«Μα καλά, ποιος γυρίζει σήμερα έπη;», αναρωτιόνταν χωρίς περιστροφές οι παράγοντες της χολιγουντιανής αγοράς το 1999, όταν η Dreamworks ανακοίνωσε πως είχε προσλάβει τον Ρίντλεϊ Σκοτ για να φτιάξει ένα δράμα εποχής.
Ο «Μονομάχος» (2000) απομύζησε από το στούντιο κονδύλια μυθικών διαστάσεων, καθώς θύμιζε σε πολλά τον πολυέξοδο και εξεζητημένο τρόπο που έφτιαχνε κάποτε η αμερικανική κινηματογραφία ένα από τα πλέον αγαπημένα της είδη, το ιστορικό έπος. Μόνο που το έπος είχε πεθάνει εδώ και καιρό, ζώντας αναμφίβολα τον κολοφώνα του στις δεκαετίες του 1950 και του 1960!
Ο Σκοτ δεν πολυσκοτίστηκε γι’ αυτό, κι έτσι αναβίωσε την παλιά καλή συνταγή. Αφού έκαψε ένα ολόκληρο δάσος έξω από το Σάρεϊ της Αγγλίας -για την εναρκτήρια σκηνή με τη μάχη Ρωμαίων και γερμανικών φύλων-, πήγε μετά στο Μαρόκο, όπου σήκωσαν ένα αμφιθέατρο 30.000 θέσεων από λασπότουβλα, πριν εγκατασταθούν στη Μάλτα για τις σκηνές της Ρώμης. Όπου έχτισαν ξανά ένα Κολοσσαίο, αυτή τη φορά στο 1/3 του μεγέθους του αυθεντικού, απαλλάσσοντας την παραγωγή από άλλο 1 εκατ. δολάρια.
Με προϋπολογισμό που άγγιξε τα 103 εκατομμύρια, το σύγχρονο έπος έμελλε να είναι καλλιτεχνικός και εμπορικός θρίαμβος, η ταινία που αναβίωσε ένα είδος που αναγκάστηκε να αγκαλιάσει ξανά τόσο το Χόλιγουντ όσο και το κινηματογραφόφιλο κοινό. Έφερε πίσω τετραπλάσια ποσά, μάζεψε διθυραμβικές -κυρίως- κριτικές και οι συντελεστές του απέσπασαν βραβεία-βροχή, μεταξύ των οποίων και πέντε Όσκαρ (σε 12 υποψηφιότητες).
Ο Σκοτ έφτιαξε εξάλλου τον «Μονομάχο» του στην πεπατημένη δύο επών που λάτρεψε ως παιδί, του «Μπεν Χουρ» και του «Σπάρτακου», την ίδια ώρα που δεν ήθελε να αφήσει τίποτα στην τύχη. Αποζητούσε διακαώς να απεικονίσει τη ρωμαϊκή καθημερινότητα όσο πιο πιστά γινόταν στην πραγματική ιστορική εποχή, υπολόγιζε όμως χωρίς το Χόλιγουντ αλλά και την ίδια την πραγματικότητα, καθώς πολλά από τα ιστορικά γεγονότα χαρακτηρίστηκαν από τους ακαδημαϊκούς που προσέλαβε ως «εντελώς απίστευτα» για να παίξουν στην ταινία.
Ιστορικοί ήρθαν κι έφυγαν, πανεπιστημιακοί παραιτήθηκαν και άλλοι εκδιώχθηκαν κακήν κακώς και πολλά ακόμα επικά έλαβαν χώρα στα γυρίσματα της σημαντικότερης ταινίας στην κατηγορία της εδώ και μισό σχεδόν αιώνα από την εξαφάνιση του είδους (ως υπερπαραγωγή τουλάχιστον). Μόνο που αυτός ο Μάξιμος δεν παρέλειψε να δώσει απλόχερες δόσεις από τα απόλυτα συστατικά της επιτυχίας: θέαμα, εφέ, δράση, ίντριγκα και ανατροπές.
Ο δαφνοστεφής λοιπόν στρατηγός του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου βλέπει την οικογένειά του να σφαγιάζεται κατά διαταγή του αδίστακτου Κόμμοδου, ο οποίος δολοφόνησε τον πατέρα του για να ανέβει στο ύπατο αξίωμα της Ρώμης. Ο Μάξιμος θα πουληθεί τελικά σκλάβος και θα γίνει μονομάχος στην αιματοβαμμένη αρένα του Κολοσσαίου, όπου θα ψάξει μια εκδίκηση κολοσσιαίων προδιαγραφών.
Ο «Μονομάχος» είναι μια από αυτές τις ταινίες που δεν μπορείς να αγνοήσεις κινηματογραφικά, όποια κι αν είναι τα αισθήματά σου για το είδος. Παρά τα τεχνικά της λάθη και τις γκάφες με το σωρό, είναι ένας σωστός θρίαμβος του έπους, του ιστορικού δράματος που αναβίωσε ο αριστουργηματικός Ρίντλεϊ Σκοτ με τη χαρακτηριστική σκηνοθετική του σφραγίδα.
Όπως, ας πούμε, ότι έπλασε τον χαρακτήρα του Μάξιμου με τα παλιά (και άρα διαχρονικά) στοιχεία του ήρωα, αυτό το καλό που κερδίζει τελικά και βρίσκει τη θέση του στις καρδιές μας. Έστω κι αν είναι πληγωμένος, λαβωμένος από μια τραγική μοίρα που τον αναγκάζει να ψάξει εκδίκηση.
Η υποβλητική και στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία στήνει εντυπωσιακότατες σκηνές και η δράση εντός και εκτός αρένας σε καθηλώνει. Τα λάθη ομολογουμένως πολλά και κάποιοι ισχυρίζονται πως παραμένει το φιλμ με τις περισσότερες γκάφες στην ιστορία του σινεμά, ήταν όμως ένας σωστός θρίαμβος στην εποχή του στην επικράτεια της επιστράτευσης πλήθους ψηφιακών εφέ. Εφέ που στα χρόνια τους λογίστηκαν το λιγότερο «εκπληκτικά» (όπως η αριστουργηματική αναβίωση του μεγαλείου της Ρώμης), έστω κι αν σήμερα δεν μπορούν να πείσουν πολλές φορές για την αλήθεια τους. Πείθει όμως η σκηνοθεσία του μεγάλου μετρ, που καπελώνει τις ατέλειες και μας χαρίζει σκηνές μάχης χορογραφημένες με ακρίβεια, ένταση και στιλ.
Το «Gladiator» δεν θα διεκδικήσει δάφνες στην ιστορία του κινηματογράφου, διεκδίκησε και βρήκε όμως τη θέση του στις καρδιές του κοινού, ένα κατόρθωμα διόλου ευκαταφρόνητο για μια ταινία που κοντεύει να κλείσει εικοσαετία. Και παρά τα ψεγάδια της, είναι μια αξιόλογη περιπέτεια εποχής φτιαγμένη με τα υλικά του παλιού έπους. Δεν βλέπεις εξάλλου ιστορική αναπαράσταση, αλλά επική περιπέτεια, μια μυθοπλασία που σε βάζει από την αρχή στο κλίμα και σε συνοδεύει ως το τέλος, μπλέκοντας μεταφυσικές ανησυχίες με πραγματική βία και ονειροπόληση με αιματοχυσία.
Γιατί να τη δεις: Γιατί είναι μια τυπική αμερικανική υπερπαραγωγή, το είδος των ταινιών που μόνο το Χόλιγουντ ξέρει και μπορεί να κάνει και το κοινό είτε λατρεύει είτε μισεί. Λόγοι για μίσος δεν θα υπάρξουν πιθανότατα εδώ (εκτός κι αν έχεις μάτι αετού και δεν σου ξεφεύγει λάθος για λάθος), παρά μια δυνατή ψυχαγωγία 171 λεπτών που έχει όλα τα συστατικά της επιτυχίας και με το παραπάνω. Και φαντασμαγορικές μάχες, αλίμονο!
Να τη δεις όμως και για την ερμηνεία του Ράσελ Κρόου, που διατηρεί το συναισθηματικό βάθος και τις λεπτές υποκριτικές αποχρώσεις που απαιτεί ο διψασμένος για εκδίκηση ρόλος του. Αλλά και για τον εξίσου καλό Γιοακίν Φίνιξ, που μεταδίδει το διεστραμμένο της προσωπικότητας του Κόμμοδου και γίνεται όσο πιο αντιπαθής παίρνει.
Να τη δεις όμως και για την υπέροχη μουσική του Χανς Ζίμερ, που υπογραμμίζει τα πλάνα με λυρισμό ή βαρβαρότητα, παραδίδοντας ένα ραφινάτο και αψεγάδιαστο soundtrack που ακούγεται και ξέχωρα από την πρωτοκαθεδρία της εικόνας. «Πρέπει να σκοτώσω, οπότε σκοτώνω», λέει κάποια στιγμή ο Μάξιμος στον εκπαιδευτή των μονομάχων, Πρόξιμο, «αυτό είναι αρκετό». Και για μια ολόκληρη ταινία, ήταν και παραήταν…
«Ο μονομάχος»
Παραγωγή: Αμερική
Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ
Πρωταγωνιστούν: Ράσελ Κρόου, Γιοακίν Φίνιξ, Κόνι Νίλσεν, Όλιβερ Ριντ, Ρίτσαρντ Χάρις, Ντέρεκ Τζακόμπι, Τζίμον Χούνσου, Ντέιβιντ Χέμινγκς