Μέχρι τις πρόσφατες αλλαγές, οι στρατιωτικές δαπάνες στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονταν σε μια μακρά, απότομη και καθοδική πορεία από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, με μέσο όρο 1,3% του ΑΕΠ μεταξύ 2014 και 2018.

Αποτέλεσμα αυτών των μειωμένων αμυντικών δαπανών είναι οι εξωτερικές δεσμεύσεις και φιλοδοξίες της Ευρώπης να μην υποστηρίζονται από μία πραγματική ικανότητα προώθησής τους ή υπεράσπισής τους, αλλά να βασίζονται σύμφωνα με τον καθηγητή και συνεργάτη στο Ινστιτούτο Hoover του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, Jakub Grygiel, σε ουτοπικές αντιλήψεις τόσο για τις διεθνείς σχέσεις, όσο και για την ισχύ – η οποία θεωρείται ως μια άπειρη δεξαμενή ελκυστικότητας της ίδιας της Ευρώπης και όχι ως ο περιορισμένος και αναλώσιμος πόρος που είναι.

Ευρώπη

Αυτό το χάσμα, γράφει ο Grygiel στο άρθρο του με τον τίτλο «Europe Still Lives in a Security Utopia», έχει δύο επιπτώσεις στις γεωπολιτικές τύχες της ηπείρου. Πρώτον, δημιουργεί βαθιά εσωτερικά ρήγματα. Πολλές από τις σημερινές διαιρέσεις της Ευρώπης όσον αφορά την εξωτερική πολιτική οφείλονται, τουλάχιστον εν μέρει, στο γεγονός ότι οι δεσμεύσεις της υπερβαίνουν τα μέσα που διαθέτει και, ως εκ τούτου, οι συζητήσεις για την ασφάλεια ενισχύουν τις διαφωνίες για άλλα, λιγότερο σημαντικά ζητήματα.

Το δεύτερο αποτέλεσμα μιας αφερέγγυας εξωτερικής πολιτικής είναι ότι προκαλεί την επιθετικότητα. Μια αφερέγγυα εξωτερική πολιτική, επομένως, αποδυναμώνει το κράτος εσωτερικά και ταυτόχρονα προσκαλεί τους εχθρούς να διερευνήσουν τις περιμετρικές άμυνες του κράτους.

Η ευφορία των Ευρωπαίων για τη φαινομενική επιτυχία του πολιτικού και οικονομικού τους σχεδίου ειρηνικής ενοποίησης επίσης αγνοεί σε μεγάλο βαθμό την υποστήριξη των ΗΠΑ. Η ευρωπαϊκή αρμονία άνθισε με τα χρήματα και τα όπλα των ΗΠΑ. Πολλοί Ευρωπαίοι, σύμφωνα με τον Grygiel, κατέληξαν να πιστεύουν ότι η ασφάλεια και η ευημερία τους ήταν ένα φυσικό δικαίωμα – μια ανταμοιβή για την ηθική τους ανωτερότητα.

Ευρώπη - ΗΠΑ

Οι εχθροί, κατά την άποψή τους, δεν αποθαρρύνονταν από τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ, αλλά μάλλον από την ανακάλυψη από την Ευρώπη ενός προοδευτικού δρόμου προς τη συνεργασία και την ειρήνη.

Μία λύση για την αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ είναι η Ένωση να διεκδικήσει λιγότερα και να κάνει ένα βήμα πίσω. Ωστόσο, η γηραιά ήπειρος είναι πλέον δύσκολο να απαρνηθεί ορισμένες από τις εξωτερικές δεσμεύσεις της. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, για παράδειγμα, η επίθεση της Ρωσίας καθιστά εξαιρετικά επικίνδυνη μια υποχώρηση της ευρωπαϊκής δέσμευσης στην εξωτερική πολιτική και η απόρριψη μιας τέτοιας δέσμευσης θα χάριζε στη Ρωσία μία τεράστια στρατηγική νίκη.

Παρομοίως, η σημασία των θαλάσσιων οδών της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού δεν μπορεί απλώς να παραβλεφθεί – οι ευρωπαϊκές οικονομίες εξαρτώνται από την ασφαλή διέλευση των πλοίων από αυτά τα ύδατα. Και η αγνόηση της Βόρειας Αφρικής και του Λεβάντε θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανεξέλεγκτη μετανάστευση προς την Ευρώπη.

Επομένως, ο μόνος δρόμος για την Ευρώπη είναι να κάνει περισσότερα αυξάνοντας τη στρατιωτική της ισχύ, ώστε να μπορεί να καλύψει τις δεσμεύσεις της εξωτερικής της πολιτικής.

Ο Grygiel γράφει πως για να το κάνει αυτό, η Ευρώπη -όπως και οι Ηνωμένες Πολιτείες τις τελευταίες δεκαετίες- θα πρέπει να αποδεχθεί υψηλότερο χρέος.

Η προσπάθεια διατήρησης ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού είναι αξιοθαύμαστη, ωστόσο σύμφωνα με τον καθηγητή σε ορισμένες ιστορικές στιγμές μπορεί να είναι αυτοκτονική, όπως έδειξε έξαλλου ο βρετανικός αφοπλισμός στη δεκαετία του 1930. Επομένως, η Ευρώπη, και ιδίως η Γερμανία, θα πρέπει να άρει τους αυστηρούς δημοσιονομικούς της κανόνες.

Πάντως, η ανακοίνωση στις αρχές Μαρτίου, της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, του εκτελεστικού βραχίονα της ΕΕ, ενός σχεδίου ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ (872 δισεκατομμυρίων δολαρίων) για την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της, καθώς και το νέο δημοσιονομικό «άνοιγμα» της γερμανικής κυβέρνησης υποδηλώνουν πως η Ένωση φαίνεται πλέον να «παίρνει στα σοβαρά» την άμυνά της.