Ουρές σχηματίζουν οι Νεοϋορκέζοι για μια γαλοπούλα, ενόψει της Ημέρας των Ευχαριστιών, καθώς οργάνωση αρωγής κατά της πείνας επιχειρεί να εξασφαλίσει το γιορτινό τραπέζι ενώ η πανδημία της COVID-19 έχει οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους στις ΗΠΑ στην ανεργία.
Η οργάνωση Τράπεζα Τροφίμων για την Πόλη της Νέας Υόρκης μοίρασε χθες Δευτέρα 500 γαλοπούλες, τρόφιμα σε κονσέρβες και λαχανικά σε εκατοντάδες οικογένειες στη γειτονιά του Χάρλεμ. Πολλοί από αυτούς έλεγαν ότι δεν είχαν ποτέ φανταστεί ότι θα χρειαζόντουσαν βοήθεια για να επιβιώσουν.
«Δεν σκέφτεσαι για τον εαυτό σου ότι θα καταλήξεις να βρίσκεσαι στην ουρά» είπε η Ρουθ Κρόουφορντ με δάκρυα στα μάτια την ώρα που περίμενε μαζί με τη μητέρα της για να πάρουν μια γαλοπούλα για το οικογενειακό τραπέζι στις 26 Νοεμβρίου.
«Είναι συγκλονιστικό και είναι λυπηρό. Δεν πιστεύεις ότι θα χάσεις τη δουλειά σου κι όμως συμβαίνει» πρόσθεσε, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ.
Οι τράπεζες τροφίμων σε όλες τις ΗΠΑ δέχονται πιέσεις λόγω των λίγων προμηθειών που διαθέτουν ενώ αυξάνεται η ζήτηση από οικογένειες που βρίσκονται σε ανάγκη καθώς η πανδημία του νέου κορονοϊού έχει οδηγήσει εκατομμύρια Αμερικανούς στην ανεργία.
Η Τράπεζα Τροφίμων για την Πόλη της Νέας Υόρκης διευκρίνισε ότι συνεργάζεται με την αλυσίδα σουπερμάρκετ Stop & Shop για να μοιράσει 2.000 γαλοπούλες κατά τη διάρκεια των δύο ερχόμενων εβδομάδων.
«Οι αριθμοί της COVID-19 αυξάνονται στην πόλη και μαζί με αυτούς και η ανάγκη των ανθρώπων» σημείωσε η Λέσλι Γκόρντον, η οποία είναι πρόεδρος και διευθύντρια της οργάνωσης αυτής αρωγής.
Σχεδόν 2 εκατομμύρια άνθρωποι στη Νέα Υόρκη εξακολουθούν να μην ξέρουν πως θα εξασφαλίσουν το επόμενο γεύμα τους, ενώ πριν από την πανδημία του νέου κορονοϊού αυτοί ανέρχονταν σε 1,5 εκατομμύριο, επισήμανε.
Για την Λίντα Βάνιερ, η οποία έχει βρεθεί στην ουρά της τράπεζας τροφίμων του Χάρλεμ και στο παρελθόν για την Ημέρα των Ευχαριστιών, οι κίνδυνοι για την υγεία λόγω της COVID-19 καθιστούν υποχρεωτικά σεμνή τη φετινή οικογενειακή συγκέντρωση.
«Μόνον εγώ και τα εγγόνια μου, κανένας άλλος, και ο γιος μου» είπε. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτ’ άλλο. Και επειδή εγώ είμαι 75, δεν έχω το περιθώριο να κολλήσω τίποτα. Οπότε πάμε εκ του ασφαλούς».