Επιστολή απέστειλε σήμερα ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος στην αναπληρώτρια υπουργό Οικονομικών κα Νάντια Βαλαβάνη, με την οποία διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους είναι αντίθετη η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων όσον αφορά το άρθρο 21 του νομοσχεδίου «Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας», που επί της ουσίας αντικαθιστά το άρθρο 23 του Ν. 4172/2013 (μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες) και ζητά την απόσυρσή του.
Η επιστολή αναλυτικά έχει ως εξής:
«Κυρία Υπουργέ,
Με την επιστολή μου αυτή θα ήθελα να σας εκφράσω την αντίθεση της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων για το άρθρο 21 του νομοσχεδίου «Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας», που επί της ουσίας αντικαθιστά το άρθρο 23 του Ν. 4172/2013 (μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες) και να σας παρακαλέσω να προβείτε στην απόσυρσή του.
Με το Άρθρο 23 του Νόμου 4172/2013 (Μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες) προβλέπεται ότι:
οι ακόλουθες δαπάνες δεν εκπίπτουν:
ιγ) το σύνολο των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο ή που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε., εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίων με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν αποκλείει την έκπτωση των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εφόσον υπάρχει η νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ελλάδας και αυτού του κράτους – μέλους.
Με τις νέες διατάξεις επανακαθορίζονται οι περιπτώσεις μη εκπιπτόμενων επιχειρηματικών δαπανών κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα. Εντούτοις, συγκεκριμένες κατηγορίες δαπανών προβλέπεται ότι εκπίπτουν κατά τον προσδιορισμό του κέρδους υπό τις αναφερόμενες προϋποθέσεις (καταβολή παρακρατούμενου φόρου επί του συνόλου της επιχειρηματικής δαπάνης και επιστροφή στον φορολογούμενο αζημίως για το Δημόσιο, εφόσον αποδειχθεί ότι πρόκειται περί συνήθους συναλλαγής). Ειδικότερα θέματα εφαρμογής της ρύθμισης θα καθοριστούν με υπουργική απόφαση.
Τι ακριβώς προβλέπει η διάταξη του νομοσχεδίου:
“Άρθρο 21 – Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (κύρωση με το ν. 4172/2013, Α’ 167)
1. Η περίπτωση ιγ’ του άρθρου 23 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) αναμορφώνεται και αντικαθίσταται ως εξής:
«ιγ) Το σύνολο των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που εμπίπτει σε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Είναι κατά το χρόνο έκδοσης του παραστατικού ή κατά το χρόνο διενέργειας της συναλλαγής φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο κατά την έννοια του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε.
(β) Είναι κατά το χρόνο έκδοσης του παραστατικού ή κατά το χρόνο διενέργειας της συναλλαγής φορολογικός κάτοικος σε κράτος που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς σύμφωνα με το άρθρο 65 του Κ.Φ.Ε.
(γ) Είναι συνδεόμενη, εν τοις πράγμασι εταιρεία, χωρίς να έχει συμμορφωθεί πριν τη διενέργεια της συναλλαγής ή την έκδοση του παραστατικού με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (άρθρο 21 του ν. 4174/2013).
(δ) Δεν διαθέτει στην έδρα της ή σε συνδεδεμένη επιχείρηση την απαιτούμενη οργάνωση και υποδομή για τη διενέργεια – κατ΄ επάγγελμα- ομοειδών συναλλαγών, κατά συνήθεια και επάγγελμα με τη συναλλαγή για την οποία εκδόθηκε το παραστατικό.
Για τις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ ο φορολογούμενος οφείλει, προκειμένου να μην εμπίπτει στην μη έκπτωση της δαπάνης, και πριν τη διενέργεια του φορολογικού ελέγχου, να προσκομίσει πλήρη απόδειξη ότι δεν συντρέχουν για τη συγκεκριμένη εταιρεία οι αναφερόμενες συνθήκες.
Για τις περιπτώσεις α΄, β΄, γ’ και δ’, προκειμένου ο φορολογούμενος να μην εμπίπτει στη μη έκπτωση της δαπάνης, θα πρέπει να καταβάλλει παρακρατούμενο φόρο που προκύπτει από τον ισχύον στην Ελλάδα φορολογικό συντελεστή φόρου εισοδήματος για επιχειρηματική δραστηριότητα επί το συνόλου της εν λόγω δαπάνης.
Εφόσον εντός δωδεκαμήνου από τη συναλλαγή, ο φορολογούμενος, αποδείξει ότι πρόκειται περί συνήθους συναλλαγής σε τρέχουσες τιμές αγοράς, θα επιστρέφεται αζημίως για το Δημόσιο ο παρακρατηθείς φόρος στο φορολογούμενο.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται οι διαδικασίες για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης, και ειδικότερα η διαδικασία ελέγχου που προβλέπεται για τις περιπτώσεις γ’ και δ’ ανωτέρω».”
Προτείνουμε την απόσυρση του άρθρου για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί με τις διατάξεις αυτές αλλάζει ο τρόπος φορολόγησης και ότι δεν φορολογούνται πλέον τα κέρδη που προκύπτουν, αλλά οι αγορές εμπορεύσιμων εμπορευμάτων και οι δαπάνες. Διάταξη : «Για τις περιπτώσεις α΄, β΄, γ’ και δ’, προκειμένου ο φορολογούμενος να μην εμπίπτει στη μη έκπτωση της δαπάνης, θα πρέπει να καταβάλλει παρακρατούμενο φόρο που προκύπτει από τον ισχύον στην Ελλάδα φορολογικό συντελεστή φόρου εισοδήματος για επιχειρηματική δραστηριότητα επί το συνόλου της εν λόγω δαπάνη».
Δεύτερον, γιατί έτσι προκαλείται η κατάργηση των κέντρων ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών και η υποχρέωση δημιουργίας ενός ελεγκτικού κέντρου σε κάθε λογιστήριο των επιχειρήσεων. Πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει την διάταξη: «Εφόσον εντός δωδεκαμήνου από τη συναλλαγή, ο φορολογούμενος, αποδείξει ότι πρόκειται περί συνήθους συναλλαγής σε τρέχουσες τιμές αγοράς, θα επιστρέφεται αζημίως για το Δημόσιο ο παρακρατηθείς φόρος στο φορολογούμενο».
Επίσης με τις νέες διατάξεις καταργείται και η εξαίρεση που υπήρχε για τους φορολογικούς κατοίκους – μέλη της Ε.Ε και Ε.Ο.Χ (ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου) «Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν αποκλείει την έκπτωση των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εφόσον υπάρχει η νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ελλάδας και αυτού του κράτους – μέλους».
Διάταξη άκρως επικίνδυνη για απομόνωση της Ελλάδας και από τις ευρωπαϊκές αγορές, πέρα των παγκοσμίων αγορών.
Εφόσον ψηφιστεί η ανωτέρω διάταξη, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στις συναλλαγές όχι μόνο μεταξύ των ημεδαπών εταιριών και των εταιριών που εδρεύουν σε χώρες με προνομιακό φορολογικό καθεστώς (κάτω του 13%), και σε χώρες που θεωρούνται μη συνεργάσιμες, όπως αυτές περιλαμβάνονται στις σχετικές αποφάσεις του υπ. Οικονομικών, αλλά και για τις χώρες της Ε.Ε και Ε.Ο.Χ. καθόσον η διάταξη για να εκπίπτει η δαπάνη θα πρέπει να φορολογηθεί με συντελεστή 26% , ισχύει για κάθε συναλλασσόμενη επιχείρηση.
Με την εισαγωγή των νέων αυτών διατάξεων στο Ελληνικό φορολογικό δίκαιο, παραβιάζεται τόσο το κοινοτικό δίκαιο όσο και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων.
Στην ουσία, με τις διατάξεις αυτές η κυβέρνηση επιχειρεί όχι μόνο να βάλει «φρένο» στις τριγωνικές συναλλαγές, αλλά ορίζει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις που εμφανίζουν στα βιβλία τους ποσά δαπανών τα οποία καταβλήθηκαν σε επιχείρηση που εδρεύει σε χώρα μη συνεργάσιμη φορολογικά ή σε χώρα με προνομιακό φορολογικό καθεστώς (Βουλγαρία, Κύπρο) ή σε άλλη συνδεδεμένη με αυτήν επιχείρηση που δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις περί «φακέλου τεκμηρίωσης» (που προβλέπει ο Κώδικας Φορολογικών Συναλλαγών) θα υποχρεώνονται να πληρώσουν φόρο 26% επί των δαπανών αυτών και μόνο εφόσον αποδείξουν σε διάστημα 12 μηνών ότι πρόκειται περί πραγματικής συναλλαγής σε συνήθεις τρέχουσες τιμές αγοράς θα δικαιούνται να πάρουν πίσω τον καταβληθέντα φόρο. Άρα στην καλύτερη περίπτωση θα υπάρξει ο κανόνας καταβολής για όλες αυτές της δαπάνες, προκαταβολής 26% , η υποχρέωση των επιχειρήσεων για την διερεύνηση των προϋποθέσεων, δηλαδή δημιουργία γραφείων ελέγχου και με άγνωστο το αποτέλεσμα εάν και πότε τα αποτελέσματα αυτά θα γίνουν δεκτά και πότε από τον φορολογικό έλεγχο.
Επί της ουσίας η δαπάνη δεν θα αναγνωρίζεται μέχρι οι επιχειρήσεις να αποδείξουν ότι οι συναλλαγές είναι πραγματικές».