Αντίστροφα μετρά πλέον ο χρόνος για τη μεγάλη πρεμιέρα της ταινίας Φεράρι (Ferrari) που βασίζεται στο βιβλίο του Μπροκ Γέιτς, «Enzo Ferrari: The Man, The Car, The Races, The Machine». Είναι η ταινία που περιμένουν όλοι, ενώ στον ξένο Τύπο έχει χαρακτηριστεί και ως «η καλύτερη ταινία για αυτοκίνητα που έγινε ποτέ».
Υπερβολή ή αλήθεια, θα το μάθουμε σύντομα, αφού η Φεράρι (Ferrari) του Μάικλ Μαν κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες στις 25 Ιανουαρίου. Μέχρι τότε, μαθαίνουμε όλα όσα χρειαζόμαστε για να είμαστε διαβασμένοι, όταν θα παρακολουθήσουμε στη μεγάλη οθόνη τη ζωή μια «μυθικής» προσωπικότητας στον χώρο του αυτοκινήτου, και όχι μόνο, του Έντσο Φεράρι.
Η υπόθεση του έργου
Το καλοκαίρι του 1957, ο πρώην οδηγός αγώνων αυτοκινήτων, Έντσο Φεράρι βρίσκεται σε κρίση. Με την εταιρεία του στα πρόθυρα της πτώχευσης και τον γάμο του να βιώνει την τραυματική απώλεια του ενός γιου, ο Φεράρι εναποθέτει την ελπίδα για την σωτηρία τους σε έναν αγώνα δρόμου 1000 μιλίων στην Ιταλία, τον εμβληματικό Mille Miglia.
Η επιλογή των δύο πρωταγωνιστών
Από τη σύνοψη καταλαβαίνουμε πως το έργο εστιάζει στον Έντσο Φεράρι, μια από τις πιο γνωστές, αλλά περίπλοκες προσωπικότητες του 20ου αιώνα. Αυτή η αντίφαση ήταν που γοήτευσε και τον Μάικλ Μαν, ο οποίος προσπαθούσε για χρόνια να πραγματοποιήσει την ταινία. «Με συνεπήρε, γιατί θυμίζει τη ζωή», δηλώνει ο σκηνοθέτης.
«Η ζωή είναι ασύμμετρη. Η ζωή είναι ακατάστατη. Η ζωή είναι χαοτική. Ο Φεράρι ήταν ακριβής και λογικός. Ορθολογιστής σε ότι είχε να κάνει με το εργοστάσιο του και την ομάδα αγώνων. Στην υπόλοιπη ζωή του ήταν παρορμητικός, αμυντικός, φιλήδονος, χαοτικός. Αυτή η ασυμμετρία και η υπέροχη αντίφαση σε εκείνον και τους υπόλοιπους χαρακτήρες ήταν που τους έκανε τόσο ανθρώπινους στα μάτια μου», συμπληρώνει ο Μαν.
Η περιπλοκότητα του Φεράρι απαιτούσε και έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στην πρόκληση και ο Άνταμ Ντράιβερ ήταν η ιδανική επιλογή. Ωστόσο, δεν είναι μόνο ο χαρακτήρας του Φεράρι περίπλοκος. Η Λάουρα, η σύζυγός του, την οποία υποδύεται η Πενέλοπε Κρουζ ήταν μια γυναίκα που είχε βιώσει δυσκολίες, πενθούσε και είχε σημαντικό ρόλο σε μια εταιρία γεμάτη άντρες.
Μία συμφωνία που είχαν συνάψει με τον Φεράρι στην αρχή της σχέσης τους τής έδινε το 50% του εργοστασίου, συνθήκη που περιέπλεξε τα πράγματα, όταν το πάθος χάθηκε και τα άγρια επιχειρηματικά ένστικτα της Λάουρα τής πρόσφεραν ένα από τα ελάχιστα μέσα ελέγχου της ζωής της. Ακόμα και τότε όμως, εκείνη επένδυσε στην επιτυχία του Έντσο και την επιστροφή της ομάδας της Ferrari στις επιτυχίες.
«Όλοι είμαστε περίπλοκοι», λέει η Κρουζ. «Κανείς δεν μπορεί να προσδιοριστεί από ένα μόνο πράγμα -καλό ή κακό, τρελό ή όχι. Θα μπορούσες να κοιτάξεις αυτή τη γυναίκα, τη Λάουρα, και να προσπαθήσεις να της βάλεις πολλές ταμπέλες, αλλά είναι τρομερά περίπλοκη, εξαιτίας όλων αυτών που πέρασε», συμπληρώνει η ηθοποιός.
Η διπλή ζωή του Φεράρι
Στο μεταξύ, ο Έντσο Φεράρι γνώρισε την Λίνα Λάρντι. Ο γιος τους Πιέρο γεννήθηκε το 1945 με τη Λίνα να τον μεγαλώνει σαν εξώγαμο σε μια περίοδο που η χώρα δεν αναγνώριζε τα διαζύγια. Η Σεϊλίν Γούντλεϊ την ερμηνεύει ως μια γυναίκα προσγειωμένη και αποφασιστική, τρυφερή και δυναμική, αλλά ακλόνητη στη δύναμή της.
Η δυσκολία του να μοιράζει τη ζωή του σε δύο οικογένειες, μία που πνιγόταν στο πένθος και την άλλη που προσπαθούσε να προσφέρει ένα ασφαλές περιβάλλον στο παιδί του, συγκρούστηκε με το κυνήγι του Έντσο για την επαγγελματική του τελειότητα. Το ρίσκο να χαθούν οι κόποι μιας ζωής ήταν εμφανές με την Fiat και την Ford να επιδιώκουν την εξαγορά της Ferrari. Το 1957, ο Έντσο βρισκόταν ένα βήμα πριν την πτώχευση, συνθήκη που τροφοδότησε ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστική του φύση.
Η απόφασή του να συμμετέχει στον θρυλικό αγώνα δρόμου Mille Miglia ήταν ένα μεγάλο ρίσκο για τον ίδιον και την εταιρία του. Στόχος του ήταν να μαζέψει μια ομάδα ανθρώπων από διαφορετικές γενιές και μια φανταχτερή ομάδα οδηγών ικανή να προσελκύσει κεφάλαια που θα κρατούσαν το εργοστάσιο σε λειτουργία και θα επέτρεπαν στον Έντσο να διατηρήσει τον έλεγχό του. Το κόστος όμως του σχεδίου του θα αποδεικνυόταν υψηλό.
Η επιλογή των πρωταγωνιστών
Για τις ανάγκες του ρόλου, ο Άνταμ Ντράιβερ μελέτησε σε βάθος τη ζωή του Έντσο Φεράρι, προσπάθησε να κατανοήσει τις αποφάσεις του, την ιστορία, τον τρόπο που κινούνταν, που ανέπνεε, περπατούσε και μιλούσε. Όλα αυτά, ώστε να διαμορφώσει μια διακριτική ερμηνεία εσωτερικών συγκρούσεων.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Γέιτς, διαπίστωσε πως όλοι είχαν μια διαφορετική άποψη για εκείνον. Για κάποιους ήταν χειριστικός, για άλλους χαρισματικός, για τον Ντράιβερ ήταν ένας ενστικτώδης άνθρωπος σε διαρκή κίνηση, προσπαθώντας ίσως να ξεχάσει τον θάνατο του γιου του, τον οποίον δεν αντιμετώπισε ποτέ πραγματικά.
Για την επιλογή της Πενέλοπε Κρουζ στο ρόλο της Λάουρα χρειάστηκαν μόλις δύο συνομιλίες μέσω Zoom, ώστε ο Μαν να καταλήξει σε εκείνη. Στη διάρκεια της έρευνάς της, η Κρουζ επισκέφθηκε τον γιατρό του ζευγαριού, ο οποίος αποκάλυψε σημαντικές πληροφορίες που φώτισαν καλύτερα τη δυναμική του ζευγαριού.
Η δύναμη που είχε η Λάουρα στο εργοστάσιο εξόργιζε τον Έντσο, και παρ’ όλα αυτά, όταν κάποιοι υπάλληλοι απείλησαν να παραιτηθούν αν η Λάουρα συνέχιζε τις συχνές επισκέψεις στο εργοστάσιο, εκείνος απέλυσε -μερικούς από τους καλύτερους μηχανικούς της εποχής- δίχως δεύτερη σκέψη, μία κίνηση στήριξης προς τη σύζυγό του.
«Δεν φαίνεται στην ταινία, αλλά στη διάρκεια των αγώνων η Λάουρα συνήθιζε να κοιμάται δίπλα στα λάστιχα των αυτοκινήτων για να σιγουρευτεί πως δεν θα πλησιάσει κάποιος για να κλέψει το οτιδήποτε», αποκαλύπτει η Κρουζ. «Ήταν πολύ σημαντική για το εργοστάσιο», συνεχίζει, «και το γνώριζε και θεωρώ πως ο Μάικλ αποτίνει έναν πολύ όμορφο φόρο τιμής σε όλες τις γυναίκες που έχουν αντίστοιχους ρόλους. Σε πολλά μέρη του κόσμου, είναι πολύ παρόμοια συνθήκη, να δουλεύεις από τις σκιές και να μην αναγνωρίζεται αυτό που κάνεις».
Στο ρόλο της Λίνα, με την οποία ο Φεράρι διατηρούσε ερωτική σχέση και είχαν και έναν γιο, τον Πιέρο, ο Μαν επέλεξε την Σεϊλίν Γούντλεϊ, η οποία γοητεύτηκε από την μέθοδο του σκηνοθέτη και το ενδιαφέρον του για τις αόρατες πτυχές της καθημερινότητας της Λίνα. «Ο Μάικλ με ρώτησε πράγματα που κανένας δεν με είχε ρωτήσει μέχρι τότε», θυμάται η Γούντλεϊ. «Όπως, “Ποια νομίζεις πως είναι η θερμοκρασία του δαπέδου όταν η Λίνα σηκώνεται από το κρεβάτι κάθε πρωί;” “Πιστεύεις πως είχε παντόφλες δίπλα στο κρεβάτι της επειδή ζούσε στην εξοχή, χωρίς θέρμανση;” Πραγματικά, φύτεψε τους σπόρους για μια αισθητηριακή κατανόηση του κόσμου αυτής της γυναίκας, που νομίζω ήταν πραγματικά μοναδική», συμπληρώνει η ηθοποιός.
Για την Γούντλεϊ, η Λίνα βρισκόταν σε ένα σταυροδρόμι δύο ζωών εκτός της δικής της και κατέληξε αβοήθητη μέσα σε αυτήν τη συνθήκη. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να στηρίζει και να αγαπάει τον γιο της και τον άντρα που είχε ερωτευτεί.
Το άγνωστο παρασκήνιο πίσω από την ταινία
Όταν καλείται να επιλέξει διευθυντή φωτογραφίας, ο Μάικλ Μαν ακολουθεί την ίδια προσέγγιση με τους ηθοποιούς, καθώς θεωρεί πως είναι κρίσιμο να βρεθεί το κατάλληλο άτομο που θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ταινίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ήθελε ο φωτισμός της ταινίας να παραπέμπει σε πίνακα του Καραβάτζο: το φως να έρχεται από μία πηγή και ο φωτισμός της κάθε σκηνής να μην είναι στημένος θεατρικά, ώστε οι ηθοποιοί να φωτίζονται όπου κι αν βρίσκονται. Τα καθήκοντα της διεύθυνσης φωτογραφίας λοιπόν, ανέλαβε ο βραβευμένος με Όσκαρ για το Mank, Έρικ Μέσερσμιντ, έχοντας αποδείξει την ικανότητα του στη δημιουργία ατμοσφαιρικών εικόνων.
Οι δύο συνεργάτες εστίασαν την προσοχή τους στη διαμόρφωση δύο «διαφορετικών κόσμων». Ο ένας είναι ο πιο προσωπικός, η οικιακή ζωή του Φεράρι με τη Λάουρα ή η ζωή στην εξοχή με την Λίνα και ο άλλος είναι ο κόσμος των αγώνων. Ο πρώτος είναι πιο κλασικός τρόπος αισθητικά, ενώ ο δεύτερος ξεχειλίζει ενέργεια.
Τα γυρίσματα των αγώνων είχαν προγραμματιστεί να είναι και τα τελευταία, με τους συντελεστές να επιδιώκουν να τους αποτυπώσουν με τρόπο φρέσκο και συναρπαστικό. Μια ιδέα ήταν, ο χειριστής της κάμερας να καθίσει δίπλα στον οδηγό, χρησιμοποιώντας προηγμένης τεχνολογίας κάμερες. «Ο Μάικλ ενδιαφέρεται για τον αυθορμητισμό, θέλει να αποτυπώσει τη στιγμή», αναφέρει ο Μέσερσμιντ.
«Δεν ήθελα να έχει ένα τυπικό σύστημα καμερών που θα τον περιόριζε. Ήταν εφικτό να χρησιμοποιήσουμε μικρότερες κάμερες σε διάφορα σημεία των αυτοκινήτων που μέχρι τώρα δεν γινόταν», συμπληρώνει.
Όσον αφορά στην χρωματική παλέτα, εκείνη καθορίστηκε από τα κίτρινα, τα πορτοκαλί, τα χλωμά πράσινα και τις αποχρώσεις της ώχρας του ιταλικού νότου. Η ιδέα του Μαν ήταν τα κόκκινα και τα φωτεινά χρώματα να κυριαρχούν στις σκηνές των αγώνων, για να εκφράσουν την ένταση και την ενέργεια της στιγμής, ενώ όλη η υπόλοιπη ταινία θα διέθετε μια πιο αυστηρή αισθητική.
Πληροφορίες ταινίας
Σκηνοθεσία: Μάικλ Μαν
Σενάριο: Τρόι Κένεντι Μάρτιν
Πρωταγωνιστούν: Άνταμ Ντράιβερ, Πενέλοπε Κρουζ, Τζακ Ο’ Κόνελ, Σεϊλίν Γούντλεϊ, Πάτρικ Ντέμπσι
Μοντάζ: Πιέτρο Σκάλια
Φωτογραφία: Έρικ Μέσερσμιντ
Μουσική: Ντάνιελ Πέμπερτον
Διάρκεια: 130’
Διανομή: THE FILM GROUP
Χώρα Παραγωγής: Η.Π.Α