Τη «μάχη» κατά του κορονοϊού την οποία είδε να δίνεται τον τελευταίο χρόνο σε οίκο ευγηρίας του Βερολίνου που επλήγη από την πανδημία περιγράφει ο Τόμας Γιόιτνερ, προτεστάντης πάστορας τονίζοντας πως «ίσως ο Ιησούς να εργαζόταν σήμερα σε ένα γηροκομείο».
Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή (για τους καθολικούς) ο Τόμας Γιόιτνερ όπως μεταδίδει η Deutsche Welle θυμάται… και δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του έναν εξαντλημένο υπάλληλο σε μια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων. «Ξέρετε, δεν πιστεύω στον Θεό», του είπε ο νεαρός εργαζόμενος, «αλλά προσεύχομαι για να επιβιώσουν όλοι όσοι ζουν εδώ και έχουν κορoνοϊό» του ψέλλισε στη συνέχεια.
Ο Τόμας Γιόιτνερ είναι προτεστάντης πάστορας στο Βερολίνο και το διεθνώς γνωστό «Παρεκκλήσι της Συμφιλίωσης» στο Μνημείο του Τείχους του Βερολίνου ανήκει στην ενορία του. Ο 60χρονος φροντίζει επίσης τους ανθρώπους σε μια μονάδα ηλικιωμένων εκεί κοντά. Η μονάδα με τις 63 κλίνες είναι ένα από τα 15.000 γηροκομεία στη Γερμανία. Χτυπήθηκε σοβαρά από την πανδημία το 2020. Ο ένας στους δύο ενοίκους πέθανε πέρυσι. Ο κορονοϊός δεν ήταν η αιτία θανάτου για όλους. Όλοι όμως υπέφεραν.
Ο θάνατος αντικατοπτρίζεται στις καθημερινές στατιστικές, αλλά σπάνια έχει πρόσωπο. Ένα πραγματικό δράμα. «Ήμασταν λίγο πριν από την εκκένωση από τον στρατό», λέει η Ούτε Γκέντε, επικεφαλής της μονάδας. Για πολλές εβδομάδες, οι ηλικιωμένοι βρίσκονταν απομονωμένοι στα δωμάτια και τους φρόντιζαν εκεί. Σχεδόν όλοι οι υπάλληλοι αρρώστησαν.
Η δύσκολη καθημερινότητα
Η 57χρονη Ούτε Γκέντε ήταν άρρωστη για τρεις εβδομάδες από κορωνοϊό. «Δεν ήμουν ποτέ τόσο άρρωστη στη ζωή μου», αναφέρει.
Η Γκέντε μιλάει και για το δεσμό με κάθε έναν από τους ενοίκους. Καθένας από αυτούς χρειάζεται φροντίδα, οι περισσότεροι από τους μισούς έχουν άνοια. Μιλάει ακόμα για την καταθλιπτική διάθεση πολλών κατά τη διάρκεια των πολλών εβδομάδων της καραντίνας,. «Στις 4 Ιανουαρίου, οι ένοικοι και οι εργαζόμενοι έκαναν τον πρώτο εμβολιασμό», λέει η διευθύντρια. Από τότε, η κατάσταση έχει εξομαλυνθεί. Ο οίκος ευγηρίας είναι απαλλαγμένος από κορονοϊό.
Λίγες εβδομάδες αργότερα έγινε στο γηροκομείο μνημόσυνο στην τραπεζαρία. Μουσική από τσέλο και πιάνο, η διευθύντρια διάβασε τα ονόματα 32 ατόμων και έδειξε φωτογραφίες. Ένός λεπτού σιγή. Δώδεκα κεριά άναψαν για τους δώδεκα μήνες του 2020. Κάποια στιγμή ο πάστορας προσευχήθηκε με τον ψαλμό 23 της Βίβλου. Κάποιοι από τους ενοίκους που «έφυγαν» ήξεραν καλά αυτό τον ψαλμό.
Ο κληρικός ήρθε πολλές φορές στο γηροκομείο το 2020 για να συνοδεύσει ανθρώπους στο θάνατο και να ευλογήσει τους νεκρούς. «Ήταν πιο δύσκολο για μένα από τις συνηθισμένες επισκέψεις. Οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες που είδα στα πρόσωπά τους με κατέθλιβαν», θυμάται.
Σκηνές μεγάλου πόνου
Έζησε τους ηλικιωμένους «να είναι πολύ υπομονετικοί και να έχουν μεγάλη λαχτάρα για μια επίσκεψη, να θέλουν οι συγγενείς τους να μπορούν να έρθουν. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι», όπως λέει. Ο πάστορας περιγράφει σκηνές στις οποίες συγγενείς στέκονταν μπροστά από το μεγάλο παράθυρο του σπιτιού για να κοιτάξουν μέσα, να χαιρετάνε, θυμάται το τραγούδι μιας ομάδας παιδιών ενός νηπιαγωγείου.
Ωστόσο ξανά και ξανά ο θάνατος. Οι στίχοι του ψαλμού για τη σκοτεινή κοιλάδα, με τους οποίους η εκκλησία τιμά τον πόνο και το θάνατο του Ιησού. Ο πάστορας το σκέφτεται ξανά και ξανά τη Μεγάλη Παρασκευή. Ανησυχεί για αυτή τη μοναξιά των ανθρώπων, του θανάτου. Και σκέφτεται το λόγο του Ιησού που υποφέρει, «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες».
Περιγράφει την προσπάθεια των εργαζομένων να φύγουν αυτοί οι άνθρωποι με αξιοπρέπεια και σεβασμό: «Δεν πρόκειται για μια δουλειά με υπολογιστή, πρόκειται για συναντήσεις με ανθρώπους».
Η εκκλησία του δεν θα λειτουργήσει την Μεγάλη Παρασκευή. «Θα ανοίξουμε τις εκκλησίες μας για έσωτερικό στοχασμό. Και το Πάσχα θα γιορτάσουμε τη λατρεία του Κυρίου στο ύπαιθρο. Θα είμαστε εκεί. Ως πιστοί με ελπίδα και συμπόνια. Δεν χρειάζονται λόγια. Οι μέρες του Πάσχα θα είναι σιωπηλές, όπως σιωπηλές είναι οι μέρες του κορωνοϊού», καταλήγει ο πάστορας.