«Η ζωή είναι ωραία» έγραψε ο μπολσεβίκος επαναστάτης Λέων Τρότσκι απολαμβάνοντας τη θέα της γυναίκας του στον κήπο, όντας εξόριστος στο Μεξικό και περιμένοντας τη δολοφονία του από τον Στάλιν. «Η ζωή είναι ωραία» μας λέει κι αυτός ο ιταλοεβραίος βιβλιοπώλης που έπλασε το δικό του παραμύθι και δεν άφησε τίποτα να του χαλάσει, έστω κι αν αυτό το τίποτα ήταν εδώ οι αιματοβαμμένες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα δηλαδή. Μια μεγάλη αλήθεια του κινηματογράφου λέει ακόμα πως υπάρχουν ταινίες σημαντικές για την έβδομη τέχνη που δεν βρίσκουν τον δρόμο τους για την καρδιά του κοινού και άλλες που μαγεύουν τον κόσμο αφήνοντας το σινεμά κατά μέρος. Και δύσκολα θα βρεις ταινία που να άγγιξε τόσο το παγκόσμιο κοινό από τη «Ζωή είναι ωραία» (1997), την τρυφερή ιστορία ενός ονειροπόλου που βρίσκει τη δύναμη να κρατήσει ψηλά το ηθικό του γιου του ακόμα και μέσα στο ναζιστικό κολαστήριο που είπανε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Γι’ αυτό και ο μεγάλος πρωταγωνιστής εδώ δεν είναι ο υπέροχος Ρομπέρτο Μπενίνι, αλλά η ζωή η ίδια, η ζωή που τα έχει τελικά όλα, ακόμα και τη φρίκη και την τραγωδία. Και πρέπει να τη χαιρόμαστε όπου κι αν είμαστε, έστω και σε φάμπρικα θανάτου, καθώς είναι τόσο πολύτιμη που όλα εκμηδενίζονται τελικά μπροστά της, όσες αντιξοότητες κι αν έρθουν. «Η ζωή είναι ωραία» λοιπόν, φτάνει να θες να το δεις, μας λέει ο Μπενίνι στο μικρό αυτό ιταλικό «διαμάντι» που φέρνει το χιούμορ και τη φάρσα σε ένα θέμα που δεν είναι για χωρατά. Ακόμα και μέσα στο Ολοκαύτωμα όμως ο πατέρας παραμένει πατέρας και θα κάνει τα πάντα για να προστατεύσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του γιου του από την κόλαση και τους εφιάλτες. Το μεγαλείο της οικογένειας ξεπηδά λοιπόν περίλαμπρο μέσα από τις στάχτες, της οικογένειας που είναι τελικά τόσο ιερή που πρέπει να βγει πάση θυσία αλώβητη από τη δίνη του πολέμου. Γι’ αυτό παλεύει ο φουκαράς πατέρας, να μην αφήσει τη βάρβαρη πραγματικότητα να καταρρακώσει το όνειρό του για μια ζωή ευτυχισμένη, μια ζωή με νόημα. Ακόμα και μέσα στον παραλογισμό του πολέμου η ζωή παραμένει κωμικοτραγική, χρειάζεται όμως μια μικρή βοήθεια από τον προστάτη της οικογένειας, που δεν λέει να χάσει αυτή τη σχεδόν παιδιάστικη αφέλειά του. Η οποία έκανε την όμορφη δασκάλα να τον ερωτευτεί και να τον παντρευτεί και θα κάνει τώρα και τον μικρό του γιο να στηριχτεί πάνω του για να αποδράσει νοητικά από το ναζιστικό κολαστήριο. Ο Μπενίνι δεν ενδιαφέρεται να κάνει άλλη μια ταινία για τα ζοφερά δεινά των μαρτύρων του Ολοκαυτώματος. Αυτό που θέλει είναι να δείξει τον θρίαμβο της ανθρώπινης θέλησης, τη δύναμη που κρύβεται μέσα μας και την ελπίδα τελικά, που δεν νικιέται, παρά μόνο κάμπτεται προσωρινά. Ο Γκουίντο του ζει τη σκληρή και ρατσιστική πραγματικότητα, δεν εθελοτυφλεί, θέλει απλώς να την κρύψει από τα τρυφερά μάτια του γιου του. Και θα κάνει τα πάντα γι’ αυτό, έστω κι αν πρέπει να πλάσει ένα ψεύτικο παιχνίδι, να «στήσει» δηλαδή τη μαύρη καθημερινότητα. Καθώς το έπαθλο αυτού του παιχνιδιού είναι τεράστιο, το ίδιο το δικαίωμα στη ζωή. Γι’ αυτό και ο πατέρας μετατρέπεται τελικά σε κλόουν, έναν κλόουν με μοναδικό κοινό τον γιο του. Και ο ρόλος που καλείται να παίξει, πως η ζωή είναι ωραία. Γι’ αυτό και η ταινία είναι τελικά χωρισμένη στα δυο: η καθαρή κωμωδία του πρώτου μέρους (που θυμίζει πολύ τις βωβές του Τσάρλι Τσάπλιν) δίνει τη θέση της σε μια άλλη κωμωδία, σαφώς πιο ιδιοσυγκρασιακή, εκεί που το γέλιο συνυπάρχει με το δάκρυ δηλαδή και δεν ξέρεις τι ακριβώς πρέπει να κάνεις, να γελάσεις ή να κλάψεις. Να γελάσεις όπου χρειάζεται και να κλάψεις όπου πρέπει, θα μας μάλωνε ο Μπενίνι που έφτιαξε μια ολόκληρη ταινία για να μας πείσει! Ο Μπενίνι που έγραψε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στο γλυκόπικρο αυτό δράμα με τρόπαιο ένα αμερικάνικο άρμα μάχης. Πώς έφτασε από ένας ευτυχισμένος φτωχοδιάβολος να βρεθεί με τον γιο του στο τρένο δίχως επιστροφή, αυτό μάλλον ούτε ο ίδιος το κατάλαβε, λίγη σημασία έχει όμως, τόσο για την ταινία όσο και τη ζωή του. Η μεγάλη εικόνα είναι τώρα το παιδί, που όχι μόνο πρέπει να σωθεί, αλλά να μην καταλάβει και τίποτα απ’ όλα αυτά τα τραγικά. Γι’ αυτό και στήνει την περίπλοκη και σοφιστικέ αυτή φάρσα του, ένα παιχνίδι που ο νικητής θα πάρει ως βραβείο ένα τανκ. Όχι παιδικό παιχνίδι, αλλά αληθινό! Το πικρό χιούμορ του Μπενίνι και οι γελοιότητες στις οποίες καταφεύγει για χάρη του γιου του ξένισαν ωστόσο πολλούς. Από τη βιτριολική καταδίκη που δέχτηκε από την ιταλική Δεξιά μέχρι και τους μύδρους που εξαπέλυσαν εναντίον του μερικοί αριστεροί κριτικοί κινηματογράφου στις Κάννες, έγινε σαφές πως «Η ζωή είναι ωραία» δεν είναι για τον καθένα. Γιατί η ταινία καταπάτησε ανίερα την πολιτική και την ιστορία για χάρη της απλής, στοιχειώδους, ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και το έκανε με το δικαίωμα του ανθρώπου που έχει το σαράκι μέσα του και θέλει κάτι να πει. Το γεγονός ότι έπρεπε να βγουν οι θεωρητικοί του κινηματογράφου να μας πουν ότι ο Μπενίνι δεν έκανε μια κωμωδία για το Ολοκαύτωμα, αυτό λέει προφανώς πολλά για τις κοινωνίες που υποδέχτηκαν το φιλμ του. Ο Γκουίντο του δεν γελά με το πάθημά του ούτε εξωραΐζει την κατάσταση. Χρησιμοποιεί απλώς το μόνο όπλο που έχει για να προστατεύσει το παιδί του. Αν είχε πιστόλι, θα πυροβολούσε τους ναζί. Αν είχε στρατούς, θα τους κατέστρεφε. Αυτός ο φουκαράς όμως είναι ένας κλόουν της ζωής και το μόνο του όπλο είναι η κωμωδία, τι να κάνουμε; Κι αν για να βγάλει γέλιο είναι αναγκαστικά υποχρεωμένος να «μαλακώσει» κάπως το Ολοκαύτωμα (ή να το κατακρεουργήσει, κατά πολλούς), μιας και στα πραγματικά στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν θα υπήρχε αναμφίβολα χώρος για τον Γκουίντο του, το φιλμ δεν είναι ιστορικό ή ντοκιμαντέρ, δεν είναι για φασίστες και ναζί, αλλά για το ανθρώπινο πνεύμα, το ακατάβλητο αυτό πνεύμα που επιβιώνει εκεί όπου κανονικά δεν θα έπρεπε. Είναι μια ταινία για το πώς σώζεις ό,τι έχει σημασία, για το πώς επιβιώνει το καλό και η ελπίδα ακόμα και όταν τα όνειρα καταρρακώνονται. Αλλά και γι’ αυτή την αναγκαστική ψευδαίσθηση, τη μεγάλη σύμβαση που στηρίχθηκε η ανθρώπινη κοινωνία, πως ο κόσμος θα είναι πάντα καλύτερος για τα παιδιά μας. Κι αν την έραναν με έπαθλα και επαίνους στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου (Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες, 3 χρυσά αγαλματίδια και 7 υποψηφιότητες στα Όσκαρ και καμιά σαρανταριά ακόμα βραβεία δεξιά και αριστερά) και μια καλή μερίδα κριτικών έγραψαν διθυράμβους υπέρ της, η «Ζωή είναι ωραία» συνάντησε τη μεγαλύτερή της τιμή στα μάτια και τις καρδιές των θεατών, που κατάλαβαν αμέσως και χωρίς διαμεσολάβηση τι ήθελε ακριβώς να πει. Κι αν ο Δάντης μας είχε πει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη τραγωδία από το να θυμάσαι τις χαρούμενες στιγμές σου όταν μιζεριάζεις, ο Μπενίνι του απάντησε με τον πιο αποστομωτικό τρόπο: δεν υπάρχει μεγαλύτερος θρίαμβος της ζωής από το να τη χαίρεσαι ακόμα και εκεί όπου δεν πρέπει… Γιατί να τη δεις: Γιατί είναι μια αριστοτεχνική ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, τη βαρβαρότητα και την αθωότητα, το τραγικό και το αισιόδοξο. Γιατί ο Μπενίνι είναι το μεγάλο όχημα αυτής της χαρμολύπης, ένας διαχρονικός ονειροπόλος που μετατρέπεται σε ήρωα έστω και για έναν μόνο άνθρωπο. Και, ακόμα χειρότερα, για έναν ανθρωπάκο που δεν καταλαβαίνει καν τι θέατρο παίζει ο μπαμπάς. Να τη δεις όμως και γιατί είναι μια από τις ελάχιστες φορές που ένα τόσο βαρύ, μεγάλο και τραγικό θέμα όπως η θηριωδία του Ολοκαυτώματος το διαχειρίζεται μια ταινία με τον τρόπο μιας γλυκόπικρης κομεντί, αφήνοντας μερικές αχτίδες φωτός να σκίσουν το πυκνό σκοτάδι της ανθρώπινης μοχθηρίας. Είναι πράγματι ένας κινηματογραφικός ύμνος στη ζωή, μια ζωή που αξίζει να τη ζεις ακόμα και μέσα στη βία και τον θάνατο, έστω και ως φάρσα…
«Η ζωή είναι ωραία»
Παραγωγή: Ιταλία Σκηνοθεσία: Ρομπέρτο Μπενίνι Πρωταγωνιστούν: Ρομπέρτο Μπενίνι, Νικολέτα Μπράσκι, Τζόρτζιο Κανταρίνι, Τζουστίνο Ντουράνο, Μαρίζα Παρέντες