«Θα χρειαστείτε μεγαλύτερο σκάφος», ενημερώνει ο διοικητής της αστυνομίας τον κυνηγό καρχαριών σε μια ατάκα που έμελλε να έχει πολύ μεγαλύτερες συνέπειες από όσα εκτυλίσσονταν στην οθόνη. Σπανίως βλέπετε ταινία έχει πυροδοτήσει τέτοια κοινωνική υστερία, αλλάζοντας μια και καλή την εικόνα των ανέμελων καλοκαιρινών βουτιών. Αν το «Ψυχώ» (1960) του Χίτσκοκ έκανε τους ανθρώπους να μη θέλουν να μπαίνουν στην μπανιέρα τους, το ίδιο θα έκαναν και τα «Σαγόνια του καρχαρία» 15 χρόνια αργότερα με τις παραλίες. «Μην μπαίνετε στο νερό», ακούγεται κάπου στο φιλμ και η θάλασσα στοιχειώθηκε αμετάκλητα! Η πρώτη ανατριχιαστική γνωριμία με τον λευκό δολοφόνο του βυθού παραμένει διαχρονικά και η πιο απειλητική, καθώς το καλοφτιαγμένο αυτό θρίλερ εισάγει τον τρόμο στην επικράτεια της διασκέδασης. Ως το πρώτο ποτέ καλοκαιρινό blockbuster του σινεμά, τα «Σαγόνια» στόχευσαν μαεστρικά σε έναν από τους πλέον πρωτόγονους φόβους μας, τον αθέατο κίνδυνο που καραδοκεί κάτω από την επιφάνεια του νερού. Μόνο που δεν βασίστηκε ακριβώς εκεί η πρωτόγνωρη επιτυχία του φιλμ, τόσο εμπορικά όσο και στο μυαλό μας. Βλέπετε αυτό το λευκό τέρας για το οποίο ακούμε διαρκώς στην ταινία δεν εμφανίζεται παρά πολύ-πολύ αργότερα. Κι αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Ήταν η στρατηγική που ακολούθησε ένας νεαρός κινηματογραφιστής ονόματι Στίβεν Σπίλμπεργκ όταν δυο παραγωγοί τον προσέγγισαν για να σκηνοθετήσει το μπεστ σέλερ βιβλίο του Peter Benchley, ο απαράβατος όρος που έβαλε: θα το κάνω μόνο αν ο καρχαρίας δεν εμφανιστεί στην ταινία παρά μετά την πρώτη ώρα! Και πράγματι αυτό ακριβώς συμβαίνει στα «Σαγόνια» (1975), ακούμε περισσότερο για τον καρχαρία παρά τον βλέπουμε. Και όταν τον βλέπουμε, τον βλέπουμε περισσότερο σε όρους αποτελέσματος της δράσης του παρά με σάρκα και οστά. Κι αν στο μυαλό μας όλα αυτά δεν είναι παρά υπερβολές, καθώς ο αντίκτυπος της ταινίας είναι τέτοιος που θεωρούμε πως το ανθρωποφάγο τέρας είναι πανταχού παρόν, φτάνει να την ξαναδούμε για να συνειδητοποιήσουμε πόσο πραγματικά λίγο το βλέπουμε. Ο Σπίλμπεργκ εφάρμοσε εδώ κατά γράμμα τη μεγάλη μανιέρα του αριστουργηματικού Άλφρεντ Χίτσκοκ: «Μια βόμβα κάτω από το τραπέζι που εκρήγνυται: αυτό είναι έκπληξη. Μια βόμβα κάτω από το τραπέζι που δεν εκρήγνυται: αυτό είναι σασπένς», έλεγε ο αξεπέραστος μετρ του σασπένς και απέδειξε καθ’ όλη τη διάρκεια της λαμπρής σκηνοθετικής καριέρας του. Και ο Σπίλμπεργκ άφησε τον καρχαρία του κάτω από το τραπέζι στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ενώ ακόμα και όταν η παρουσία του είναι σαφής, πιστοποιείται περισσότερο από τα αποτελέσματα των πράξεών του παρά από τη φυσική του παρουσία. Το κέρδος αυτής της συνταγής; Ένα από τα καλύτερα και αποτελεσματικότερα θρίλερ που έγιναν ποτέ! Και έγιναν με τρεις ουσιαστικά χαρακτήρες: τον διοικητή του τοπικού αστυνομικού τμήματος Μπρόντι (Ρόι Σνάιντερ), που επιμένει να κλείσει η παραλία, τον κυνηγό καρχαριών Κουίντ (Ρόμπερτ Σο), που προσφέρει με το αζημίωτο τις υπηρεσίες του, και τον ωκεανογράφο Χούπερ (Ρίτσαρντ Ντρέιφους) που καλείται επειδή ξέρει από καρχαρίες, αν και ουσιαστικά είναι εκεί για να επιτείνει τον τρόμο με μεγαλόστομες διακηρύξεις τύπου «Αυτό που αντιμετωπίζουμε εδώ είναι μια τέλεια μηχανή. Μια μηχανή θανάτου». Ο Σπίλμπεργκ υπαινίσσεται τον καρχαρία του παρά τον παρουσιάζει, επιστρατεύοντας όλων των λογιών τα ευρήματα για να υποδείξει την αόρατη παρουσία του. Όπως τα τόσα πλωτά αντικείμενα που κουνιούνται στο νερό για να μας ενημερώσουν ότι το ανθρωποφάγο τέρας είναι εκεί. Και όλη η ταινία είναι η οδύσσεια των τριών αυτών αντρών πάνω στο σκάφος να εξοντώσουν την απειλή. Ένα σκάφος καρυδότσουφλο που, όπως επιμένει ο αστυνομικός, είναι εξόχως ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει το θηρίο. Ο Σπίλμπεργκ έκανε όμως και κάτι άλλο: έπλασε την ταινία του να είναι ιδιαιτέρως ψυχαγωγική. Το δικό του τέρας δεν είναι ένα αποτρόπαιο πλάσμα σαν τον «Εξορκιστή», παρά ένα μεγάλο ψάρι με μοχθηρές διαθέσεις. Κι έτσι όταν κάνει τα πρώτα κοντινά του στον καρχαρία, αυτός είναι διασκεδαστικά τρομακτικός, το μεγαλύτερο καμάκι του σκηνοθέτη στο κοινό του: δεν αποστρέφεις το βλέμμα σου αποτροπιασμένος από το θέαμα, αλλά ζητάς συνεχώς κι άλλο. Κι αυτό το άλλο σου το δίνει με το σταγονόμετρο. Τα περισσότερα μάλιστα από τα συστατικά της κινηματογραφικής αφήγησης του Σπίλμπεργκ που θα τον έστελναν στον θρόνο του Χόλιγουντ είναι παρόντα στα «Σαγόνια», καθώς εδώ πρωτοδοκιμάζονται με απαράμιλλη επιτυχία. Όπως το γεγονός ότι προτιμά να επικεντρώνεται στα πρόσωπα και να παρακολουθεί στενά τους χαρακτήρες του παρά να βασίζεται στα -πρωτόγονα- οπτικά εφέ της εποχής, τα οποία λάτρεψαν οι συνάδελφοί του καταλήγοντας σε κωμικοτραγικά αποτελέσματα. Και προτιμά επίσης την υποβλητική, υπαινικτική ατμόσφαιρα, παρά το συναισθηματικό σφυροκόπημα. Έτσι είναι σκαρωμένα τα «Σαγόνια», σε έναν σχετικά σιωπηρό τόνο. Ακόμα και το κλασικό σήμερα μουσικό θέμα του Τζον Γουίλιαμς δεν περιλαμβάνει ξεφωνητά και κορόνες, όντας αντιθέτως υποτονικό και ατμοσφαιρικό. Αυτή η μαγική συνταγή, που απέφυγε τις ευκολίες του τρόμου και τα κλισέ των b-movies, έστειλε τα «Σαγόνια» στα ουράνια των ταμείων, καθώς το 1975 ήταν η πιο πετυχημένη εμπορικά ταινία όλων των εποχών. Τα μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο που απέφευγαν στα χρόνια εκείνα να ρίξουν στην κυκλοφορία ταινίες το καλοκαίρι έτρεχαν να σκαρώσουν τώρα φιλμ για τη θερινή περίοδο, που ήταν πια η καλύτερη κινηματογραφικά περίοδος του χρόνου. Τα «Σαγόνια» πυροδότησαν εκατοντάδες κυριολεκτικά καλοκαιρινά θρίλερ και περιπέτειες, την ίδια ώρα που για τον 27χρονο δημιουργό τους θα ήταν το αρχιμήδειο σημείο για την πλέον εκπληκτική σκηνοθετική καριέρα που είδε το Χόλιγουντ στα νεότερα χρόνια του. Μετά τα «Σαγόνια του καρχαρία» θα έρχονταν οι «Στενές επαφές τρίτου τύπου» (1977) και οι «Κυνηγοί της χαμένης κιβωτού» (1981) μετατρέποντάς τον στον απόλυτο βασιλιά της αμερικανικής κινηματογραφίας. Τα 8 εκατ. δολάρια που στοίχισαν τα «Σαγόνια», από τα 4 εκατ. του αρχικού προϋπολογισμού, εξόργισαν τους παραγωγούς της Universal που απειλούσαν να κατεβάσουν ρολά και να στείλουν τον «Μπρους», όπως αποκαλούσαν τον μηχανικό καρχαρία, στο μουσείο του στούντιο. Η ταινία βγήκε τελικά στις αίθουσες στις 20 Ιουνίου, σε μια νεκρή κινηματογραφικά περίοδο, όπως τη θεωρούσαν τότε, και έφερε πίσω στην πρώτη της εβδομάδα 7 εκατ. δολάρια! Το «Jaws» γέννησε μόνο του την εποχή των καλοκαιρινών blockbusters, όντας η πρώτη καθολική θερινή επιτυχία, που μάζεψε 260 εκατ. δολάρια στην Αμερική και 450 εκατ. παγκοσμίως, κάνοντας τον Σπίλμπεργκ τον αδιαφιλονίκητο μάγο της καλοκαιρινής μαγείας (που θα χτυπούσε μια νέα θερινή φλέβα χρυσού το 1982 με τον «E.T.» του). Όπως έχει αναλύσει η θεωρία του σινεμά, αυτό που κάνει το «Jaws» μια εντυπωσιακά αποτελεσματική ταινίας δράσης (και λιγότερο τρόμου) είναι το πόσο διεξοδικά είναι χτισμένοι οι χαρακτήρες της. Δεν είναι τύποι ήρωα, όπως υποδείκνυε η μανιέρα του είδους, αλλά πραγματικοί άνθρωποι που γνωρίζουμε σιγά-σιγά και ταυτιζόμαστε ή έστω νοιαζόμαστε. Γι’ αυτό και τα «Σαγόνια» είναι εξίσου τρομακτικά με τον ανατριχιαστικό «Εξορκιστή», γιατί παρέχουν ένα πιο ήπιο είδος τρόμου: την περιπέτεια στην ανοιχτή θάλασσα παρά ένα διαβολεμένο πλάσμα που ξερνάει πρασινίλες. «Μπορεί να είναι η πιο χαρούμενα διεστραμμένη ταινία τρόμου που φτιάχτηκε ποτέ», παραληρούσε η κριτικός κινηματογράφου του «New Yorker», Pauline Kael, κάνοντας λέξεις αυτό που ήξερε και ένιωθε στο πετσί του κάθε κινηματογραφόφιλος… Γιατί να τη δεις: Γιατί είναι μια διασκεδαστικότατη περιπέτεια που θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον σου και τόσο καλοφτιαγμένη που δεν χρειάζεσαι καν δικαιολογίες γιατί τη βλέπεις και την ξαναβλέπεις. Είναι φτιαγμένη να αρέσει και να τρομοκρατεί με τρόπο ύπουλο, παρά τα 40 και χρονάκια της. Και την επόμενη φορά που θα μπεις στη θάλασσα, θα τη θυμηθείς…
«Τα σαγόνια του καρχαρία»
Παραγωγή: Αμερική Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ Πρωταγωνιστούν: Ρόι Σνάιντερ, Ρόμπερτ Σο, Ρίτσαρντ Ντρέιφους, Λορέιν Γκάρι, Μάρεϊ Χάμιλτον