Την εκτίμησή του ότι οι υδρογονάνθρακες μπορούν να αναβαθμίσουν το γεωπολιτικό ρόλο της Ελλαδας και να οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε νέα εποιχή ανέφερε πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Μίχαλος στο συνέδριο «Επενδύσεις στην Ενέργεια και Αειφόρος Ανάπτυξη 2013».

«Η εκδήλωση αυτή διοργανώνεται σε μια περίοδο σημαντικών εξελίξεων στο χώρο της ενέργειας. Ένα χώρο στον οποίο η Ελλάδα διαθέτει σπουδαία συγκριτικά πλεονεκτήματα και δυνατότητες.

Πριν από λίγες ημέρες, ολοκληρώθηκαν οι έρευνες της πρώτης φάσης για τον εντοπισμό υδρογονανθράκων στο δυτικό άξονα της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί πλέον να ξεκινήσει η φάση της ανάλυσης των στοιχείων, ώστε μέχρι τα τέλη του έτους να έχουμε μια επαρκή και αξιόπιστη εικόνα για τις δυνατότητες που υπάρχουν στην περιοχή.

Πρόκειται σίγουρα για μια ελπιδοφόρο προοπτική. Η οποία, εφόσον τελικά επιβεβαιωθεί και αξιοποιηθεί σωστά, μπορεί να αναβαθμίσει ριζικά το γεωπολιτικό ρόλο της χώρας μας. Μπορεί να δημιουργήσει σημαντικό πλούτο και να οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε μια νέα εποχή. Μπορεί να αναβαθμίσει την ενεργειακή επάρκεια ολόκληρης της Ευρώπης.

Ωστόσο, είναι σαφές ότι ένα ζήτημα εθνικής σημασίας όπως αυτό, δεν μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί με τη δέουσα ψυχραιμία, σοβαρότητα και υπευθυνότητα.

Με ρεαλιστικό, ολοκληρωμένο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Με αξιοποίηση της εμπειρίας χωρών που προηγούνται χρονικά σε αυτή τη διαδικασία, όπως η Κύπρος και το Ισραήλ – και βεβαίως με τις κατάλληλες συμμαχίες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Το διακύβευμα είναι πραγματικά υψηλό και περιμένουμε από όλες τις πλευρές να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Εξίσου σημαντικές, βεβαίως, είναι οι δυνατότητες και οι προοπτικές της Ελλάδας στο θέμα της μεταφοράς ενεργειακών πόρων.

Η θέση της χώρας μας – ακριβώς πάνω στις σημαντικότερες οδούς ανεφοδιασμού της Ευρώπης σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο – μπορεί να καταστήσει τη γεωπολιτική της σημασία εξίσου σημαντική, με αυτή μιας παραγωγού χώρας. Μπορεί να μεταφραστεί σε μεγάλες νέες επενδύσεις και σε χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, ειδικά σε περιοχές της ελληνικής περιφέρειας που μαστίζονται από τις συνέπειες της ύφεσης.

Δυστυχώς, στον τομέα αυτό τα προηγούμενα δύο χρόνια παρατηρήθηκε σχετική στασιμότητα ή ακόμα και αρνητικές εξελίξεις, όπως στην περίπτωση του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης. Παρ’ όλα αυτά, βλέπουμε το τελευταίο διάστημα αρκετά θετικά βήματα, με στόχο την επιστροφή της Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη.

Η υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας για την κατασκευή και λειτουργία του αγωγού Trans Adriatic Pipeline ήταν μια σημαντική εξέλιξη. Πιστεύουμε ότι ο συγκεκριμένος αγωγός έχει σημαντικά οικονομικά και τεχνικά προτερήματα, ώστε να επιλεγεί από τις παραγωγούς χώρες ως καταλληλότερη λύση για τη διαμετακόμιση του φυσικού αερίου προς τη Νότια Ευρώπη. Ελπίζουμε ότι και στο θέμα αυτό, θα υπάρξει θετική κατάληξη.

Σε κάθε περίπτωση, η χώρα οφείλει να κάνει ξανά αισθητή την παρουσία της στα ενεργειακά δρώμενα της ευρύτερης περιοχής, να προβάλει τα πλεονεκτήματά της και να διεκδικήσει το ρόλο που της αξίζει. Προς αυτή την κατεύθυνση, μας βρίσκει σύμφωνους η απόφαση της κυβέρνησης να εξακολουθήσει να στηρίζει ενεργά τον αγωγό ITGI, ανεξάρτητα από τη μη επιλογή του για τη μεταφορά αερίου από την Κασπία.

Και βεβαίως, εκτός των αγωγών διαμεταφοράς, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί και σε περιφερειακό κόμβο εμπορίου για το φυσικό αέριο, αξιοποιώντας όχι μόνο τη θέση της αλλά και τις σημαντικές επενδύσεις που έχουν υλοποιηθεί τα τελευταία χρόνια στο σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου στη Ρεβυθούσα.

Θα επαναλάβω ότι η προσπάθεια για αξιοποίηση των προοπτικών της Ελλάδας τόσο στον τομέα της μεταφοράς, όσο και – ελπίζουμε – της παραγωγής υδρογονανθράκων, είναι μια εθνική προσπάθεια.

Η οποία απαιτεί συστηματική δουλειά, ενότητα και υπευθυνότητα από όλους: από την κυβέρνηση και από όλα τα πολιτικά κόμματα, από την επιστημονική και την επιχειρηματική κοινότητα, αλλά και από το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών.

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σε αυτά τα θέματα ζητήματα δεν υπάρχει χώρος για πολιτικά παιχνίδια και κοντόφθαλμες επιδιώξεις.

Ο έλεγχος, η διαφάνεια και η λογοδοσία όσον αφορά την προστασία του εθνικού συμφέροντος, επιβάλλονται. Όμως οι κραυγές, ο λαϊκισμός, η συνωμοσιολογία και η διακίνηση αβάσιμων σεναρίων, μόνο κακό μπορούν να κάνουν.

Ένα θέμα το οποίο θα απασχολήσει επίσης το σημερινό συνέδριο είναι αυτό των επικείμενων αποκρατικοποιήσεων στο χώρο της ενέργειας, αλλά και των ρυθμιστικών αλλαγών που απαιτούνται για την ανάπτυξη μιας πραγματικά βιώσιμης και ανταγωνιστικής αγοράς.

Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο η επιχειρηματική κοινότητα έχει αναδείξει επανειλημμένα, επισημαίνοντας τις στρεβλώσεις και τα λάθη που παραμένουν άλυτα μέχρι σήμερα.

Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα αποτελεί εξέχον παράδειγμα της προχειρότητας και της αποσπασματικότητας, με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι περισσότερες διαρθρωτικές αλλαγές στη διάρκεια των προηγούμενων δύο δεκαετιών. Ήταν μια μεταρρύθμιση που έγινε σχεδόν στο πόδι, με μόνο σκοπό την τυπική εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Μια μεταρρύθμιση μισή και προσχηματική, που εφαρμόστηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη στοιχειώδεις κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Χωρίς να διασφαλιστούν συνθήκες που ευνοούν την προσέλκυση σοβαρών επενδυτών και την ανάπτυξη υγιών πρωτοβουλιών.

Τα αποτελέσματα τα έχουμε δει, δυστυχώς, στο χώρο της αγοράς ηλεκτρισμού. Αντίστοιχες στρεβλώσεις, όμως, παρατηρούνται και στην αγορά των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Όπου δημιουργήθηκε μεν ένα ελκυστικό για επενδύσεις θεσμικό πλαίσιο, χωρίς ωστόσο να διασφαλίζεται η οικονομική βιωσιμότητα της αγοράς.

Η διαιώνιση όλων αυτών των προβλημάτων έχει σοβαρές συνέπειες για την ελληνική οικονομία, για τους καταναλωτές, για τις επενδύσεις και βεβαίως για την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, το ενεργειακό κόστος στη βιομηχανία φθάνει στο 50% του συνολικού λειτουργικού κόστους, ξεπερνώντας ακόμα και το εργατικό κόστος.

Η ελληνική βιομηχανία επιβαρύνεται με τους υψηλότερους συντελεστές Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, που φθάνουν στο 5% του τελικού κόστους. Επιβαρύνεται επίσης με τις υψηλότερες τιμές φυσικού αερίου μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε., με τον ΕΦΚ να αποτελεί το 10% του τελικού κόστους, μετά την τελευταία αύξηση. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που απειλεί την ίδια τη βιωσιμότητα των κλάδων εντάσεως ενέργειας, με δεδομένο μάλιστα ότι οι εγχώριες πωλήσεις έχουν συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια σε ποσοστό μέχρι και 80%.

Σε μια εποχή όπου η χώρα χρειάζεται διεθνώς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, αλλά και νέες επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, είναι αδιανόητο να διατηρείται αυτό το καθεστώς.

Παράλληλα, επομένως, με τη διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων – και εφόσον η στόχευσή τους δεν είναι μόνο ταμειακή, αλλά και αναπτυξιακή – να προχωρήσουν και οι απαραίτητες αλλαγές για την αναβάθμιση της αγοράς ενέργειας.

Η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από μια αγορά η οποία θα επιτρέπει την πραγματική λειτουργία του ανταγωνισμού, θα προσελκύει σοβαρές επενδύσεις, θα δημιουργεί θέσεις εργασίας. Μια αγορά που θα οδηγεί στη διαρκή αναβάθμιση των υποδομών και στην παροχή διαρκώς καλύτερων και πιο προσιτών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές, είτε είναι ιδιώτες είτε επιχειρήσεις.

Στο πλαίσιο αυτό αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις προτάσεις του αρμόδιου υπουργείου, για το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο στη εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ελπίζουμε ότι η διαβούλευση που θα γίνει θα είναι αναλυτική και ουσιαστική και ότι θα ληφθούν υπόψη οι θέσεις και οι προτάσεις της αγοράς κατά την τελική διαμόρφωση του πλαισίου.

Όσον αφορά τώρα το θέμα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας: είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν τομέα αιχμής, στην προσπάθεια της χώρας για προσέλκυση επενδύσεων.

Όμως, για να υπάρξει αποτέλεσμα, η μεθοδολογία στήριξης των ΑΠΕ χρειάζεται να επανεξεταστεί, σε σχέση και με τις αλλαγές στην αγορά ηλεκτρισμού. Απαιτείται ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο θα υπηρετεί τους στόχους για συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο, θα είναι ελκυστικό για τους επενδυτές, αλλά ταυτόχρονα βιώσιμο και σταθερό.

Το κόστος της στήριξης θα πρέπει να υπολογιστεί αυτή τη φορά με ορθολογικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο να διασφαλίζονται εύλογες αποδόσεις στις επενδύσεις, χωρίς όμως να τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος. Χωρίς να κινδυνεύει κάθε τόσο να τιναχτεί στον αέρα η αγορά, χωρίς να αναγκάζεται ο ιδιωτικός τομέας – και ειδικά η βιομηχανία – να χρηματοδοτεί την πολιτική του κράτους, μέσω όλο και υψηλότερων ειδικών τελών και φόρων. Και βεβαίως, χωρίς να έχουμε το απαράδεκτο φαινόμενο της επιβολής έκτακτων εισφορών ή άλλων αναδρομικών μέτρων, σε ήδη υπογεγραμμένες συμβάσεις.

Το θέμα της σταθερότητας και της αξιοπιστίας του επενδυτικού πλαισίου είναι ίσως το σοβαρότερο που θα πρέπει να λάβει υπόψη της η Πολιτεία στον τομέα των ΑΠΕ – όπως βεβαίως και σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

Θα αναφέρω χαρακτηριστικά το παράδειγμα της αιολικής ενέργειας, όπου ο ρυθμός των επενδύσεων επιβραδύνθηκε σημαντικά το 2012. Στον κλάδο αυτό, επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά της τάξης του 10% και επιβλήθηκε υποχρέωση για την κατάθεση εγγυητικής επιστολής για τους ανάδοχους επενδυτές.

Τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με την αύξηση των φόρων, είχαν ως συνέπεια να αυξηθεί κατά 23% το επενδυτικό κόστος για κάθε υλοποιημένο αιολικό μεγαβάτ. Επιπλέον, η θέσπιση τέλους διακράτησης για τις άδειες που δεν υλοποιούνται, οδήγησε στην επιστροφή αδειών παραγωγής για αιολικά πάρκα συνολικής ισχύος 260 μεγαβάτ, κυρίως από πολυεθνικές εταιρείες.

Εξίσου σημαντικά προβλήματα δημιουργούνται και στον κλάδο της ηλιακής ενέργειας, όπου σήμερα απασχολούνται περίπου 15.000 εργαζόμενοι, ένας μεγάλος αριθμός κατασκευαστών εξοπλισμού και πέντε βιομηχανίες παραγωγής.

 
Με αυτές τις συνθήκες, δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε νέες επενδύσεις ούτε βεβαίως επίτευξη των στόχων για τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα. Μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα παρουσιάζει την τρίτη μεγαλύτερη αρνητική απόκλιση από τους στόχους αιολικής ενέργειας, μετά τη Σλοβενία και τη Σλοβακία. Η χώρα μας διαθέτει μόλις το 1% της συνολικής νέας ισχύος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επίδοση η οποία προφανώς δεν συνάδει ούτε με τις δυνατότητες, ούτε με τις ανάγκες της Ελλάδας.

Είναι αυτονόητο ότι η ρευστότητα και οι διαρκείς θεσμικές αλλαγές συνιστούν μέγιστο αποτρεπτικό παράγοντα για τους υποψήφιους επενδυτές. Ειδικά οι παρεμβάσεις με αναδρομική ισχύ, ισοδυναμούν ουσιαστικά με εκ των υστέρων «τιμωρία» των επενδυτών που εμπιστεύθηκαν το κράτος. Παραβιάζουν τις διοικητικές αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της συνακόλουθης ασφάλειας δικαίου, εγείρουν σοβαρά ηθικά ζητήματα και εκπέμπουν μήνυμα αστάθειας στη διεθνή επενδυτική κοινότητα.

Σημαντικότερη, επομένως, από την παροχή κινήτρων και διευκολύνσεων, είναι η διασφάλιση της προβλεψιμότητας που αναζητά κάθε σοβαρός επενδυτής. Κι αυτό βεβαίως δεν ισχύει μόνο στο χώρο της ενέργειας, αλλά σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

Από εκεί και πέρα, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στο θέμα της πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Η περιορισμένη ροή χρηματοδότησης από τις τράπεζες, το υψηλό κόστος του χρήματος, οι αυξημένες εγγυήσεις και απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, είναι παράγοντες που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξη της επενδυτικής δραστηριότητας.

Ο νέος Επενδυτικός Νόμος, που παρουσιάστηκε πρόσφατα, περιέχει μια σειρά από θετικές ρυθμίσεις – κυρίως όμως στο θέμα της επίλυσης γραφειοκρατικών προβλημάτων που έχουν προκύψει κατά την υλοποίηση ήδη εγκεκριμένων επενδύσεων.

Μπορεί, όμως, και πρέπει να δώσει περαιτέρω ώθηση σε νέες επενδύσεις, μέσα από τη χρήση του κινήτρου της φοροαπαλλαγής. Είναι ένα θέμα στο οποίο χρειάζεται να υπάρξει περαιτέρω εξειδίκευση και αποσαφήνιση, μια που με αυτό τον τρόπο μπορεί να διευκολυνθεί η υλοποίηση επενδύσεων, χωρίς να απαιτείται άμεση εκταμίευση πόρων.
Τέλος, χρειάζεται και στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας να υπάρξουν περισσότερες πρωτοβουλίες εξωστρέφειας και συνεργασίας, τόσο σε διακρατικό όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο. Στις πρωτοβουλίες αυτές πρέπει να περιλαμβάνεται…

– Η διερεύνηση δυνατοτήτων ανάπτυξης κοινών έργων στην Ελλάδα, σε συνεργασία με άλλα ευρωπαϊκά κράτη ή τρίτες χώρες

– Ενέργειες προβολής των πλεονεκτημάτων της χώρας σε ξένους επιχειρηματικούς φορείς και επενδυτές

– Καθώς και δράσεις δικτύωσης μεταξύ ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων.

Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών κινείται συστηματικά προς αυτή την κατεύθυνση, διοργανώνοντας ή συμμετέχοντας σε διεθνείς συναντήσεις και αποστολές.

Ο τομέας της ενέργειας είναι αυτός που μπορεί όχι μόνο να πρωταγωνιστήσει στην ανάκαμψη από την κρίση, αλλά να αλλάξει συνολικά το πρόσωπο και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Είναι σίγουρα ένας τομέας που χαρακτηρίζεται από έντονο διεθνή ανταγωνισμό, από υψηλές απαιτήσεις και από λεπτές ισορροπίες στο επίπεδο της διεθνούς διπλωματίας.

Όμως, η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων και των δυνατοτήτων της χώρας μας στην ενέργεια, δεν αποτελεί πια επιλογή αλλά μονόδρομο. Είναι καθήκον της γενιάς μας απέναντι σε αυτές που ακολουθούν – και που σήμερα βλέπουν μπροστά τους μόνο αδιέξοδα.
Είναι μια τεράστια ευθύνη, στην οποία οφείλουμε να ανταποκριθούμε, αφήνοντας οριστικά πίσω αδυναμίες και λάθη του παρελθόντος».