Ο όρος µποϊκοτάζ είναι ένας διεθνής όρος (γαλλικά: boycottage, αγγλικά: boycott) που συνήθως αποδίδεται ως εμπορική απομόνωση, άρνηση εμπορικής σχέσης και αντίστοιχων οικονομικών επαφών, αναφέρει η Wikipedia.
Από πού όμως προήλθε αυτός ο όρος;
Σύμφωνα με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Today I Found Out ο όρος «μποϊκοτάζ» προήλθε από τον Άγγλο Captain Charles C. Boycott, ο οποίος έζησε το 19ο αιώνα και –όπως μαντέψατε- δεν ήταν και τόσο δημοφιλής στις μάζες.
Λίγο πριν γίνει το μποϊκοτάζ στον Boycott, η κατάσταση στην Ιρλανδία είχε ως εξής: Το 2% του πληθυσμού κατείχε σχεδόν κάθε σπιθαμή γης στη χώρα.
Οι περισσότεροι γαιοκτήμονες δε ζούσαν καν στην Ιρλανδία, αλλά νοίκιαζαν τις εκτάσεις γης σε αγρότες με το χρόνο.
Προς τα μέσα του 19ου αιώνα πολλοί από αυτούς τους αγρότες συνασπίστηκαν έχοντας ως απώτερο σκοπό να πετύχουν τρία πράγματα: δίκαιο ενοίκιο, σταθερότητα στο χρόνο κατοχής και ελευθερία πωλήσεων.
Το Σεπτέμβριο του 1880 ο αρχηγός του πολιτικού κόμματος που είχε δημιουργηθεί την προηγούμενη δεκαετία (National Land League) και μέλος του κοινοβουλίου Charles Stewart Parnell έδωσε μια ομιλία στα μέλη της οργάνωσης.
Κατά τη διάρκεια αυτής, το οργισμένο πλήθος εξέφρασε την άποψη ότι κάθε καλλιεργητής-ενοικιαστής που κάνει προσφορά για τη γη κάποιου άλλου, στον οποίο έγινε έξωση, θα πρέπει να θανατώνεται.
Ο Parnell, όμως, αντιπρότεινε πως θα έπρεπε να ακολουθήσουν διαφορετική τακτική.
Αντί να προβαίνουν σε δολοφονίες, πρότεινε, ότι θα ήταν πιο χριστιανικό να «τον αποφεύγουν στις αγορές και στους χώρους λατρείας, να τον αφήνουν μόνο, απομονώνοντάς τον από τους υπόλοιπους σαν να ήταν λεπρός, για να του δείξουν πόσο μισητό ήταν το έγκλημα είχε διαπράξει».
Στην ουσία, αυτό που πρότεινε ήταν να του κάνουν μποϊκοτάζ, μόνο που τότε δεν είχε επικρατήσει ακόμη αυτός ο όρος.
Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά του όρου «μποϊκοτάζ» έγινε δύο εβδομάδες μετά την ομιλία του Parnell.
Εκείνη την εποχή ο Captain Charles Boycott εργαζόταν ως διευθυντής γης του κόμη του Erne, John Crichton.
Η συγκομιδή εκείνη τη χρονιά δεν ήταν καλή για πολλούς αγρότες, κι έτσι, ως παραχώρηση προς τους ενοικιαστές, ο Boycott αποφάσισε να μειώσει το ενοίκιό τους κατά 10%.
Οι ενοικιαστές όμως απαίτησαν μείωση της τάξης του 25%, κάτι που το αφεντικό του Boycott, ο κόμης του Erne, αρνήθηκε.
Τελικά, 11 από τους ενοικιαστές γης δεν πλήρωσαν καθόλου το ενοίκιό τους.
Τρεις ημέρες μετά ο Boycott ξεκίνησε τις διαδικασίες έξωσης, στέλνοντας την χωροφυλακή να κάνει τις παραδόσεις.
Όταν οι ενοικιαστές συνειδητοποίησαν ότι σε λίγο θα τους παρέδιδαν τα έγγραφα των εξώσεων, οι γυναίκες της περιοχής άρχισαν να πετούν πέτρες και κοπριά στη χωροφυλακή, μέχρι που αναγκάστηκαν να φύγουν χωρίς να καταφέρουν να αφήσουν τα χαρτιά. Χωρίς να έχουν παραδοθεί τα έγγραφα, κανείς δεν ήταν αναγκασμένος να εγκαταλείψει το σπίτι του.
Στη συνέχεια, το πλήθος αποφάσισε να ακολουθήσει τις προτάσεις κοινωνικού εξοστρακισμού του Parnell κατά του Boycott και οποιουδήποτε άλλου εργαζόταν γι’ αυτόν.
Σύντομα όσοι εργάζονταν για εκείνον έφυγαν, ενώ αναγκάστηκαν από τους υπόλοιπους να συνταχθούν μαζί τους στον εξοστρακισμό του.
Ο Boycott τελικά απέμεινε να διευθύνει μια τεράστια έκταση γης, όμως χωρίς καθόλου εργάτες στα χωράφια του.
Οι υπόλοιποι επαγγελματίες επίσης σταμάτησαν να συνεργάζονται μαζί του, ενώ ο ίδιος δε μπορούσε καν να αγοράσει τρόφιμα από την περιοχή, ενώ το να τα αγοράσει από μακρινές περιοχές ήταν επίσης δύσκολο καθώς κανένας οδηγός, καπετάνιος ή έμπορος δεν ήθελε να εργαστεί μαζί του.
Στα τέλη του Νοέμβρη ο Boycott αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι του και να διαφύγει στο Δουβλίνο.
Ακόμη κι εκεί όμως αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα, ενώ όσοι θέλησαν να συνεργαστούν μαζί του απειλήθηκαν επίσης με «μποϊκοτάζ».
Η πρακτική του «μποϊκοτάζ» εξαπλώθηκε γρήγορα και μέσα σε μια δεκαετία, όταν μια επιχείρηση έκανε κάτι με το οποίο δε συμφωνούσε η οργάνωση Irish National Land League, σύντομα γνώριζε τις συνέπειες του μποϊκοτάζ.
Το 1888, οκτώ χρόνια μετά το πρώτο μποϊκοτάζ, η λέξη εντάχθηκε στο λεξικό New English Dictionary, το γνωστό σήμερα Oxford English Dictionary.