Η νίκη της Κάθριν Κορτές Μάστο στη Νεβάδα έδωσε μεγάλη ανάσα στους Δημοκρατικούς, καθώς διατήρησαν τον έλεγχο της Γερουσίας μετά τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ και μπορούν να κινηθούν με άνεση στο ένα από τα δύο νομοθετικά Σώματα στο Κογκρέσο. Πάντως, οι Ρεπουμπλικάνοι κατάφεραν να πάρουν μία νίκη στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όμως η πλειοψηφία που έχουν παραμένει εύθραυστη.
Αυτή η πλειοψηφία στη Βουλή θα τους επιτρέψει σίγουρα να κάνουν πιο «δύσκολη τη ζωή» του πρόεδρου Μπάιντεν κατά το δεύτερο μέρος της τετραετίας του. Στο ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο, όμως, δεν υπάρχει χώρος για πανηγυρισμούς. Προς απογοήτευση τους και προς διάψευση των δημοσκοπήσεων, το «κόκκινο κύμα» που περίμεναν δεν έφτασε ποτέ ως την Ουάσιγκτον. Οι επιδώσεις τους κρίνονται κάτι παραπάνω από απογοητευτικές εάν αναλογιστούμε ότι παραδοσιακά οι ενδιάμεσες εκλογές τείνουν να ευνοούν το κόμμα που βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Σε αυτό το απροσδόκητο αποτέλεσμα φαίνεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο το γεγονός ότι σε ορισμένες κρίσιμες πολιτείες οι ψηφοφόροι ιεράρχησαν ιδιαίτερα ψηλά το θέμα των αμβλώσεων και της πορείας της αμερικανικής δημοκρατίας.
Για τον Λευκό Οίκο αλλά και για τον Τζο Μπάιντεν προσωπικά, ο οποίος δεχόταν αμφισβήτηση τόσο από φίλους όσο και από εχθρούς, το αποτέλεσμα των εκλογών πρέπει να θεωρείται μια δικαίωση. Σε κάθε περίπτωση, ο Αμερικανός πρόεδρος βγαίνει αναπάντεχα ενισχυμένος, με δεδομένο ότι πολύ πιο δημοφιλείς πρόεδροι, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα, είχαν υποστεί συντριπτική ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές. Ωστόσο, δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για τον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κόντρα στις εισηγήσεις των συνεργατών του αποφάσισε να εμπλακεί άμεσα στις εκλογές του Νοεμβρίου. Το αποτέλεσμα σίγουρα δεν ήταν αυτό που περίμενε και έτσι αντί να κεφαλαιοποιήσει το επικείμενο «κόκκινο κύμα», βρέθηκε να συνδέεται μοιραία με τις φτωχές εκλογικές επιδώσεις των Ρεπουμπλικάνων.
Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που μιλούν για καταδίκη του ίδιου του «τραμπισμού», καθώς οι ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη σε όλους τους ακραίους υποψήφιους που αγκάλιασαν επισήμως τις θεωρίες συνομωσίας που αμφισβητούσαν την εγκυρότητα της εκλογικής διαδικασίας. Η ήττα αυτών των υποψηφίων, οι οποίοι κινούνταν στη γραμμή του δόγματος «πρώτα η Αμερική», αποτελεί σίγουρα τροχοπέδη στην προσπάθεια των συμμάχων του Τραμπ να ελέγξουν τον εκλογικό μηχανισμό σε μια σειρά από κρίσιμες πολιτείες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2024. Σε κάθε περίπτωση, το εκλογικό αποτέλεσμα του Νοεμβρίου ανοίγει για πρώτη φορά από το 2016 ένα «παράθυρο» αμφισβήτησης, το οποίο μένει να φανεί πώς θα αξιοποιηθεί από την παραδοσιακή ελίτ των Ρεπουμπλικάνων, η οποία δεν είδε ποτέ με καλό μάτι την άλωση του κόμματος από τον Τραμπ. Αυτό που πρέπει να περιμένουμε να δούμε είναι εάν θα επιλέξουν να επενδύσουν σε ένα πιο συστημικό υποψήφιο ή θα αναζητούν έναν αντικαταστάτη του Τραμπ, ο οποίος πάνω-κάτω θα μπορεί να εκφράσει τις ίδιες απόψεις αλλά με ένα πιο θεσμικό τρόπο.
Όσον αφορά την Ελλάδα, ο έλεγχος της Γερουσίας από τους Δημοκρατικούς αποτιμάται θετικά, καθώς σημαίνει ότι ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ θα συνεχίσει να είναι πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας. Ειδικότερα για το Κογκρέσο, είναι εξίσου σημαντικό ότι όλοι οι ομογενείς βουλευτές κατάφεραν να κρατήσουν τις έδρες τους και να περάσουν αλώβητοι τον σκόπελο αυτών των εκλογών. Παρόλο που η ελληνική κοινοβουλευτική ομάδα έχασε δύο φιλέλληνες βουλευτές, την Κάρολιν Μαλόνεϊ και τον Τεντ Ντόιτς, ήρθε να προστεθεί ο πρωτοεμφανιζόμενος στον πολιτικό στίβο γιος του γερουσιαστή Μενέντεζ, ο οποίος κατάφερε να εκλεγεί με χαρακτηριστική άνεση στο Νιου Τζέρσεϊ. Για την περίπτωση του Κρις Πάππας, είναι ευχής έργο που αποφεύχθηκε ένα στραβοπάτημα που θα ανέκοπτε την πορεία του, καθώς στις επόμενες εκλογές ανοίγει μια θέση γερουσιαστή στην πολιτεία του, την οποία αναμένεται να διεκδικήσει.
Τέλος, κρίνεται ιδιαίτερη ικανοποιητική η παρουσία των ομογενών και σε πολιτειακό επίπεδο, με την επάνοδο του Αλέξη Γιαννούλια στο Ιλινόις να ξεχωρίζει, καθώς θεωρείται ένας υποσχόμενος πολιτικός που όντας μόλις 46 χρονών δεν αποκλείεται να διαγράψει τα επόμενα χρόνια μια σταθερά ανοδική πορεία προς την κεντρική αμερικανική πολιτική σκηνή.