Μα «ποιος είναι ο Κάιζερ Σόζε;», αστειεύονται ακόμα οι κινηματογραφόφιλοι στα πηγαδάκια των σινεμά, καθώς αυτό μας άφησε κληρονομιά το εξαιρετικό νεο-νουάρ του 1995. Αλλά και ένα τσούρμο ανατροπών από αυτές που τόσο αγαπάμε ως κοινό.
Για όποιον νομίζει λοιπόν πως έχει δει πολλές ταινίες μυστηρίου και ξέρει απέξω και ανακατωτά τα κόλπα σεναριογράφων και σκηνοθετών, για όποιον ισχυρίζεται αυθάδικα πως το κινηματογραφικό σασπένς δεν έχει τι άλλο να του πει, γι’ αυτούς ακριβώς έχουν φτιαχτεί οι «Συνήθεις ύποπτοι», πέντε τσαρλατάνοι του υπόκοσμου που συναντήθηκαν για πρώτη φορά στον φυσικό τους χώρο, τα κρατητήρια της αστυνομίας, για να γεννήσουν μια αφηγηματική σπαζοκεφαλιά που θα ζήλευε όλο το φιλμ-νουάρ μονομιάς!
Η καλοδουλεμένη αυτή ιστορία με κλέφτες και αστυνόμους παρουσιάζεται σε μας με μόνιμα flashbacks μέσα από την υποκειμενική αφήγηση ενός σακάτη μικροκακοποιού, που σέρνεται κι αυτός στην αστυνομία ως συνήθης ύποπτος, ένα σεναριακό αγκίστρι που θα πιάσει αργότερα πολλά ψάρια. Πόσα; Όσα και οι θεατές.
Πέντε συνήθεις ύποπτοι υποβαστάζουν λοιπόν στις κακόφημες πλάτες τους όλη την ιστορία, μια περιπέτεια που ξεδιπλώνεται μέσα από τη σιβυλλική ατάκα του σακάτη Ρότζερ «Βέρμπαλ» Κιντ (Κέβιν Σπέισι) στον μονίμως δύσθυμο αστυνομικό (Τσαζ Παλμιντέρι): «Το καλύτερο κόλπο που έκανε ποτέ ο Διάβολος είναι να πείσει τον κόσμο πως δεν υπάρχει».
Αυτή είναι ουσιαστικά η ραχοκοκαλιά της αριστουργηματικής δεύτερης ταινίας του άγνωστου τότε Μπράιαν Σίνγκερ, μια αποκάλυψη του Φεστιβάλ του Σάντανς που θα χάριζε στον Κέβιν Σπέισι το πρώτο του Όσκαρ και θα τον έβαζε στο κάδρο της υποκριτικής. Είναι όμως και η ατάκα-κλειδί μιας ιστορίας που όσο ξεδιπλώνεται τόσο περισσότερο γίνεται σαφές πως τίποτα δεν είναι όπως δείχνει.
Κι έτσι ό,τι ξεκινά σαν ένα παραδοσιακό νεονουάρ, εξελίσσεται σε κάτι ολότελα διαφορετικό, σαν αυτή την έκρηξη στο πλοίο που άφησε 27 ανθρώπους νεκρούς αλλά και 91 τόνους κοκαΐνης εξαφανισμένους. Ο αφελής σακάτης Κιντ είναι τώρα ο μόνος μάρτυρας, δεν παύει όμως να είναι και βασικός ύποπτος σε μια ιστορία που έχει λάβει χώρα πέντε μέρες πριν, όταν και τον έσυραν στο κρατητήριο ως συνήθη ύποπτο, πλάι σε άλλους τέσσερις του συναφιού του.
Τον οξύθυμο χιπστερά κακοποιό ΜακΜάνους (Στίβεν Μπάλντουιν), τον ακόμα πιο κακότροπο κακούργο Χόκνεϊ (Κέβιν Πόλακ), τον ξιπασμένο εξυπνάκια Φένστερ (Μπενίσιο ντελ Τόρο) και τον πρώην διεφθαρμένο μπάτσο που πήρε τον κακό δρόμο και προσπαθεί τώρα να επανορθώσει Κίτον (Γκάμπριελ Μπερν).
Εκεί θα συλλάβουν ένα νέο σχέδιο για μια ληστεία κοσμημάτων, την οποία κάνουν και πάνε στο Λος Άντζελες για τη μοιρασιά, όταν ο κλεπταποδόχος τούς ρωτά αν ενδιαφέρονται για κάτι εύκολο και γρήγορο. Το νέο κόλπο πάει όμως στραβά, όταν και τους επισκέπτεται ο εκπρόσωπος (Πιτ Ποστλγουέιτ) του διαβόητου εγκληματικού εγκεφάλου που ακούει στο όνομα Κάιζερ Σόζε, ενός τόσο περιβόητα κακού και τρελού τούρκου εγκληματία που όταν κάποιος απείλησε να του σκοτώσει την οικογένεια, την ξέκανε μόνος του για να του δείξει πως δεν φοβάται κανέναν.
Τα πέντε μούτρα και οι ταραγμένες σχέσεις τους είναι όλη η ταινία, ένα μαγευτικό νουάρ που δεν βασίζεται μόνο στις αριστουργηματικές ερμηνείες, αλλά και σε ένα σενάριο γεμάτο ανατροπές. Ανατροπές που έχουν χαντακώσει ταινίες και ταινίες, καθώς αυτά είναι δύστροπα πράγματα και πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ και γνώση.
Μόνο που οι «Συνήθεις ύποπτοι» μοιάζουν να ακροβατούν μαεστρικά ανάμεσά τους, καθώς ούτε σε ευκολίες καταφεύγουν ούτε σε εξαπατούν, ένα από τα ενοχλητικότερα πράγματα για τον θεατή, αφού όλα είναι μια καλοστημένη παραπλάνηση. Οι δικές τους ανατροπές και η ξακουστή ανατροπή του φινάλε όχι μόνο δεν ενοχλούν, αλλά κάνουν την ταινία να φαντάζει πιο έξυπνη από σένα. Αυτός είναι εξάλλου ο πιο εύστοχος πυροβολισμός της, που σε βρίσκει στο δόξα πατρί και σε κάνει να την ερωτευτείς μια για πάντα.
Ένας πιτσιρικάς σκηνοθέτης, 30 χρονών ήταν ο Μπράιαν Σίνγκερ τότε, έφτιαξε μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας και αναμφίβολα ένα από τα πλέον μνημειώδη νεονουάρ του σινεμά με μόνα υλικά τις σεναριακές ανατροπές. Αλλά και αυτοί οι κακοποιοί του στη γραμμή αναγνώρισης της αστυνομίας, ποιος να ξεχάσει τη σκηνή;
Ο θρύλος θέλει μάλιστα τους ηθοποιούς να μην ξέρουν ποιος είναι ο Κάιζερ Σόζε ακόμα και μετά το τέλος των γυρισμάτων, νομίζοντας ο καθένας πως αυτός ήταν ουσιαστικά ο μυστηριώδης κακός. Κάτι που ώθησε τον Γκάμπριελ Μπερν, τον μόνο γνωστό τότε από το καστ, να τα πει ένα χεράκι με τον σκηνοθέτη μετά το τέλος της δοκιμαστικής προβολής, όταν είδε δηλαδή πως δεν ήταν καν ο πρωταγωνιστής του φιλμ, όπως είπε αυθαίρετα(;) πιστέψει.
Μια υπέροχη ιστορία μυστηρίου και προδοσίας, βίας αλλά και καθαρής αντρίλας, κυνισμού και αναδρομών, είναι αυτή που εξυφαίνουν οι «Συνήθεις ύποπτοι» στον αργαλειό του σφιχτοδεμένου, ευφυούς σεναρίου και των τόσο διαφορετικών χαρακτήρων ώστε να βρεις τελικά κάποιον να ταυτιστείς μέσα στον ιστό της απάτης και των ψεμάτων που ξέρεις ότι κανείς τους δεν θα τη βγάλει καθαρή.
Αν και υπάρχει κάποιος ανάμεσά τους που ξεχωρίζει αναγκαστικά: η σεναριακή πλοκή, αυτό το μικρό δραματουργικό διαμάντι που ακόμα και όταν σε ξεγελά, υποδέχεσαι με χάρη το πόσο αφελής στάθηκες απέναντί της. Οι συνήθεις ύποπτοι έχουν γίνει εξάλλου φίλοι σου, δικοί σου άνθρωποι, και συμπάσχεις με τα δεινά στα οποία τους έχει υποβάλλει αυτή η μεγαλύτερη από τα δόντια τους δύναμη που πλανάται σαν φάντασμα πάνω από την ταινία. Ναι, ο Κάιζερ Σόζε.
Πρόσθεσε σε όλα αυτά το υπέροχο μοντάζ και το στιλιζαρισμένο γύρισμα του Σίνγκερ και έχεις μπροστά σου όλα τα βασικά συστατικά του καλού σασπένς. Μια φαινομενικά απλή πλοκή που κρατιέται φρέσκια μέσα σε πολλαπλά στρώματα απάτης, ανατροπών και προσδοκιών που δεν επιβεβαιώνονται, πριν σου τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια σου και δεν πιστεύεις στα μάτια σου!
Γιατί ο μεγάλος κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Έμπερτ έθαψε την ταινία όσο λίγες στη σπουδαία καριέρα του, αυτό παραμένει μια από τις μεγάλες απορίες όλων, δίνει ωστόσο το κατιτίς παραπάνω στους «Ύποπτους»: «Στον βαθμό που καταλαβαίνω, δεν με νοιάζει. Ήταν ωστόσο κάπως ανακουφιστικό στο τέλος της ταινίας να ανακαλύπτω ότι τελικά είχα καταλάβει ό,τι έπρεπε να καταλάβω. Ήταν απλώς πως υπήρχαν λιγότερα να καταλάβω απ’ ό,τι έθετε η ταινία στην αρχή», είχε γράψει πικρόχολα. Τον είχε ενοχλήσει, όπως γράφει, η χειραγώγηση του σεναρίου και η εξαπάτησή του, αυτά δηλαδή που κάνουν την ταινία μεγαλειώδη, μια ταινία που θα έστελνε αργότερα στη λίστα με τις πιο μισητές ταινίες του όλων των εποχών!
Γιατί να τη δεις: Γιατί είναι ένα καλοκουρδισμένο και εικαστικά θεσπέσιο νουάρ σαν αυτά που έφτιαχναν παλιά, με τόσες ανατροπές και σεναριακά αγκίστρια που θα φανεί σύντομα πόσο μικρό ψάρι είσαι για τα νερά του. Ο ίδιος ο Σίνγκερ περιέγραφε το φιλμ του σαν το νουάρ-αρχέτυπο «Με διπλή ταυτότητα» (1944) του Μπίλι Γουάιλντερ να συνάντησε το «Ρασομόν» (1950) του μεγάλου Ακίρα Κουροσάβα.
Στον δισεπίλυτο αυτό χιτσκοκικό γρίφο θα γίνεις κι εσύ συνένοχος, θες δεν θες, και η έκπληξη θα είναι το αίσθημα που θα κυριαρχήσει τελικά. Ακόμα και η λύση, όταν έρθει, θα λύσει ουσιαστικά πολύ λίγα, εκτός κι αν πολύ λίγα ήταν να λυθούν, κάτι που είναι πάντα μια πιθανότητα…
«Συνήθεις ύποπτοι»
Παραγωγή: Γερμανία-Αμερική
Σκηνοθεσία: Μπράιαν Σίνγκερ
Πρωταγωνιστούν: Γκάμπριελ Μπερν, Κέβιν Σπέισι, Στίβεν Μπάλντουιν, Μπενίσιο ντελ Τόρο, Κέβιν Πόλακ, Τσαζ Παλμιντέρι, Πιτ Ποστλγουέιτ, Τζιανκάρλο Εσποζίτο