«Ο Τομ Κρουζ μπορεί να παίξει!», αναφώνησαν με αγαλλίαση οι κριτικοί κινηματογράφου μετά την πρεμιέρα του «Collateral» (ελληνικός τίτλος: «Διαδρομή»), όπου ενσαρκώνει έναν κόντρα ρόλο απέναντι σε ό,τι τον είχαμε συνηθίσει.
Και τότε θυμήθηκαν όλοι πως κανείς δεν μπορεί να κάνει περιπέτεια σαν τον Μάικλ Μαν, που ήταν και ο κινητήριος μοχλός πίσω από την αριστουργηματική υποκριτική του σουπερστάρ πρωταγωνιστή του.
Το «Collateral» ανοίγει με τον Κρουζ να ανταλλάζει χαρτοφύλακες με έναν άγνωστο σε ένα αεροδρόμιο και μετά, εντελώς αναπάντεχα, είναι σαν να εισάγεσαι σε άλλη ταινία, γνωρίζοντας έναν φιλήσυχο ταξιτζή (Τζέιμι Φοξ) του Λος Άντζελες που παίρνει κούρσα μια γυναίκα (Τζέιντα Πίνκετ-Σμιθ).
Η ιστορία ξεδιπλώνεται στο ταξί, που θα γίνει και ο προνομιακός χώρος όπου θα αναπτυχθεί το εντυπωσιακό αυτό ψυχολογικό θρίλερ με τη χαρακτηριστική α λα Μάικλ Μαν δράση. Ο Βίνσεντ (Τομ Κρουζ) είναι ένας πληρωμένος φονιάς με γκρίζο μαλλί που χρειάζεται τις υπηρεσίες του ταξιτζή καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, μιας και έχει να πάει σε πέντε προορισμούς. Τα έξι εκατοστοδόλαρα που του προσφέρει κάμπτουν τις όποιες αντιρρήσεις του, αν και ανακαλύπτει σύντομα τι ακριβώς δουλειές έχει ο πελάτης του, καθώς στην πρώτη κιόλας στάση ένα πτώμα προσγειώνεται πάνω στο ταξί του.
Και εδώ ακριβώς εδράζεται το σκηνοθετικό μεγαλείο του Μάικλ Μαν, πως δεν κρύβει τι ακριβώς είναι ο Βίνσεντ του, καθώς μας το ομολογεί ακόμα και στο προωθητικό υλικό της ταινίας: επαγγελματίας εκτελεστής. Το δικό του σασπένς στήνεται μαεστρικά από κει και πέρα, καθώς δεν στοχεύει σε εύκολες εκπλήξεις και μονίμως περπατημένους δρόμους.
Το «Collateral» είναι πρωτίστως και κυρίως μια μακρά συνομιλία μεταξύ ενός φονιά και ενός καθημερινού φουκαρά που φοβάται για τη ζωή του. Και η κοινή τους πορεία, μια σωστή κατάσταση ομηρείας, που τέμνεται και αναδημιουργείται στις πέντε αυτές στάσεις. Ένα εξόχως διαλογικό πινγκ-πονγκ που παίζεται με πειστική πρόζα και καλοδουλεμένους χαρακτήρες, καταλήγοντας σε σκηνές τόσο ολοκληρωμένες που θα μπορούσαν άνετα να απομονωθούν ως ταινίες μικρού μήκους.
Ο Μαν ξέρει καλά το υλικό του και αντιμετωπίζει το «Collateral» πάντα μέσα στο πλαίσιο του κινηματογραφικού είδους όπου ανήκει, όπως έκανε εξάλλου και με το εμβληματικό «Heat» (1995) του μια δεκαετία πρωτύτερα, μόνο που μαέστρος καθώς είναι εμβαθύνει τα πράγματα με τρόπους και λεπτομέρειες που συναντάς συνήθως σε ένα κοινωνικό δράμα.
To φιλμ ακροβατεί πράγματι μεταξύ περιπέτειας και δράματος, σασπένς και δράσης, γεμίζοντας διαλόγους εκεί που άλλοι σκηνοθέτες θα επικεντρώνονταν στο κυνηγητό και το πιστολίδι. Γιατί ξέρει καλύτερα από τον καθένα πόσο κερδίζει η δράση όταν πείθει τον θεατή και προκύπτει αβίαστα από την πλοκή, αντί να πρόκειται για ένα αυτάρεσκο θέαμα που εξαντλείται στον εαυτό του.
Εξίσου διεξοδικά πλάθει και τον χαρακτήρα του Τομ Κρουζ, που δεν είναι μεν αυτό που φαίνεται, το μυστικό του δεν είναι όμως πως είναι φονιάς. Αυτό είναι το επάγγελμά του, μην μπερδεύεστε, μας λέει ο Μάικλ Μαν, αυτά που κρύβει είναι αποκλειστικά ψυχολογικά τερτίπια που έλκουν την καταγωγή τους από την παιδική του ηλικία. Κι έτσι αποκτούν όλα νόημα και τραβούν ολότελα την προσοχή μας, ακούγοντάς τον να μας λέει τι σημαίνει γι’ αυτόν η ανθρώπινη ζωή, μια ζωή που αφαιρεί για τα προς το ζην του.
Την ώρα που γίνονται όλα αυτά και λέγονται οι μεγάλες σοφίες, ο Μαν δεν ξεχνά καθόλου τον στόχο του και δεν ξεστρατίζει σε αφαιρετικά μονοπάτια. Ταινία δράσης κάνει και ταινία δράσης θα δεις. Και θα τη δεις στο λυσσαλέο κυνηγητό στο μετρό, θα τη δεις ακόμα και στην τελευταία σκηνή της ταινίας, με τον τρόπο του Μάικλ Μαν πάντα, τη γνώριμη σφραγίδα του.
Το «Collateral» είναι κοντολογίς μια περιπέτεια την ώρα που δεν είναι, προσφέροντας απείρως περισσότερα από μια χολιγουντιανή ταινία που πάμε να δούμε με έναν κουβά ποπκόρν. Υπάρχουν στιγμές που θυμίζει πολύ τα κλασικά φιλμ νουάρ που έκαναν οι Γάλλοι στη δεκαετία του 1950, όπου σε όρους δράσης δεν συμβαίνουν και πολλά πράγματα, καθώς άλλα ένοιαζαν τους πιονέρους αυτούς της κινηματογραφικής γλώσσας να καταθέσουν. Μια γυροβολιά στη φιλμογραφία του Ζαν-Πιερ Μελβίλ θα πείσει και τον πλέον άπιστο.
Ένα αστυνομικό θρίλερ από αυτά που σπανίως φτιάχνονται και ξεπηδούν λες από σπόντα από τη βαριά βιομηχανία του αμερικανικού θεάματος, καθώς η μελέτη των χαρακτήρων είναι εδώ παραδειγματική και θα τη ζήλευαν οκάδες ταινίες κοινωνικού περιεχομένου. Μη γελιέστε πάντως, είναι ένα ατμοσφαιρικότατο ψυχολογικό θρίλερ που εκτυλίσσεται μέσα σε μια νύχτα, μια αριστοτεχνική περιπέτεια που δεν φείδεται ανατροπών στην εξέλιξή της.
Με τον Μάικλ Μαν η διασκέδαση είναι άλλωστε εξασφαλισμένη, καθώς η ευχαρίστηση του θεατή είναι το βασικό συστατικό της τέχνης του. Εικόνες θεσπέσιες και σκοτεινές, σε χρωματικές παλέτες που τονίζουν την ψυχολογική διάσταση των χαρακτήρων, και ένα ολότελα απόκοσμο, νυχτερινό και αχανές Λος Άντζελες που κάνει τη μεγάλη διαφορά εδώ από την απαστράπτουσα Νέα Υόρκη που βλέπουμε συνήθως στις αμερικανικές περιπέτειες.
Ακόμα και ο μονίμως γόης Τομ Κρουζ είναι εδώ μεταμορφωμένος σε έναν καλοστεκούμενο γκριζομάλλη που τσαλακώνει όσο να πεις την αψεγάδιαστη εικόνα του. Ο Μάικλ Μαν καταφέρνει πάντως να του κλέψει την παράσταση και να στείλει στην κορυφή τη λιτή και απέριττη ερμηνεία του Τζέιμι Φοξ, που μοιάζει τόσο «υπόγεια» όσο και η μοιραία αυτή περιπλάνησή του στο κατασκότεινο Λος Άντζελες. Δίκαια προτάθηκε για Όσκαρ Β’ Ανδρικού, όπως και οι δύο μοντέρ της ταινίας.
Στα «ψιλά» του φιλμ, πως το σενάριο διάβασε πρώτος και ενδιαφέρθηκε ο Ράσελ Κρόου, που έφερε και τον Μάικλ Μαν στο στούντιο, αν και από τις πολύχρονες καθυστερήσεις βαρέθηκε τελικά και πήγε για άλλα. Ο Μαν πήγε στον Τομ Κρουζ προτείνοντάς του έναν κόντρα ρόλο και στον Άνταμ Σάντλερ για τον ρόλο του ταξιτζή, εκείνος είχε όμως κάτι κωμικές υποχρεώσεις και στο κίτρινο αμάξι μπήκε τελικά ο Τζέιμι.
Γιατί να το δεις: Γιατί θα παρακολουθήσεις 122 απολαυστικότατα λεπτά που τα έχουν όλα, περιπέτεια, δράση, μυστήριο, σασπένς, ακόμα και δράμα. Και γιατί θα μονολογήσεις για άλλη μια φορά πόσο μεγάλος μάστορας είναι ο Μάικλ Μαν, παραδίδοντας «απλές» ταινίες που έχουν ωστόσο το χαρακτηριστικό του στίγμα όπως μόνο ένας πραγματικός δημιουργός αφήνει. Μικρά, στιλάτα κομψοτεχνήματα του νεονουάρ που θα μείνουν αναγκαστικά κλασικά μέσα στον ορυμαγδό των ταινιών δράσης του σύγχρονου Χόλιγουντ.
Πώς μια απλή ιστοριούλα μπορεί να σε κρατήσει δηλαδή καθηλωμένο στη θέση σου και να μην ξέρεις το γιατί, καθώς όλες οι αρετές του Μαν περνούν ηθελημένα σε δεύτερο επίπεδο για να μη διαταραχθεί η ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας. Και πώς γίνεται τελικά ο χώρος, το νυχτερινό Λος Άντζελες εδώ, να μετατρέπεται στον απρόσκλητο τρίτο πρωταγωνιστή μιας ταινίας.
«Collateral»
Παραγωγή: Αμερική
Σκηνοθεσία: Μάικλ Μαν
Πρωταγωνιστούν: Τομ Κρουζ, Τζέιμι Φοξ, Τζέιντα Πίνκετ-Σμιθ, Μαρκ Ράφαλο, Πίτερ Μπεργκ, Χαβιέ Μπαρδέμ