Μια πλαστή λίρα περνά από χέρι σε χέρι και διηγείται την αξιοσημείωτη ιστορία της, που δεν είναι παρά μια διεισδυτική ηθογραφία της ελληνικής κοινωνίας. Το ψεύτικο νόμισμα θα περάσει από τον παραχαράκτη στον ζητιάνο κι από κει σε μια φτωχή κοπέλα για να καταλήξει στην κατοχή ενός νιόπαντρου ζευγαριού, πριν ακούσουμε τη φωνή του αφηγητή, του Δημήτρη Μυράτ, να μας κατατοπίζει: «Αν και κάλπικη δεν είναι η λίρα σε αυτή την ιστορία, κάλπικο είναι γενικά το χρήμα». Αυτός ο ψεύτικος παράς έμελλε να είναι μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου, ένα πραγματικό διαμάντι της έβδομης τέχνης με περγαμηνές και διακρίσεις σε χρόνια μάλιστα που ο εμπορικός μας κινηματογράφος δεν αποζητούσε την εξωστρέφεια. Η «Κάλπικη λίρα» (1955) θα κλέψει εντυπώσεις και βραβείο στο φεστιβάλ Βενετίας, θα επιλεχθεί στο επίσημο διαγωνιστικό του κορυφαίου κινηματογραφικού φεστιβάλ του κόσμου, αυτό των Καννών, θα διαγωνιστεί στο επίσης σημαντικό φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και θα κάνει μια διεθνή πορεία που θα αφήσει παραγωγούς και δημιουργούς με το στόμα ανοιχτό. Την ίδια στιγμή, θα βγει στις ελληνικές αίθουσες στις 28 Δεκεμβρίου 1955 και θα σημειώσει εισπρακτική πορεία που λογίστηκε στα χρόνια της ρεκόρ, με αυτά τα 211.780 εισιτήρια να μην έχουν όμοιό τους. Δεν ήταν όμως μόνο το ελληνικό κοινό που αγάπησε και αναγνώρισε την αριστουργηματική φύση του φιλμ που έμελλε να είναι η πρώτη σπονδυλωτή ταινία της χώρας μας, αλλά και το παγκόσμιο κοινό. Η «Κάλπικη λίρα» θα βρει διανομή στο εξωτερικό, θα ταξιδέψει στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου και θα αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις σε όλους. Και θα σημειώσει μάλιστα και εμπορικούς θριάμβους, καθώς στη Σοβιετική Ένωση έκανε πρεμιέρα σε όχι λιγότερες από χίλιες κινηματογραφικές αίθουσες! Λίγα χρόνια αργότερα, ο κορυφαίος γάλλος θεωρητικός του κινηματογράφου Ζορζ Σαντούλ θα την περιλάβει στη λίστα του με τις χίλιες καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Αλλά και η εγχώρια ένωση κριτικών κινηματογράφου θα την επιλέξει το 1985 ως μια από τις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Αυτός ήταν με δυο λόγια ο παγκόσμιος θρίαμβος της αξεπέραστης «Κάλπικης λίρας» του Γιώργου Τζαβέλlα, μιας ταινίας που γυρίστηκε κυριολεκτικά με ψίχουλα, με πενιχρότατα μέσα, αν και οι δημιουργοί της κατάφεραν με τα ψέματα να φτιάξουν ακόμα και ειδικά εφέ (όπως στον εφιάλτη της Φανίτσας)! Και όπως ακριβώς μας λέει η ταινία από την αρχή ως το τέλος της, δεν είναι το χρήμα που κάνει τα πράγματα μεγάλα και τρανά, αλλά το όραμα και το μεράκι. Η πρώτη λοιπόν σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου αποτελείται από τέσσερις ιστορίες, οι οποίες συνδέονται με αυτή την κάλπικη λίρα που αλλάζει χέρια, δεν κάνει όμως τη ζωή κανενός καλύτερη. Όχι επειδή είναι κάλπικη, αλλά γιατί η επιδίωξη του πλούτου και η φιλαργυρία δεν εξασφαλίζουν τίποτα καλό. «Ο παράς είναι πάντα κάλπικος», μας λέει ο αφηγητής στο τέλος κάθε επεισοδίου, την ώρα που ο σκηνοθέτης τους διατρέχει με γενναιότητα τα κινηματογραφικά είδη και ακροβατεί μεταξύ δράματος και φάρσας, κοινωνικού και κωμωδίας, μελαδούρας και νεορεαλισμού. Η μεταπολεμική Αθήνα σέρνεται στο τραπέζι της ανατομίας και η φτώχεια τίθεται σε πρώτο πλάνο. Ή μάλλον σε δεύτερο, καθώς πρωταγωνιστής είναι αυτή η ανάγκη να πιάσεις την καλή και να ζήσεις μια ζωή με αξιοπρέπεια. Μόνο που το εύκολο χρήμα όχι μόνο δεν είναι συνώνυμο της ευτυχίας, αλλά αντιστρατεύεται τελικά τα ίδια τα όνειρα. Η ηθογραφία που τσακίζει κόκαλα δεν εξωραΐζει ούτε χαϊδεύει αυτιά: οι ταπεινοί και καταφρονημένοι θα συνεχίσουν να είναι φουκαράδες, οι λογής φτωχοδιάβολοι και απατεωνίσκοι δεν θα βγουν από το περιθώριο, ακόμα και το ερωτοχτυπημένο ζευγάρι δεν θα αντέξει τη σαρωτική ισοπέδωση της ανέχειας. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό που κάνει το φιλμ του Τζαβέλλα αριστουργηματικό, πως ακροβατεί ανάμεσα σε δυο πόλους. Την ώρα που το χρήμα και η επιδίωξή του είναι ψεύτικα, η ανάγκη για επιβίωση είναι αληθινότατη και επιτακτική. Ο πλούτος δεν έχει τίποτα το αληθινό, αλλά και η αλήθεια της φτώχειας είναι αφόρητη. Είναι γεγονός πως για το σημερινό κοινό πολλά από τα υλικά της «Κάλπικης λίρας» φαντάζουν αναχρονιστικά. Δομικά συστατικά όπως το μελό που αναβλύζει, ο διδακτισμός, ακόμα και αυτός ο αφηγητής που κάνει λέξεις όσα οφείλουν να δείξουν οι κινούμενες εικόνες. Μόνο που το κομψοτέχνημα της εγχώριας κινηματογραφίας μας δεν μένει εκεί, ούτε χαρακτηρίζεται τελικά από αυτό. Αλλά από την τεράστια σεναριακή του ρώμη και την υποκριτική δεινότητα των ιερών τεράτων μας, ονόματα σαν του Δημήτρη Χορν, του Ορέστη Μακρή, του Βασίλη Λογοθετίδη, του Μίμη Φωτόπουλου, της Ίλυας Λιβυκού, της Έλλης Λαμπέτη κ.ά. Η κάλπικη λίρα που φτιάχνει ένας έντιμος χαράκτης (Βασίλης Λογοθετίδης) παρασυρμένος από τον σκοτεινό του πόθο για τα μάτια μιας γυναίκας (Ίλυα Λιβυκού) θα φτάσει στα χέρια ενός επαγγελματία αόμματου (Μίμης Φωτόπουλος), θα γλιστρήσει όμως από το τρύπιο σακάκι του και θα τη βρει μια φτωχή κοπέλα (Μαρία Καλαμιώτου), που θα την πουλήσει στον σπαγκοραμμένο σπιτονοικοκύρη της φαμίλιας της (Ορέστης Μακρής). Η λίρα θα μπει στην πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα και θα κερδηθεί από ένα ερωτευμένο ζευγαράκι, τον φτωχό ζωγράφο (Δημήτρης Χορν) και τη σύζυγό του (Έλλη Λαμπέτη), όταν και θα μετατραπεί σε σύμβολο του ισχυρού δεσμού τους. Αυτή η κάλπικη λίρα ήταν να αλλάξει τις ζωές όλων τους, έστω και πρόσκαιρα, αυτό που άλλαξε όμως ήταν η ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, με την απλότητα και την ειλικρίνειά της. Αλλά και το αρμονικό μπόλιασμα κωμωδίας και δράματος, διατρέχοντας ένα φάσμα εννοιών και όρων με τα οποία είναι πλασμένη η κοινωνία μας, η κάθε κοινωνία μας: η κατεργαριά που συνυπάρχει με την εφευρετικότητα, το φιλότιμο που υπερβαίνει τη σκληρότητα, το ενδιαφέρον που υποκύπτει στην αδιαφορία. Όσο για τον δημιουργό της, τον Γιώργο Τζαβέλλα, που υπογράφει σενάριο, σκηνοθεσία και εκτέλεση παραγωγής, με λιτό και απέριττο τρόπο κρύβει την κινηματογραφική μηχανή και τους σκηνοθετικούς χειρισμούς για να δώσει τον πρώτο λόγο στην καθαρή ιστορία, αυτές τις κωμικοτραγικές καταστάσεις που εκτυλίσσονται στο πανί με έναν ανείπωτα αυθεντικό τρόπο. Και την ίδια στιγμή έχει και τον Μάνο Χατζιδάκι να υπογράφει τη μουσική… Γιατί να τη δεις: Γιατί η «Κάλπικη λίρα» κουβάλα εντός της κάτι από όλους μας, έχοντας πάντα κάτι να πει όχι μόνο στο ελληνικό κοινό, αλλά και σε κάθε άνθρωπο που ονειρεύεται εύκολα πλούτη και ανέξοδες ευτυχίες. Είναι ένα πραγματικό κινηματογραφικό μνημείο της εγχώριας κινηματογραφίας, ένας αξεπέραστος σταθμός στην πορεία και εξέλιξη του ελληνικού σινεμά που ρουφάς μέχρι το μεδούλι του, παρά τα χρονάκια που μας χωρίζουν από το 1955. Κι αν η λίρα της ήταν πασιφανώς κάλπικη, η «Κάλπικη λίρα» παραμένει από κάθε άποψη ανεκτίμητη…
«Η κάλπικη λίρα»
Παραγωγή: Ελλάδα Σκηνοθεσία: Γιώργος Τζαβέλλας Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Λογοθετίδης, Ορέστης Μακρής, Μίμης Φωτόπουλος, Δημήτρης Χορν, Έλλη Λαμπέτη, Ίλυα Λιβυκού, Σπεράντζα Βρανά