Πώς γίνεται μια κωμωδία (ταινία) να περικλείει μέσα της όλη την κωμωδία (κινηματογραφικό είδος), λειτουργώντας ως πέρασμα από το παλιό στο καινούριο και ταυτοχρόνως να είναι όσο πιο σύγχρονη παίρνει; Αυτό το ξέρουν προφανώς οι ανεπανάληπτοι αδελφοί Μαρξ, που γεφύρωσαν τη βωβή κωμωδία των οπτικών gags με την ομιλούσα, παραδίδοντάς μας την ίδια ακριβώς στιγμή ένα χιουμοριστικό ποίημα από αυτά που δεν ευτύχησε να ξαναδεί το παγκόσμιο σινεμά. Αφήνοντας κατά μέρος την αιώνια διαμάχη της ιστορίας του κινηματογράφου αν η «Σούπα πάπιας» (1933) είναι καλύτερη από τη «Μια νύχτα στην όπερα» (1935) και αν η πρώτη περίοδος των αδελφών Μαρξ στην Paramount υπερβαίνει τη δουλειά τους για λογαριασμό της MGM, η «Νύχτα» παραμένει η πιο πετυχημένη εμπορικά ταινία τους, όντας ένα ιδανικό πια μείγμα κινητικών και οπτικών αστείων με την πρόζα, δημιουργώντας ένα δεδικασμένο που μόνο οι ίδιοι υπηρέτησαν τόσο πιστά. Και εξωφρενικά αστεία φυσικά! Την ώρα που χάνει σε όρους κινηματογραφικής αναρχίας και κατάφωρης έλλειψης λογικής, όπως οι παλιότερες δουλειές τους, κερδίζει κατά κράτος στα σημεία, με το σφυροκόπημα των ατακών του Γκράουτσο, αυτό το γρονθοκόπημα σουρεαλιστικών αστείων που δεν σε αφήνουν να ησυχάσεις στιγμή ως θεατής και να σκεφτείς γιατί ξεκαρδίστηκες ξανά. Κι έτσι την ώρα που οι πρώτες κωμωδίες της θεότρελης ομάδας έχουν παλιώσει κομματάκι σήμερα, η «Νύχτα» παραμένει αψεγάδιαστα σύγχρονη, όντας το magnum opus των Μαρξ και αναμφίβολα μια από τις αρτιότερες κωμωδίες που φτιάχτηκαν ποτέ. Και δεν είναι ότι την ψηφίζουν σταθερά οι κινηματογραφικές ενώσεις μέσα στις καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών, είναι ότι γελά με την καρδιά του το κοινό κάθε φορά, με τον ίδιο μάλιστα τρόπο όπως και πριν από 80 χρόνια. Γιατί τα υλικά του καλού γέλιου είναι διαχρονικά και αναλλοίωτα, αυτό αποδεικνύει η ταινία-σταθμός πέρα και πάνω από κάθε διθυραμβική κριτική. Αν έχει κάποια αξία, και πιθανότατα έχει, η «Σούπα πάπιας» ήταν αυτή που πάτωσε εισπρακτικά και άφησε τους αδελφούς Μαρξ χωρίς δουλειά. Και θα ήταν το παιδί-θαύμα της MGM, ο παραγωγός Ίρβιν Θάλμπεργκ, αυτός που θα τους έλεγε να κοιτάξουν μπροστά, να βάλουν στις ταινίες τους ξεκάθαρη δομή, προσφέροντάς τους το συμβόλαιο που θα άλλαζε τις καριέρες τους. Χωρίς τον Ζέπο πια, που ακολούθησε μια νέα καριέρα πίσω από τις κάμερες ως ατζέντης τους, οι Γκράουτσο, Τσίκο και Χάρπο αποφάσισαν να κάνουν μια κωμωδία για όλους, από το πιο εξασκημένο κινηματογραφικά κοινό μέχρι και το πιο αθώο ακροατήριο. Μια οικογενειακή κωμωδία κοντολογίς που όλοι θα έβρισκαν κάτι να ταυτιστούν και να γελάσουν. Και το έκαναν με τρόπο αριστουργηματικό. Ο Χάρπο έγραψε χρόνια αργότερα: «Το πρόβλημά μας, έλεγε ο Ίρβινγκ, ήταν πως είμασταν ένας μεγάλος θίασος που χρησιμοποιούσε ευτελή υλικά», εύκολα οπτικά gags δηλαδή που θύμιζαν τις σλάπστικ κωμωδίες του Τσάρλι Τσάπλιν και του Μπάστερ Κίτον (που οι φήμες τον θέλουν να συνεισφέρει κι αυτός στο σενάριο της «Νύχτας»). Κι έτσι έβγαλαν στο προσκήνιο το αθυρόστομο πυροβόλο Γκράουτσο να εξαπολύει μύδρους γέλιου που δεν προφταίνεις να χωνέψεις, βάζοντας δυο κανονικούς σεναριογράφους να σκαρώσουν έναν σκελετό που θα περιόριζε τις αυτοσχεδιαστικές τρέλες των Μαρξ. Σε κείνη μάλιστα την παρθενική συνάντηση με τον νέο παραγωγό τους, ο Θάλμπεργκ αναρωτήθηκε αν τα τρία πια αδέλφια Μαρξ θα του κόστιζαν λιγότερο από τα τέσσερα του παρελθόντος: «Μην είσαι χαζός», του είπε ο Γκράουτσο, «χωρίς τον Ζέπο αξίζουμε τουλάχιστον διπλάσια»! Και έτσι ακριβώς είναι και η ταινία τους. Ποιος να δει και να ξεχάσει τη σκηνή που 15 νοματαίοι στριμώχνονται στη μικροσκοπική καμπίνα του Γκράουτσο; Ή όταν Γκράουτσο και Τσίκο συμφωνούν με τους όρους του συμβολαίου σκίζοντας όλους τους επίμαχους όρους καταλήγοντας με ένα μικρό κομματάκι χαρτί; Σκηνές που δεν ανήκουν μόνο στην ανθολογία της κωμωδίας αλλά και στις καρδιές του απανταχού κοινού που αρέσκεται να γελά. Η «Νύχτα στην όπερα», το έκτο φιλμ τους, κρατά όμως ακόμα άσβεστο και το αναρχικό πνεύμα των Μαρξ της προηγούμενης περιόδου τους, με τα λυσσαλέα κυνηγητά και τους οπτικο-ηχητικούς παροξυσμούς που τους είχαν στείλει στην κορυφή του σλάπστικ (και τους γκρεμοτσάκισαν αργότερα). Παρά την αστρονομική επιτυχία της ταινίας στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν, όταν έκαναν εκείνη τη δοκιμαστική προβολή της στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια, λίγο πριν βγει στις αίθουσες, το κοινό ήταν σαστισμένο. Κανείς δεν γέλασε, κάνοντας τον Γκράουτσο να θέλει να αυτοκτονήσει (αλήθεια αυτό) και τον Τσίκο να δικαιολογείται πως το κοινό ήταν παγωμένο από τον πρόσφατο αιφνίδιο θάνατο του δημάρχου τους! Την ώρα που ο σοβαρός, συντηρητικός και χωρίς καθόλου χιούμορ σκηνοθέτης Σαμ Γουντ ήταν έτοιμος να ξαναμπεί στο στούντιο για να μοντάρει εκ νέου το φιλμ, ο ψυχραιμότερος Θάλμπεργκ αποφάσισε να κάνει και μια δεύτερη δοκιμαστική προβολή στο Σαν Ντιέγκο την επομένη. Και το κοινό παραληρούσε από τα γέλια, πέφτοντας ακόμα και από τις θέσεις τους. Όπως θα έκανε και κάθε κοινό μετέπειτα. Η αντίδραση του κόσμου στο Λονγκ Μπιτς παραμένει ακόμα και σήμερα μυστήριο. Το πώς διέλυσαν κυριολεκτικά οι τρεις αδελφοί τον αριστοκρατικό και σνομπ κόσμο της όπερας, σαμποτάροντας τους ψηλομύτες αστούς στο πέρασμά τους, είναι αυτό που βλέπουμε στις οθόνες μας, αν και δεν γελάμε γι’ αυτό. Οι Γκράουτσο, Τσίκο και Χάρπο τα δίνουν κυριολεκτικά όλα, ξεζουμίζοντας το άπλετο ταλέντο τους για να παραδώσουν ένα μνημείο κωμωδίας, ένα εκπληκτικό αμάλγαμα σαρκασμού και καθαρόαιμης φάρσας που ισορροπεί ακροβατώντας μεταξύ χοντροκομμένων οπτικών gags και σπιρτόζικης πρόζας. Απίστευτες ανατροπές, διακριτικό ρομάντζο, ακόμα και ερωτική διάθεση έχει αυτό το παραλήρημα της έβδομης τέχνης, ένα αναπόσπαστο μάθημα για κάθε σπουδαστή κινηματογράφου και υποκριτικής, μα κυρίως μια ταινία που βιώνεται με όλες τις αισθήσεις και γελάς και ξαναγελάς όσες φορές και να δεις. Γιατί είναι αλήθεια πως μια φορά δεν φτάνει! Με τους Χάρπο και Τσίκο να επιφέρουν το χάος στην κακομοίρα την όπερα που τους υποβαστάζει και τον Γκράουτσο την απαραίτητη κόλλα που κρατά όλα τα κομμάτια ενωμένα, το «Μια νύχτα στην όπερα» είναι ένας από αυτούς τους αρυτίδιαστους γερόλυκους της κωμωδίας που ανανεώνεται με την ίδια ταχύτητα που κάνουν και τα κινηματογραφικά κοινά. Δεν υπάρχει γενιά που δεν τη λάτρεψε και δεν θα υπάρξει κιόλας, καθώς είναι πλασμένη με τα ίδια τα υλικά του χιούμορ. Είναι λες και η κωμωδία κόλλησε σε εκείνο το μακρινό 1935 που το κοινό μονολογούσε για την ταινία και πήγαινε και ξαναπήγαινε να τη δει, φέρνοντάς της 3 ολόκληρα εκατομμύρια δολάρια και ενθρονίζοντας τους Μαρξ σε ένα βάθρο από το οποίο δεν θα έπεφταν ποτέ. Γιατί να τη δεις: Γιατί θα γελάσεις όπως ποτέ άλλοτε. Θα ξεκαρδιστείς με το παλιό σλάπστικ να διαπλέκεται με ακραίες χοντράδες, σουρεαλιστικές ατάκες και εξωφρενικές καταστάσεις, αλλά και την ίδια στιγμή «εγκεφαλικό» χιούμορ, ακόμα και φλέγμα. Όλη την ιστορία της κωμωδίας σε 91 λεπτά δηλαδή! Μιάμιση ώρα καθηλωτικής κωμωδίας που θα σε βρει να χτυπιέσαι από τα γέλια στην καρέκλα. Η πιο αστεία και φασαριόζικη ταινία του σινεμά θα στείλει όλες τις άλλες ένα σκαλί παρακάτω. Κι αν αυτός είναι αφορισμός, θα τον προσυπέγραφε και ο Γκράουτσο, κι αυτό φτάνει προφανώς. Καθώς με το πηγαίο του χιούμορ θεωρούσε τη «Νύχτα στην όπερα» όχι μόνο την καλύτερη δουλειά τους, αλλά την καλύτερη ταινία του κινηματογράφου!
«Μια νύχτα στην όπερα»
Παραγωγή: Αμερική (MGM) Σκηνοθεσία: Σαμ Γουντ Πρωταγωνιστούν: Γκράουτσο Μαρξ, Τσίκο Μαρξ, Χάρπο Μαρξ, Μάργκαρετ Ντιμόν, Άλαν Τζόουνς, Κίτι Καρλάιλ