπορούσαν να αναπτύξουν μια συνεργασία που φαινομενικά στη βάση της είναι οικονομική, έχει όμως σημαντικές γεωπολιτικές προεκτάσεις. Ο συγχρονισμός τους για τον περιορισμό της προσφοράς του πετρελαίου θα μπορούσε να είναι ένα προμήνυμα. Είναι χαρακτηριστικό πως οι δεσμοί που σφυρηλατήθηκαν με τα χρόνια μεταξύ των χωρών μελών των BRICS εκτιμάται ότι συνέβαλαν σημαντικά και στον περιορισμό των επιπτώσεων των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από τη Δύση στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Η Δύση κατηγόρησε πρόσφατα τον ΟΠΕΚ πως χειραγωγεί τις τιμές. Από την πλευρά του, ο υπουργός Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας πρίγκιπας Αμπντουλαζίζ μπιν Σαλμάν υπερασπίστηκε τις κινήσεις του ΟΠΕΚ+ για περιορισμό της προσφοράς, επικαλούμενος την ανάγκη για ρυθμίσεις στην αγορά ενέργειας ώστε να περιοριστεί η αστάθεια.