Φινετσάτη και πανέμορφη, η χυμώδης Ίλυα Λιβυκού έμελλε να γίνει μόνιμη παρτενέρ του μεγάλου μας κωμικού Βασίλη Λογοθετίδη, σφραγίζοντας με τη λάμψη και τις υποκριτικές της ποιότητες τόσο το σινεμά όσο και το θέατρο. Η φλογερή Κρητικοπούλα με τα αθλητικά χαρίσματα κίνησε για την Αθήνα ώστε να σπουδάσει νομικά, αν και σύντομα θα ανακάλυπτε την αγάπη της για την υποκριτική, αφήνοντάς τα όλα πίσω για χάρη της ηθοποιίας. Παντρεμένη από μικρή και μητέρα τριών παιδιών, η Αμαλία Χατζάκη -όπως ήταν το πραγματικό της όνομα- θα λάμψει από τις πρώτες εμφανίσεις της στο σανίδι το 1948 και θα μπει αμέσως στο καλλιτεχνικό στόχαστρο του Βασίλη Λογοθετίδη, δημιουργώντας ένα από τα πιο τιμημένα υποκριτικά δίδυμα της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Πώς να ξεχάσεις το ανάρπαστο δίδυμο της «Κάλπικης λίρας», της «Σάντα Τσικίτα», του «Βότσαλου στη λίμνη», του «Ζηλιαρόγατου», του «Δελησταύρου και υιού», αλλά και του μοναδικού «Ήρωα με παντούφλες»; Ο Λογοθετίδης γνώρισε την πρωτοεμφανιζόμενη εκρηκτική ντίβα το 1948, λίγο πριν γίνει θιασάρχης, αναγνωρίζοντας από την πρώτη στιγμή το κωμικά παράταιρο και αταίριαστο της συνύπαρξής τους. Κι έτσι στις μόλις δώδεκα ταινίες που άφησε ο κορυφαίος κωμικός μας παρακαταθήκη, στις εννιά είναι παρτενέρ με την Ίλυα Λιβυκού! Οι δύο ηθοποιοί ήταν για μεγάλο διάστημα ζευγάρι και στη ζωή, αλλά δεν επισημοποίησαν ποτέ τη σχέση τους. Λογοθετίδης και Λιβυκού έζησαν έναν μεγάλο έρωτα, ο οποίος προσέκρουσε ωστόσο στη θρυλική μοναχικότητα του Λογοθετίδη. Όπως εξάλλου θυμόταν και η Σούλη Σαμπάχ: «Η Ίλυα ήταν η καρδιά της παρέας. Χόρευε, γελούσε, γλεντούσε. Ο Λογοθετίδης δεν έβγαζε άχνα εκτός θεάτρου. Μουγκός»! Τέτοια ήταν πάντως η προσωπική και καλλιτεχνική σχέση των δύο ηθοποιών που όταν έφυγε από τον κόσμο ο Λογοθετίδης το 1960 και της ζήτησε ο Γιώργος Λαζαρίδης να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Ένας βλάκας και μισός», εκείνη αρνήθηκε αμέσως λέγοντας: «Μου είναι αδύνατο να παίξω το έργο χωρίς τον Βασίλη»…
Πρώτα χρόνια
Η Αμαλία Χατζάκη γεννιέται το 1919 στο Ηράκλειο της Κρήτης και από μικρή ασχολείται με τον ακοντισμό. Για τα παιδικά της χρόνια δεν είναι τίποτα άλλο γνωστό, παρά μόνο πως μετά το Γυμνάσιο, κατά τα ήθη της εποχής, παντρεύεται τον δικηγόρο Αγησίλαο Κοζύρη, με τον οποίο θα αποκτήσει σύντομα τρία παιδιά (κόρη της είναι η ηθοποιός Χρύσα Κοζύρη). Η οικογένεια μετακομίζει κάποια στιγμή στην Αθήνα, εν μέρει και για να σπουδάσει η Αμαλία νομικά. Βλέποντας τις πρώτες παραστάσεις στην πρωτεύουσα, η νεαρή φοιτήτρια μαγεύεται από το θέατρο και αποφασίζει να σπουδάσει υποκριτική, κρυφά από τον κοινωνικό περίγυρο φυσικά, καθώς η δουλειά της θεατρίνας είναι ακόμα κατακριτέα, πόσο μάλλον για μια γυναίκα παντρεμένη και μητέρα. Επίμονη, πεισματάρα και δυναμική από μικρή, η Χατζάκη-Κοζύρη φοιτά ταυτοχρόνως με τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (Βασιλικού Θεάτρου τότε), την οποία ολοκληρώνει με άριστα. Στο θέατρο δεν θα εμφανιζόταν βέβαια πριν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, καθώς οι καιροί είναι χαλεποί. Η Ίλυα Λιβυκού θα γεννηθεί λοιπόν το 1947, ανεβαίνοντας στο σανίδι με τον θίασο του Εθνικού Θεάτρου σε έργα δραματικού ρεπερτορίου…
Η μοιραία συνάντηση με τον Λογοθετίδη και η καριέρα
Η πρώτη επαφή του καλλιτεχνικού διδύμου θα λάβει χώρα το 1948, όταν η Λιβυκού προσλαμβάνεται από τον θίασο Κατερίνας-Λογοθετίδη για να παίξει στο έργο των Ψαθά -Ρούσσου «Δε θυμάμαι τίποτα». Από την επόμενη θεατρική σεζόν του 1948, ο Λογοθετίδης συστήνει τη δική του θεατρική εταιρία και παίρνει τη Λιβυκού ως συμπρωταγωνίστριά του, γεννώντας ένα αξέχαστο ζευγάρι που μόνο ο θάνατος του μεγάλου μας κωμικού θα χώριζε! Τα θεατρικά πηγαδάκια της εποχής έλεγαν μάλιστα ότι ο Λογοθετίδης έκανε το τολμηρό βήμα να ιδρύσει τον δικό του θίασο κάτω από τις παραινέσεις και τη στήριξη της Λιβυκού. Η Ίλυα είχε ήδη πάρει διαζύγιο από τον σύζυγό της και μεγάλωνε μόνη τα παιδιά της, αν και την προσωπική της σχέση με τον Λογοθετίδη δεν την παραδέχτηκαν ποτέ κανένας εκ των δύο. Η καλλιτεχνική τους συνύπαρξη δεν χωρά όμως περιθώρια αμφιβολίας για την απήχησή της: οι δυο πρωταγωνιστές παίζουν μαζί σε πλήθος ελληνικών και ξένων κωμωδιών, στις οποίες η Λιβυκού θα λάμψει δίπλα στον Λογοθετίδη, κάνοντας μια καριέρα από μόνη της. Τεράστιες θεατρικές επιτυχίες της εποχής ήταν τα «Απρόσκλητος μουσαφίρης», «Καινούρια αφεντικά», «Η κυρία του Μαξίμ», «Το κορόιδο», «Ένας βλάκας και μισός», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ο γαμπρός μου ο δικηγόρος» και τόσες ακόμα. Παρά το γεγονός βέβαια ότι η Λιβυκού ήταν η βασική συνεργάτης του αλλά και η αχώριστη σύντροφος της ζωής του, για το θεατρικό κατεστημένο της εποχής η Ίλυα δεν ήταν παρά απλώς η κυρία του πρίγκιπα της ελληνικής κωμωδίας. Και θα έπρεπε να φύγει από τη ζωή ο μέντορας και αγαπημένος της Λογοθετίδης για να αποδείξει στους κακοπροαίρετους την πραγματική υποκριτική της δεινότητα. Η Λιβυκού θα κάνει το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο ήδη από το 1948, στη θρυλική πια ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται». Ακολουθούν αλησμόνητες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου που περιγραφή δεν χρειάζονται: «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1952), «Σάντα Τσικίτα» (1953), «Δεσποινίς ετών 39» (1954), «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» (1955), «Η κάλπικη λίρα» (1955), «Ο ζηλιαρόγατος» (1956), «Δελησταύρου και υιός» (1957) και «Ένας ήρωας με παντούφλες» (1958)!
Η Λιβυκού πάντα δίπλα στον Λογοθετίδη στα πλατό και τη σκηνή, αλλά και παράνομα στη ζωή, ενσάρκωνε τη σύζυγο, την παράνομη ερωμένη, την ξαδέρφη ή και την κόρη του σπουδαίου κωμικού, μεταφέροντας συνήθως στο πανί τις θεατρικές τους επιτυχίες. Οι τρυφερές και ανθρώπινες ταινίες τους κάνουν πάταγο και από τα ρεσιτάλ ερμηνειών που δίνει το δίδυμο η Λιβυκού θα ξεπηδήσει τελικά αστέρι, σε πείσμα των καλοθελητών που την ήθελαν απλώς το ταίρι του Λογοθετίδη.
Μετά τον Λογοθετίδη και τελευταία χρόνια
Γεγονός που φάνηκε μετά τον θάνατο του Λογοθετίδη το 1960, όταν παρά τον πόνο και τη συμφορά, η Λιβυκού θα συνεχίσει την καριέρα της σόλο και θα γράψει νέα κεφάλαια στο ελληνικό σινεμά και θέατρο. Όχι μόνο δεν καταποντίστηκε κάτω από το βάρος του ονόματος του Λογοθετίδη, αλλά πλέον εμφανίστηκε πιο ώριμη υποκριτικά από ποτέ: έναν χρόνο μετά την απώλεια του συντρόφου της, επιστρέφει στο σινεμά και όλοι βλέπουν μια εντελώς αλλαγμένη Λιβυκού, λες και πήγε μαγικά από τα 30 στα 50! Αν και στην πραγματικότητα, τόσο στην «Κατάρα της μάνας» του Γεωργιάδη όσο και στην «Αντιγόνη» του Τζαβέλλα δεν είναι παρά 42 χρονών. Ακολουθούν πλήθος επιτυχιών, τόσο στο θέατρο όσο και σε περισσότερες από 45 ταινίες των Γεωργιάδη, Καραγιάννη, Σκουλούδη και πολλών ακόμα σκηνοθετών. Παρά την κωμική δουλειά της στα πρώτα χρόνια της καριέρας της, η Λιβυκού στράφηκε τώρα στο δράμα. Συνεργάστηκε με πληθώρα θιάσων, όπως του Χατζίσκου, της Βεργή, του Μάνου Κατράκη και του Νότη Περγιάλη, ενώ το 1965 θα τη βρει πρωταγωνίστρια στη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη (σε παράσταση του ΚΘΒΕ). Μέχρι το 1986 που αποσύρθηκε οριστικά, πήρε μέρος σε ραδιοφωνικές εκπομπές και τηλεοπτικές σειρές, συμμετέχοντας ταυτοχρόνως στις ποιητικές αναγνώσεις του Μάνου Κατράκη στο θέατρο «Μουσούρη». Παρά το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι θα είναι πια σπάνιοι, το πιο προσωπικό αυτό δεύτερο μέρος της υποκριτικής της πορείας (1960-1986) εκτιμήθηκε καλλιτεχνικά πολύ περισσότερο, τόσο από το κοινό όσο και τους κριτικούς. Η Λιβυκού βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1964 με Β’ Γυναικείο Ρόλο για την ερμηνεία της στην ταινία «Ένας ντελικανής» (1963), αποσπώντας βραβείο ηθοποιίας για την ίδια ταινία και από το Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο (βραβείο «Χρυσή Γέφυρα»). Το 1968 κατέκτησε και πάλι το βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία «Στα Σύνορα της Προδοσίας». Τώρα όλοι μιλούσαν για τη Λιβυκού με τις δύο καριέρες, μία με τον Λογοθετίδη δηλαδή και μία χωρίς αυτόν, αν και η ίδια ήταν πάντα χαμηλών τόνων, ως μια γνήσια γυναίκα με αγωγή που δεν προκάλεσε ποτέ με τη συμπεριφορά ή τα καμώματά της. Ακόμα και τον καιρό που μεσουρανούσε ως νεαρή πρωταγωνίστρια δίπλα στο μεγάλο όνομα της ελληνικής κωμωδίας. Η Ίλυα Λιβυκού εγκατέλειψε την ενεργό δράση το 1986, μετά την προσωπική τραγωδία που τη χτύπησε, όταν έχασε την κόρη της Εύα από καρκίνο. Το χτύπημα της μοίρας θα έβαζε οριστική ταφόπλακα στην καριέρα της, καθώς τη δυσβάσταχτη απώλεια δεν την ξεπέρασε ποτέ. Αποτραβήχτηκε από τα φώτα της δημοσιότητας στο διαμερισματάκι της Κυψέλης και με την υγεία της κλονισμένη, ζούσε τώρα μόνη και ξεχασμένη. Το 2002 υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 6 Σεπτέμβριου της ίδιας χρονιάς έφυγε από τον κόσμο για να συναντήσει τον θίασο του παραδείσου. Ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Καισαριανής δίπλα στην κόρη της, κατά την τελευταία επιθυμία της… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr