Θα έχει άραγε κάποια από τις σημερινές ταινίες δράσης τη μακροβιότητα και την απήχηση του δυστοπικού έπους του 1984; Μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας δηλαδή που οι θεωρητικοί του σινεμά ερίζουν ακόμα αν είναι καθαρό sci-fi ή τρόμου, αν και αυτή το μόνο που έκανε είναι να εκτοξεύσει τις καριέρες του Τζέιμς Κάμερον και του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ στη στρατόσφαιρα, γεννώντας στην πορεία τη δημοφιλέστερη κινηματογραφική προφητεία για το τέλος του κόσμου και την υποταγή του ανθρώπινου είδους στις μηχανές.
Ναι, ο «Terminator» (1984) όλα αυτά, που με αυτό το κακοπαιγμένο «I’ll be back» καθιέρωσε τον Άρνι στο Χόλιγουντ μέσα σε μια νύχτα. Έστω κι αν περιμένουμε 57 ολόκληρα λεπτά για να το ακούσουμε.
Δύο χρόνια μετά το αριστουργηματικό «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ είναι σειρά του Κάμερον λοιπόν να απογειωθεί στα σινεματικά άστρα με τον πρώτο «Εξολοθρευτή» του, μια ταινία παροιμιωδώς χαμηλού προϋπολογισμού για χολιγουντιανό σινεμά. «Κάναμε τον πρώτο ‘‘Εξολοθρευτή’’ με το κόστος του τροχόσπιτού σου για τον δεύτερο», είπε κάποια στιγμή ο σκηνοθέτης στον πρωταγωνιστή του με μια δόση υπερβολής.
Και πράγματι τα 6,4 εκατ. δολάρια του «Terminator» ήταν ψίχουλα, ψίχουλα που απέφεραν όμως όχι λιγότερα από 78,4 εκατ. δολάρια στα ταμεία, καθώς σε αυτό το σάιμποργκ (ρομπότ καλυμμένο με ανθρώπινη σάρκα) δεν μπόρεσε να αντισταθεί κανείς.
Ένας παντελώς άγνωστος Τζέιμς Κάμερον λοιπόν, που από τη δυσπραγία ζει στο αυτοκίνητό του, έχει βγει μόλις από το μοντάζ της μόνης ταινίας που έχει στο ενεργητικό του, το «Πιράνχα 2» (1981), και είναι στη Ρώμη για την παγκόσμια πρεμιέρα της. Εκεί θα πάθει αυτόν τον «υψηλό πυρετό» που θα οδηγήσει σε έναν εφιάλτη, έναν από αυτούς τους «εφιάλτες που είναι επιχειρηματική περιουσία», όπως θα πει αργότερα, βλέποντας ένα βράδυ μια «μεταλλική φιγούρα θανάτου να βγαίνει από τις φλόγες».
Σηκώνεται και γράφει σε αδρές γραμμές την υπόθεση της ιστορίας του που εκτυλίσσεται στο Λος Άντζελες της εποχής, όταν καταφτάνει αυτό το καταραμένο ρομπότ από το μέλλον, το Μοντέλο 101 της σειράς T-800, με την απλή αποστολή να δολοφονήσει τη Σάρα Κόνορ, την εκλεκτή που επιλέχθηκε από τις δυνάμεις του καλού για να φέρει στον κόσμο τον Μεσσία Τζον Κόνορ, τον τελευταίο ήρωα των ανθρώπων που καλεί σε μια ύστατη αντίσταση κατά των μηχανών.
Αφήνοντας κατά μέρος τις περιπέτειες με τον Harlan Ellison που έλεγε πως ο «Εξολοθρευτής» ήταν κατάφωρη αντιγραφή ενός επεισοδίου της δικής του σειράς «The Outer Limits», αναγκάζοντας τον Κάμερον να τον χαρακτηρίσει «παράσιτο που μπορεί να έρθει να μου φιλήσει τον κ@@ο» (τα βρήκαν τελικά εξωδικαστικά με την εταιρία παραγωγής Orion Pictures έναντι αδημοσίευτου ποσού), ο σκηνοθέτης κατάφερε να πουλήσει την ιδέα του στο Χόλιγουντ με τίμημα 1 δολάριο. Κι αυτό γιατί είχε βάλει όρο απαράβατο να σκηνοθετήσει ο ίδιος την ταινία και κανείς δεν δεχόταν, μιας και το βιογραφικό του δεν ήταν ακριβώς λαμπρό.
Δέχτηκε τελικά η Γκέιλ Αν Χαρντ, παραγωγός και σεναριογράφος η ίδια, που το αγόρασε έναντι 1 δολαρίου επιτρέποντάς του να καθίσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Το στοίχημα απέδωσε φυσικά και με το παραπάνω, κάνοντας την Γκέιλ πλούσια, τον Κάμερον αστέρα του Χόλιγουντ και τον Άρνι ακαταμάχητο.
Έναν Σβαρτσενέγκερ που είχε κάνει τον «Κόναν» του το 1982 και συνέχιζε να μη μπορεί να αρθρώσει λέξη, αναγκάζοντας τον σκηνοθέτη να σκεφτεί δημιουργικά. Κι έτσι σε όλη την ταινία βγαίνουν μόλις 58 λέξεις από το στόμα του σε 17 σύντομες φράσεις! Τυπικά μιλώντας, λέει δύο ακόμα προτάσεις (παίρνοντας τη φωνή ενός αστυνομικού και της μητέρας της Σάρα Κόνορ), το στόμα του κρατήθηκε πάντως όσο πιο κλειστό γινόταν. Και πάλι όμως υποσχέθηκε πως «I’ll be back» και δεν χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο.
Μια ατάκα που προσπάθησε μάλιστα να αλλάξει ο Σβαρτσενέγκερ στο γύρισμα. Μην μπορώντας να προφέρει το «I’ll» σωστά, ζήτησε από τον Κάμερον να πει «I will be back», που του ήταν κάπως ευκολότερο. Και το θεωρητικοποίησε μάλιστα λέγοντας πως μια μηχανή δεν θα χρησιμοποιούσε συντμήσεις λέξεων! Μόνο που ο Κάμερον θύμωσε κομματάκι, του είπε «δεν σου λέω πώς θα παίξεις, μη μου λες πώς θα γράψω» και μια από τις γνωστότερες κινηματογραφικές ατάκες όλων των εποχών είχε μόλις γεννηθεί, έστω κι αν χρειάστηκαν 10 λήψεις για να την πει ο Άρνι καθαρά.
Όλα είναι πια θρυλικά για την ταινία-σταθμό μιας ολόκληρης εποχής. Και πόσο μάλλον που μιλάμε για τα ’80s, τη χρυσή δεκαετία της δράσης, όταν αυτό το φιλμ επιστημονικής φαντασίας μπόλιασε καταιγιστική περιπέτεια και τρόμο, αφήνοντας κληρονομιά έναν άψυχο κυνηγό μιας αθώας σερβιτόρας που έμελλε να σφραγίσει το σινεμά με τρόπο που κανείς δεν μπορούσε να περιμένει.
Μια Γη βυθισμένη στα σκοτάδια το σωτήριον έτος 2029 μ.Χ., όταν έχει ανατείλει πια για τα καλά η εποχή των μηχανών πάνω από τις στάχτες του πυρηνικού ολοκαυτώματος. Η τεχνητή νοημοσύνη αυτονομήθηκε τελικά και ο πανίσχυρος υπερυπολογιστής Σκάινετ έχει απλώς να καταπνίξει την εξέγερση του Τζον Κόνορ και να τελειώνει με την υπόθεση άνθρωπος. Μόνο που ο Κάμερον δεν γύρισε άλλο ένα εσχατολογικό sci-fi, αλλά ένα μελλοντολογικό θρίλερ που θα άλλαζε τα δεδομένα της επιστημονικής φαντασίας επειδή ακριβώς έμεινε πιστό στις νόρμες του είδους.
Η υποβλητική κάμερα του Κάμερον και τα σκηνοθετικά του ευρήματα δημιουργούν όχι μόνο ένα εκρηκτικό μείγμα σασπένς και θεαματικής δράσης, αλλά και ένα εφιαλτικό σενάριο που χώρεσε εντός του όλους τους τεχνολογικούς φόβους του ανθρώπου για το τι μέλλει να γεννήσει η ολότελα καινούρια εποχή που ξημέρωνε με την καθιέρωση των έξυπνων μηχανών.
Η φαινομενικά ανίκητη μηχανή του θανάτου που στέλνεται από το 2029 στο 1984 για να σκοτώσει μια γκαρσόνα και να τελειώνει με τη μοίρα της ανθρωπότητας κυνηγώντας τη μεθοδικά θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ήρωας ταινίας τρόμου. Και υπό μία έννοια είναι ταινία τρόμου ο «Εξολοθρευτής», μόνο που αντί για μαχαίρια και αλυσοπρίονα έχει όπλα και εκρηκτικά.
Μόνο που η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τη μάχη δύο αντρών, ενός ασταμάτητου μεταλλικού δολοφόνου και ενός καλού ανθρώπινου μαχητή του 21ου αιώνα, γύρω από τη ζωή μιας γυναίκας που η μοίρα τής επιφύλαξε μια μεγαλύτερη και από τη ζωή αποστολή, την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Κάτω από αυτό το φως, το «Terminator» δεν είναι παρά μια αλληγορία για τον φόβο του μοντέρνου ανθρώπου μέσα στον λαβύρινθο της σύγχρονης τεχνολογίας, μια μάχη που θα δοθεί τελικά και σε πολλά μάλιστα μετερίζια.
Και είναι αυτό το δεύτερο επίπεδο, η μετα-ανάγνωση, που κάνει μια εξόχως καλή ταινία δράσης και ποπ κορν να αντέχει στον χρόνο και να μετατρέπεται σε ένα δοκίμιο τεχνοφοβίας, έστω κι αν αυτό που βλέπεις είναι τον Άρνι να ξεπαστρεύει τους ανθρώπους με ρυθμό πυροβόλου.
Γιατί να το δεις: Γιατί είναι ένας ζοφερός κυβερνοεφιάλτης, ένα πάντρεμα ανθρώπου-μηχανής από αυτά που σήμερα δεν μοιάζουν και τόσο τρελά, που θα σε στείλει στη δυσοίωνη τεχνολογική κόλαση του μέλλοντος με άπλετες δόσεις σαδιστικής βίας και ανελέητου κυνηγητού. Η πάλη ανθρώπου και μηχανής δίνεται πια στον χωροχρόνο, με τη φρενήρη κινηματογράφηση και τις τόσες σκηνές ανθολογίας να γεννούν ένα σωστό φαινόμενο της έβδομης τέχνης.
Έχει όμως και την καλτ γοητεία του ο «Εξολοθρευτής», μια ταινία μελλοντολογικού τρόμου ή ανατριχιαστικής επιστημονικής φαντασίας, διαλέγεις και παίρνεις. Καθώς όπως θα μας πει ο Terminator το 1991, στο δεύτερο επεισόδιο της πενταλογίας τελικά («Εξολοθρευτής 2: Μέρα της Κρίσης»), «Hasta la vista, baby»…
«Ο Εξολοθρευτής»
Παραγωγή: Αμερική
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Κάμερον
Πρωταγωνιστούν: Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, Λίντα Χάμιλτον, Μάικλ Μπιν