«Και μετά θα κάαααθεσαι», είπε στο πανί με τη χαρακτηριστική μακρόσυρτη χροιά του και το άστρο του έλαμψε μονομιάς. Ο λόγος για το ιερό τέρας της εθνικής μας κινηματογραφίας και αγαπημένο απ’ όλους ηθοποιό Μίμη Φωτόπουλο, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε στην αφρόκρεμα της χρυσής φουρνιάς του ελληνικού κινηματογράφου. Μάγκας μεν, αλλά σοφός μάγκας, καθώς τα υποκριτικά του χαρίσματα πλαισιώνονταν από βαθιά μόρφωση, καλλιτεχνική παιδεία αλλά και πολιτικούς αγώνες, δίνοντας έτσι στην έννοια του καλλιτέχνη την πλήρη της σημασία. Ο μεγάλος κωμικός που σκόρπισε απλόχερα γέλιο μέτρησε στην προσωπική του ζωή πίκρες, δοκιμασίες, αλλά και έντονες συγκινήσεις, ξεκινώντας τον βίο του ορφανός από πατέρα. Ο Φωτόπουλος βρήκε την κλίση του από μικρός στήνοντας παραστάσεις θεάτρου σκιών στην αυλή του σπιτιού του και σε πείσμα των χαλεπών καιρών, έμαθε βιολί και γαλλικά, ξοδεύοντας το πενιχρό του χαρτζιλίκι πάντα στα βιβλία. Πολιτικοποιημένος και αγωνιστής, εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ και θα βρεθεί έτσι στα Δεκεμβριανά του 1945 εξόριστος στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα στην Αφρική. Μετά θα έρθει η θεατρική και κινηματογραφική επιτυχία, αν και για τον Φωτόπουλο η καλλιτεχνική του δουλειά δεν θα εξαντλούνταν εδώ, καθώς έγραφε, ζωγράφιζε και έφτιαχνε υπέροχα κολάζ φιλοτεχνώντας την εικόνα του ολοκληρωμένου δημιουργού…
Πρώτα χρόνια
Ο πόλεμος, η Κατοχή και η εξορία
Ο Φωτόπουλος αστέρι θεάτρου και σινεμά
Αλλά και στη «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» του 1957 έδωσε άλλο ένα ρεσιτάλ ερμηνείας στο πλευρό του μοναδικού Βασίλη Αυλωνίτη, γεννώντας έναν μύθο του ελληνικού σινεμά. Ταλαντούχος υποκριτικά, ο Φωτόπουλος απέφυγε την τυποποίηση του μάγκα μέσα από μια σειρά διαφορετικών ρόλων, όπως η αλησμόνητη ερμηνεία του ως αυστηρού πατέρα στην τελευταία του ταινία για λογαριασμό της Φίνος Φιλμ «Ο Θόδωρος και το Δίκαννο» (1962)…
Ως μεγάλος κωμικός που ήταν, διακρίθηκε στην κωμωδία και άφησε γερή παρακαταθήκη ταινίες που αποκαλύπτουν την πλήρη γκάμα του υποκριτικού ταλέντου. Ξεχωρίζουν οι αξέχαστες «Η ωραία των Αθηνών», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Τα κίτρινα γάντια», «Ο Θόδωρος και το δίκαννο», «Ο εμίρης και ο κακομοίρης», «Η κάλπικη λίρα», «Ο γρουσούζης», «Η καφετζού» και πολλές ακόμα. Σε δύο μάλιστα από τα φιλμ που έπαιξε είχε υπογράψει και το σενάριο: «Προπαντός ψυχραιμία» (1951) και «Μια νταντά και τέζα όλοι» (1971). Διακρίθηκε επίσης και στη μικρή οθόνη, κυρίως μέσα από την τηλεοπτική σειρά «Ο θείος μας ο Μίμης» (1984).
Στα χρόνια της Χούντας, η αριστερή σύζυγός του Μαργαρίτα Τσάλα εξορίστηκε στη Γυάρο και ο Φωτόπουλος θα παραμείνει μόνος στην Αθήνα να μεγαλώνει τις δυο του κόρες. Τότε ήταν που ξεκίνησε να πειραματίζεται με άλλες μορφές τέχνης, γράφοντας ποίηση και θεατρικά, ζωγραφίζοντας και φιλοτεχνώντας τα περίφημα κολλάζ του με τα γραμματόσημα.
Ο μεγάλος μας κωμικός που ξεχώρισε για το εντελώς προσωπικό λαϊκό του ύφος και τους εύστοχους αυτοσχεδιασμούς του εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο θέατρο το 1984, στην επιθεώρηση «Μια στο Καστρί και μια στο πέταλο».
Ο Φωτόπουλος διετέλεσε επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου, ενώ παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’ και τον Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας.