Ως η «μητέρα» όλων των δαιμονισμένων ταινιών εκεί έξω, «Το μωρό της Ρόζμαρι» (1968) μοιάζει στοιχειωμένο και σατανικό ήδη από τους τίτλους της αρχής του, λες και το σενάριο υπέγραψε κανένας άλλος από την απόλυτη προσωποποίηση του κακού, τον εωσφοριστή Άλιστερ Κρόουλι. Ένα νεαρό ζευγάρι μετακομίζει λοιπόν σε μια διαβόητη πολυκατοικία της Νέας Υόρκης για να αρχίσει την κοινή ζωή του. Μόνο που κάτω από την ψευδεπίγραφη εξωτερική ομαλότητα, η Ρόζμαρι υποπτεύεται πως το αγέννητο παιδί της δεν είναι ακριβώς ασφαλές από τους παράξενους γείτονες που την κυκλώνουν. Αυτή είναι με δυο λέξεις η υπόθεση της ανυπέρβλητης ταινίας τρόμου που έδειξε στην ανθρωπότητα πώς ένας γείτονας που ζει μερικές πόρτες παρακάτω μπορεί να είναι πιο επικίνδυνος από όλα τα κακά του κόσμου, κρύβοντας μοχθηρά μυστικά. Και φέρνοντας τον φόβο μέσα στην ίδια την πολυκατοικία, καταστρατηγώντας έτσι τη σύμβαση πως οι άνθρωποι που ζουν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο οφείλουν να ζουν αρμονικά. Ορόσημο σήμερα του σινεμά τρόμου και αναλυμένο από τη θεωρία του κινηματογράφου όσο δεν παίρνει, «Το μωρό της Ρόζμαρι» έχει πολλά να μας πει τόσο για την ίδια την εποχή του όσο και τα υλικά από τα οποία είναι πλασμένο. Βασισμένο στο ομώνυμο μπεστ σέλερ μυθιστόρημα του Ira Levin, ήταν να το σκηνοθετήσει ο Γουίλιαμ Καστλ, του επίσης κλασικού σήμερα «Σπιτιού στον στοιχειωμένο λόφο» (1959), μόνο που ο σκηνοθέτης φοβήθηκε τελικά πως δεν θα κατάφερνε να το δικαιώσει, κι έτσι το πάσαρε στον Ρόμαν Πολάνσκι (κρατώντας τελικά τον ρόλο του παραγωγού). Ο οποίος το πήρε και το απογείωσε, παραδίδοντάς μας μια ανατριχιαστική και κλειστοφοβική συνωμοσία που απειλεί τον πιο ευάλωτο από όλους τους ανθρώπους, μια εύθραυστη έγκυο γυναίκα που περιμένει να γίνει μητέρα. Το χολιγουντιανό ντεμπούτο του Πολάνσκι πυροδότησε μια τρέλα με σατανικά μωρά, στοιχειωμένες εγκυμοσύνες και διαβολεμένες ταινίες καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970 (όπως τον «Εξορκιστή» του 1973 και τον «Οιωνό» του 1976), όντας στα χρόνια του το βαρύ πυροβολικό του τρόμου. Όπως μας λέει εξάλλου και ο θεωρητικός του σινεμά Michael Brooke, «Το μωρό της Ρόζμαρι» συνεχίζει να θεωρείται «μέσα στην τριάδα των αμερικανικών ταινιών τρόμου της δεκαετίας του 1960 που θα μονοπωλούσαν το είδος για τις τουλάχιστον δύο επόμενες δεκαετίες», δίπλα στο «Ψυχώ» (1960) και τη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» (1968) δηλαδή. Και ήταν μια από τις λίγες μάλιστα φορές που οι κριτικοί κινηματογράφου φάνηκε να συμφωνούν: «Το μωρό της Ρόζμαρι» είναι μια πειστική και τρομακτική ιστορία σατανισμού και εγκυμοσύνης που σε αγγίζει ως το μεδούλι, με όχημα πάντα την απίστευτη ερμηνεία της Μία Φάροου. Και όπως θέλει ο -πλαστός- κινηματογραφικός μύθος, ο Πολάνσκι, που δεν είχε διασκευάσει ποτέ του μυθιστόρημα, δεν ήξερε ότι μπορούσε να κάνει αλλαγές στο υλικό, καταλήγοντας σε ένα σενάριο πιστό αντίγραφο του μοναδικού βιβλίου του Levin. Η νεαρή πρωταγωνίστρια του φιλμ πιστεύει ότι το μωρό της δεν ανήκει στον κόσμο μας, μια υποψία που ενισχύεται διαρκώς από τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα που περιβάλλει την περίεργη νεοϋορκέζικη πολυκατοικία με τους ηλικιωμένους ενοίκους και τις ανατριχιαστικές ιστορίες που τη συνοδεύουν. Παρά τις λυσσαλέες εντάσεις της, ο άνεργος ηθοποιός σύζυγός της (ο μεγάλος σκηνοθέτης του ανεξάρτητου σινεμά Τζον Κασσαβέτης) πιάνει φιλίες με ένα εκκεντρικό ζευγάρι και σύντομα βρίσκει ρόλους με τη σέσουλα στο Μπρόντγουεϊ. Όταν μείνει τελικά έγκυος, έπειτα από έναν εφιάλτη όπου βιάζεται από ένα Θηρίο, οι γείτονες αρχίζουν να επιδεικνύουν ένα παράξενο ενδιαφέρον για κείνη και την κύησή της. Η Ρόζμαρι γίνεται ολοένα και πιο άρρωστη, πιο παρανοϊκή με τον αλλόκοτο θίασο των ανθρώπων που την περιζώνουν, μια φρικιαστική αλήθεια που θα αποκαλυφθεί αμέσως μόλις γεννήσει και της πάρουν το μωρό. Η υποβλητική σκηνοθεσία του Πολάνσκι μεταμορφώνει τον ρεαλιστικό αυτό κόσμο όπου ζει το ζευγάρι σε μια δυσοίωνη προβολή των φόβων της εγκύου, κάνοντας τον μεταφυσικό τρόμο και την υπαρξιακή αγωνία εξόχως οικεία. Πώς; Αφήνοντας εκτός κάδρου τα πιο τρομακτικά πράγματα! Το πραγματικά γκροτέσκο επαφίεται στη φαντασία του θεατή, κάτι που μετατρέπει το «Μωρό» σε ένα υπαινικτικό αριστούργημα με πλήθος θρησκευτικών και παραθρησκευτικών αναφορών, αλλά και ένα σωρό συμβολισμούς. Η θεωρητική σκέψη έχει μιλήσει πολύ για την ταινία του Πολάνσκι συζητώντας διεξοδικά το πώς η πρόδηλη θρησκευτική θεματολογία της διαπλέκεται με τη συναισθηματική συγκίνηση, την ψυχολογία του εγώ και την κοινωνική ψύχωση με την εγκυμοσύνη και τη νέα ζωή. Η παρείσφρηση της μαγείας και του σατανισμού μέσα σε έναν πατριαρχικά δομημένο κόσμο όξυνε τη διαρκή υπόνοια του κινδύνου και της παράνοιας που ελλοχεύει στις σύγχρονες κοινωνίες μας. Είναι αυτό το δεύτερο επίπεδο που υποβόσκει που έστειλε «Το μωρό της Ρόζμαρι» στο πάνθεο των ταινιών τρόμου, δείχνοντάς μας την απήχηση που έχει, τόσο ρητά όσο και σιωπηρά, η θρησκεία και τα σημεία όπου εφάπτεται με αμφιλεγόμενα θέματα όπως η δεισιδαιμονία και ο αποκρυφισμός. Η ταινία βρίθει από σκηνές που δοξάζουν τη σημειολογία, δείχνοντάς μας πως η προαιώνια μάχη του καλού με το κακό όχι μόνο δεν έχει κριθεί, αλλά θα αποτιμηθεί κιόλας στα μάτια του θεατή. Πολυεπίπεδο δραματουργικά και σκηνοθετημένο δεξιοτεχνικά, το φιλμ αποσκοπεί να δώσει ένα οριστικό τέλος στην ψευδαίσθηση της ευτυχίας όντας ταυτοχρόνως ένα καθηλωτικό θρίλερ που αποφεύγει μαεστρικά όλες τις ευκολίες του είδους. Ο Πολάνσκι δεν χρησιμοποιεί κλισέ και δοκιμασμένες συνταγές, ούτε καταφεύγει στη φτηνή ανατριχίλα. Αντιθέτως, διηγείται με ωμό ρεαλισμό μια μεταφυσική ιστορία, βυθίζοντάς μας σε έναν εφιάλτη χωρίς τέλος, έναν εφιάλτη σκαρωμένο τόσο μεθοδικά και με τέτοιο σασπένς που θα έκανε ακόμα και τον Χίτσκοκ να του βγάλει το κατάμαυρο καπέλο του. Η πραγματικότητα συνυπάρχει με την παραίσθηση, η υπόνοια με το γεγονός, σε ένα παιχνίδι φωτός-σκιάς που ισοπεδώνει εύκολα τις όποιες αντιστάσεις κουβαλάς ως θεατής και ως άνθρωπος. Αν η εμπειρία της Ρόζμαρι είναι ανελέητα σαδιστική, καθώς καταβυθίζεται στο κακό που ελλοχεύει δίπλα της (και μέσα της τελικά), και εμείς την απολαμβάνουμε σε κάθε της σημείο, αυτό λέει αναγκαστικά κάτι και για μας τους ίδιους. Αυτή είναι η παγίδα που έστησε ο Πολάνσκι στο σινεμά το ίδιο και έπεσαν μέσα της θεατές και κριτικοί. Το διαβολικό μωρό δεν θα το δούμε τελικά ποτέ, απλά και μόνο γιατί δεν χρειάζεται να το δούμε. Ξέρουμε ότι είναι εκεί, ένας κολασμένος σπόρος του Εωσφόρου στην κούνια του, αλλά και γέννημα-θρέμμα των ίδιων μας των εμμονών και των πλανών με τις οποίες δομήσαμε τη δυτική κοινωνία μας και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Το μωρό της Ρόζμαρι απαντά ίσως στο αν υπάρχει το απόλυτο κακό, μόνο που δεν μας λέει ποτέ αν είναι όντως ενσώματο ή αν εδράζεται αντιθέτως στο μυαλό μας, κάτι που προφανώς έχει τη σημασία του. Ο αριστουργηματικός Πολάνσκι έφτιαξε μια φαινομενικά και απατηλά ταινία τρόμου, αν και στην ουσία παρέδωσε στο σινεμά μερικά σημαντικά κλειδιά αφήγησης. Και στους θεατές πράγματα με το τσουβάλι να σκέφτονται. Και σε μια διεστραμμένη λες αίσθηση ειρωνείας, την ίδια χρονιά που βγήκε «Το μωρό της Ρόζμαρι» στη σκοτεινή αίθουσα, η έγκυος σύζυγος του Πολάνσκι, η ηθοποιός Σάρον Τέιτ, δολοφονήθηκε από τη σατανιστική σέχτα του Μάνσον. Αφήνοντας προφανώς στο περιθώριο τόσο της ζωής του όσο και της ταινίας του τα πολυάριθμα βραβεία που πήρε (όπως το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου) και τους διθυράμβους των κριτικών. Γιατί να το δεις: Γιατί μπορεί να το χαρακτηρίζουν ως μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών και μεγάλη αγαπημένη του ίδιου του Κιούμπρικ, το «Μωρό» είναι ωστόσο πολλά περισσότερα από μια απλή κατηγοριοποίηση. Ένα από αυτά τα κλασικά φιλμ που αρνούνται να χωρέσουν σε κατηγορίες και κινηματογραφικές μήτρες, υπερβαίνοντας τα όρια του ίδιου του σινεμά. Ο κίνδυνος είναι ο άλλος ή μήπως ο εαυτός μας; Σε αυτό θα απαντήσεις τελικά ζώντας τον μακάβριο εφιάλτη της κατατρεγμένης Ρόζμαρι και του σατανικού σπόρου που κυοφορεί και «έχει τα μάτια του πατέρα του»…
«Το μωρό της Ρόζμαρι»
Παραγωγή: Αμερική Σκηνοθεσία: Ρόμαν Πολάνσκι Πρωταγωνιστούν: Μία Φάροου, Τζον Κασσαβέτης, Ρουθ Γκόρντον, Σίντνεϊ Μπάκμερ, Μόρις Έβανς, Ραλφ Μπέλαμι