Μπορεί στη χώρα μας η Τουρκία να είναι ευρύτερα γνωστή για τις δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές της, διαθέτει ωστόσο ένα αξιοζήλευτο εθνικό σινεμά που ο λάτρης της έβδομης τέχνης οφείλει να έρθει σε επαφή.
Και η αλήθεια είναι πως ως και τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το τουρκικό σινεμά παράμενε λίγο-πολύ περιχαρακωμένο στα σύνορα της γείτονος.
Παρά την απήχησή του στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, τις βραβεύσεις και την ιδιαίτερη ματιά των δημιουργών του δηλαδή.
Είναι σχετικά πρόσφατα, εδώ και δύο δεκαετίες, με τον λεγόμενο Νέο Τουρκικό Κινηματογράφο που η εθνική κινηματογραφία της Τουρκίας έχει αποκτήσει μια εξωστρέφεια, με αυτό το τσούρμο των νέων σκηνοθετών να αναγκάζουν την οικουμένη να τους προσέξει.
Υπήρξαν ωστόσο και σημαντικά φιλμ, αλλά και σημαντικοί δημιουργοί, στην ιστορία του τουρκικού σινεμά που αξίζουν μια βαθύτερη ανάλυση στις μέρες μας. Φιλμ που έπαιζαν στα επίσημα διαγωνιστικά των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών φεστιβάλ ήδη από τη δεκαετία του 1960 και του 1970 και σύστηναν στη Γηραιά Ήπειρο τα διαμάντια της Ανατολίας.
«Yol» ονόμασε το αριστούργημά του ο Γιλμάζ Γκιουνέι, σε συνεργασία εδώ με τον Σερίφ Γκιουρέν, που ανάγκασε τις Κάννες να το βραβεύσει όχι μόνο με τον Χρυσό Φοίνικα (τον μοιράστηκε με τον «Αγνοούμενο» του Γαβρά), αλλά και με το βραβείο της ένωσης κριτικών. Αυτοί οι πέντε κρατούμενοι που παίρνουν άδεια από τη φυλακή και ξεκινούν για τα σπίτια τους δεν είναι παρά μια παραβολή της έκρυθμης πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης στην Τουρκία του Εβρέν.
Ο μεγάλος Γκιουνέι πατά πάνω στην πλούσια λαογραφική και ηθογραφική παράδοση του τουρκικού σινεμά και φιλοτεχνεί ένα σκληρό πορτρέτο της Τουρκίας, του λαού και των κρατικών αρχών, γινόμενος ο μεγάλος πρεσβευτής του ποιοτικού κινηματογράφου της χώρας του.
Όλη η χώρα δεν είναι παρά μια γιγάντια φυλακή…
Πολύ πριν τον Φατίχ Ακίν (που δεν θα παίξει στη λίστα μας μιας και κάνει σινεμά στη Γερμανία) και τον Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, πριν και από τον Γιλμάζ Γκιουνέι ακόμα, η Τουρκία γνώρισε την πρώτη της μεγάλη φεστιβαλική διάκριση το 1964. Με το άγριο και βίαιο αγροτικό δράμα του Μετίν Ερκσάν «Susuz Yaz», το οποίο μετατρέπει το πανέμορφο τοπίο της Ανατολίας σε πεδίο σύγκρουσης δύο αδερφών με το υπόλοιπο χωριό.
Η αφορμή; Ο μεγαλύτερος και πιο διαβολικός από τους δυο οικειοποιείται το νερό που αναβλύζει από μια φυσική πηγή, στερώντας το από τα χωράφια των υπολοίπων. Εδώ έχουμε μια ανατολίτικη εκδοχή της βιβλικής παραβολής των Κάιν και Άβελ, ένα ακατέργαστο διαμάντι που συνεχίζει να εντυπωσιάζει με τη μεγάλη αφήγηση, τη λυρική φωτογραφία και τη σπουδαία μουσική του Μάνου Χατζιδάκι φυσικά.
Αλλά και τα βαθιά πατήματα στον ιταλικό νεορεαλισμό. Το αριστούργημα του Μετίν Ερκσάν απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο το 1964 και ενθουσίασε τόσο τον Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος αποφάσισε να την αποκαταστήσει ψηφιακά και να την εντάξει στο φιλόδοξο World Cinema Project του…
O Χρυσός Φοίνικας του 2014 («Kış Uykusu») ανήκε δικαιωματικά σε μια μεγάλη στιγμή τόσο του σύγχρονου τουρκικού κινηματογράφου όσο και του σημαντικότερου εκπροσώπου του, Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν. Εδώ όλα ξεκινούν όταν ένα αγοράκι ρίξει μια πέτρα στο παράθυρο του τζιπ ενός ξενοδόχου στην Καππαδοκία, ξεκλειδώνοντας μια αλληλουχία γεγονότων από αυτές που ονομάζουμε αληθινή ζωή.
Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο ψυχολογικό δράμα τσεχοφικής σύλληψης (πραγματικά, καθώς βασίζεται σε μια σειρά κειμένων του Τσέχοφ), ένα πικρό θεατρικό λες κινηματογραφημένο με τη μαγική τεχνική του Τσεϊλάν. Άλλο ένα καυστικό σχόλιο του μεγάλου δημιουργού για αυτή την αδιατάρακτη καθημερινότητα που μοιάζει με χειμερία νάρκη, μια πραγματική ζωγραφική με καμβά το σελιλόιντ.
Ένα βαθυστόχαστο οικογενειακό δράμα δωματίου γεμάτο φιλοσοφικές αναζητήσεις και κοινωνική κριτική, με γλυκόπικρο χιούμορ και υψηλή διανόηση, κινηματογραφημένο αριστουργηματικά. Μια ιδανική ισορροπία μεταξύ ύφους και περιεχομένου…
Η Διεθνής Ένωση Κριτικών (FIPRESCI) μαγεύτηκε στο 44ο Φεστιβάλ Βενετίας από το ξεχασμένο πια κομψοτέχνημα του τουρκικού σινεμά «Anayurt Oteli» του Ομέρ Καβούρ. Σε σενάριο και σκηνοθεσία του Καβούρ, εδώ συναντάμε έναν χαμηλών τόνων νεαρό πανδοχέα που λειτουργεί το ξενοδοχείο του με τη βοήθεια μιας καμαριέρας.
Μια πελάτισσα έρχεται, μένει ένα βράδυ και αναχωρεί την επομένη, υποσχόμενη να επιστρέψει. Μια πελάτισσα που του έχει ανάψει για τα καλά τη σπίθα του έρωτα. Ο ήρωάς μας δεν είναι πια ο ίδιος. Τώρα ζει μέσα στο μαρτύριο της προσμονής, ακόμα πιο μόνος απ’ ό,τι ήταν, ακόμα πιο απελπισμένος από όσο είχε πιστέψει πως ήταν.
Αυτό είναι το εφιαλτικό, υπαρξιακό ψυχολογικό θρίλερ του Καβούρ, μια ενδελεχής πραγματεία πάνω στη μοναξιά, την εμμονή της μνήμης και τη θλίψη, αλλά ταυτοχρόνως και μια από τις πιο συνταρακτικές, σπαρακτικές ταινίες του τουρκικού σινεμά.
Και μια πολιτική παραβολή σε δεύτερο επίπεδο, εκεί που το κοσμικό κράτος εγκαθιδρύθηκε στα ερείπια της παλιάς αυτοκρατορίας δηλαδή και κάποιοι δεν προσαρμόστηκαν ποτέ στις σαρωτικές αλλαγές…
Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν ξανά και αναγκαστικά δηλαδή, άλλος ένας προσωπικός καλλιτεχνικός θρίαμβος και μια στιγμή-κλειδί για το τουρκικό σινεμά, εδώ έχουμε το «Bir Zamanlar Anadolu’da», ένα αστικό γουέστερν που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο των Καννών. Μια ομάδα αστυνομικών, κρατικών αξιωματούχων, ένας γιατρός και ένας κρατούμενος αναζητούν στη νυχτερινή ύπαιθρο της Ανατολίας το πτώμα που έθαψε ο τελευταίος.
Μόνο που κόντρα σε όλα τα γουέστερν, στα βάθη της Ανατολίας οι ζωές δεν χάνονται ηρωικά. Καμιά μονομαχία δεν λαμβάνει χώρα, εξωτερικά τουλάχιστον. Οι μάχες είναι εδώ με τον εαυτό σου και τίποτα το επικό δεν έχουν, ενταγμένες μέσα στη μονοτονία μιας καθημερινότητας που δεν αλλάζει ποτέ.
Βαθύ, υπαρξιακό και φιλοσοφικό, το φιλμ που κινείται στις στέπες της Ανατολίας με αυτοκίνητο μοιάζει να μην το κουνά ρούπι, κάνοντας απλώς κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Μέχρι που όλα θα αποκτήσουν νόημα, θα συνθέσουν μια μεγαλύτερη εικόνα για την ίδια τη ζωή των πρωταγωνιστών.
Η εξιχνίαση ενός εγκλήματος μεταμορφώνεται σε ένα στιλιστικό κομψοτέχνημα, ένα δοκίμιο ύφους με πολλαπλά επίπεδα που μπλέκει τα κινηματογραφικά είδη υπερβαίνοντάς τα…