Στις 28 Αυγούστου του 1955 ο Έμετ Τιλ, ένα 14χρονο αγόρι, απήχθη από το σπίτι συγγενούς του στο Δέλτα του Μισισιπή, ξυλοκοπήθηκε άγρια προτού δολοφονηθεί με μία σφαίρα στο κεφάλι και το πτώμα του πετάχτηκε στο ποτάμι, όπου εντοπίστηκε μετά από τρεις μέρες. Το έγκλημά του; Φλέρταρε με μία 21χρονη παντρεμένη λευκή γυναίκα σε ένα μαγαζί. Οι δράστες του αποτρόπαιου φόνου δεν ήταν άλλοι από τον σύζυγο της γυναίκας και τον ετεροθαλή αδελφό του, οι οποίοι ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να «τιμωρήσουν» τον Τιλ. Το γεγονός έλαβε μεγάλη δημοσιότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκαλώντας κύματα οργής στις κοινότητες των μαύρων, και όχι μόνο. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι παρέστησαν στην κηδεία του. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο οι δύο δράστες αθωώθηκαν από ένα σώμα ενόρκων αποτελούμενο αποκλειστικά από λευκούς, και δε δίστασαν ένα χρόνο μετά σε συνέντευξή τους να παραδεχθούν δημόσια ότι ναι, αυτοί το έκαναν. Έπρεπε να περάσουν πολλές δεκαετίες για να αποκαλύψει το «θύμα», η Κάρολιν Μπραντ, ότι τα πράγματα δεν είχαν γίνει ακριβώς όπως τα είχε διηγηθεί. Το 2007, στα 72 της χρόνια, παραδέχθηκε ότι είχε πει ψέματα και ο Τιλ δεν την είχε παρενοχλήσει λεκτικά ή σωματικά. Το τι ακριβώς συνέβη στην πραγματικότητα δεν θα το μάθουμε μάλλον ποτέ – η ίδια είπε ότι δε θυμάται μετά από τόσα χρόνια. Κι ακόμα κι αν το μάθουμε, ποιος θα τιμωρηθεί; Οι δύο καθ’ ομολογίαν δράστες έχουν πια αποδημήσει εις Κύριον… Η παραπάνω ιστορία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοδικίας. Ένα παράδειγμα που μας υποδεικνύει πόσο επικίνδυνο είναι να παίρνει ο καθένας το νόμο στα χέρια του και να το παίζει Θεός με τις ζωές των άλλων.
Ο νεάντερταλ μέσα μας
Θα έλεγε κανείς ότι η αυτοδικία είναι η πιο πρωτόγονη μέθοδος απόδοσης δικαιοσύνης, που μάλλον μας έχει μείνει κατάλοιπο από τότε που ήμασταν ακόμα πίθηκοι. Η λογική είναι: «Ουγκ, εκείνος ο πίθηκος με στραβοκοιτάζει, μάλλον θα θέλει να με σκοτώσει και να μου φάει την μπανάνα, θα τον σκίσω». Δεν έχει σημασία αν όντως ο άλλος σε στραβοκοιτάζει, αν όντως θέλει το κακό σου. Σημασία έχει ότι για σένα αποτελεί μία απειλή που πρέπει να εξοντωθεί για να επιβιώσεις εσύ. Είναι κι αυτό ένα από αυτά τα πρωτόγονα ένστικτα που έπρεπε να αφήσουμε πίσω μας για να ζήσουμε πολιτισμένα, σε οργανωμένες κοινωνίες. Γιατί αν ήταν να σκοτώναμε ο ένας τον άλλο γιατί απλά έτσι μας τη βάραγε, τότε δε θα ήμασταν κοινωνία, θα ήμασταν ζούγκλα. Βέβαια, σε κάποιους αυτά τα ένστικτα παραμένουν ισχυρά – τι να κάνουμε, το να είμαστε πολιτισμένοι είναι κόντρα στη φύση μας, και θέλει μία προσπάθεια για να δαμάσουμε τον νεάντερταλ που κρύβουμε μέσα μας. Ο νεάντερταλ μέσα μας φωνάζει για αυτοδικία. Όταν κάποιος μας αδικεί, φωνάζει για εκδίκηση. Όταν αισθάνεται απειλή, φωνάζει για ακραίες αντιδράσεις. Όταν αισθάνεται ανώτερος από τον άλλο, φωνάζει για να τον πατήσεις κάτω και να τον κάνεις ένα με το χώμα. Όμως η αυτοδικία δεν έχει καμία θέση σε μία δημοκρατική κοινωνία. Γιατί σε μία δημοκρατική κοινωνία υπάρχουν δικαστήρια που κάνουν αυτήν τη δουλειά. Το θέμα, βέβαια, είναι πώς την κάνουν.
Ο Μπάτμαν και ο Λιντς
Πολλές φορές ένας παράγοντας που οδηγεί στην αυτοδικία είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη. Αν κάποιος σε βλάψει και ξέρεις ότι, ακόμα κι αν τον καταγγείλεις στην αστυνομία και δικαστεί , θα τη σκαπουλάρει, τότε μπορεί να σκεφτείς ότι θα ήταν καλύτερο να αποδώσεις εσύ ο ίδιος δικαιοσύνη, τιμωρώντας τον αυτοβούλως, ώστε να μην μπορεί να γλιτώσει. Είναι δηλαδή αυτό που κάνει ο Μπάτμαν στο Γκόθαμ Σίτι: «καθαρίζει» μόνος του την πόλη από τα κακοποιά στοιχεία, καλύπτοντας το κενό της διεφθαρμένης αστυνομίας και της ανίκανης δικαιοσύνης. Όμως αυτά γίνονται στα κόμικς. Η καθημερινή ζωή δεν είναι Γκόθαμ Σίτι και ο Τάκης δεν είναι ο σκοτεινός ιππότης του Πετράλωνα Σίτι. Σε μία δημοκρατική κοινωνία το παιχνίδι παίζεται με κανόνες. Όποιος δεν μπορεί ή δε θέλει να παίξει με τους κανόνες, αποβάλλεται για να μπορέσουν οι υπόλοιποι να παίξουν με την ησυχία τους. Δεν επιβάλλει τους δικούς του. Όσο αγαθές κι αν είναι οι προθέσεις κάποιου που θέλει να πάρει το νόμο στα χέρια του, η αυτοδικία είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα. Δικαιοσύνη ήθελαν να αποδώσουν οι δολοφόνοι του Έμετ Τιλ. Δικαιοσύνη πίστευαν ότι αποδίδουν τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν. «Δικαιοσύνη» θεωρούν πως αποδίδουν οι περισσότερες τρομοκρατικές οργανώσεις. Στο όνομα της «Δικαιοσύνης» έχουν γίνει εγκλήματα ανείπωτα, από δολοφονίες ανθρώπων μέχρι πογκρόμ σε βάρος ολόκληρων εθνοτικών ομάδων. Ποιος είναι αυτός που θα πει ότι το δίκιο του είναι ανώτερο από το δίκιο των άλλων; Ίσως ο Λιντς. Αυτός ο γαιοκτήμονας από τη Βιρτζίνια των ΗΠΑ που σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία έδωσε το όνομά του στον «νόμο του Λιντς», το γνωστό μας λιντσάρισμα, καθώς κατά την Αμερικανική Επανάσταση, στα τέλη του 18ου αιώνα, ήταν επικεφαλής ενός αυτοσχέδιου δικαστηρίου που «τιμωρούσε» υπόπτους ως συμπαθούντες των Άγγλων με μαστιγώματα, κατασχέσεις περιουσιών και άλλες τέτοιες ποινές. Το παράδειγμά του ενέπνευσε πολλούς έκτοτε.
Ποιος δικάζει τους δικαστές;
Τα πράγματα αρχίζουν να μπλέκουν όταν οι νόμοι δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν. Όταν αυτοί που βγάζουν τους νόμους και αυτοί που τους εφαρμόζουν παραβαίνουν τους κανόνες της κοινής λογικής ή των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αν αύριο ψηφιστεί ένας νόμος που ορίζει ότι όλοι πρέπει να κόψουμε με πριόνι το δεξί μας χέρι, όποιος δεν το κάνει θα είναι παράνομος. Όμως ποιος θα μου πει «γιατί δεν κόβεις το χέρι σου ρε, τι είσαι, κανένας αντιδημοκράτης;». Ακραίο το παράδειγμα, εντάξει. Ας δούμε λοιπόν ένα λιγότερο ακραίο παράδειγμα. Αυτό της Ρόζα Παρκς, της μαύρης γυναίκας που αρνήθηκε να δώσει τη θέση της στο λεωφορείο σε έναν λευκό. Η άρνησή της αυτή ήταν παράνομη, σύμφωνα με την πολιτική φυλετικού διαχωρισμού που ίσχυε στις ΗΠΑ. Όμως ήταν απολύτως λογική. Και πυροδότησε ένα ολόκληρο κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων. Σε αυτήν την περίπτωση, η ανυπακοή της Ρόζα Παρκς ήταν που οδήγησε στο να αλλάξει ένας κακός νόμος. Ή μήπως δεν ήταν παράνομος ο Νέλσον Μαντέλα, που φυλακίστηκε για πάνω από 25 χρόνια στη Νότια Αφρική για την επαναστατική του δράση κατά του απαρτχάιντ; Σημειωτέον ότι και η Ρόζα Παρκς και ο Νέλσον Μαντέλα έδρασαν σε (θεωρητικά τουλάχιστον) δημοκρατικές κοινωνίες, όχι σε δικτατορίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις δε μιλάμε για αυτοδικία, αλλά για ακτιβισμό. Ενεργό δράση δηλαδή απέναντι σε ένα άδικο σύστημα, με σκοπό να το αλλάξουμε. Και πάλι, βέβαια, κάποιοι βαφτίζουν «ακτιβισμό» τις ρατσιστικές επιθέσεις – στο κάτω-κάτω, κι οι ρατσιστές να αλλάξουν τον κόσμο θέλουν, απλά προς το χειρότερο. Αλλά δε βγάζεις άκρη με αυτές τις καταστάσεις.
Ναι, και λοιπόν;
Φοβάμαι πως συμπέρασμα δε βγαίνει. Γιατί ναι, σε μία ιδανική κοινωνία, η αυτοδικία είναι εντελώς ξένη. Αλλά οι κοινωνίες μας δεν είναι ιδανικές. Και όσο οι άνθρωποι θα αισθάνονται ότι η Δικαιοσύνη, η επίσημη Δικαιοσύνη, είναι για λίγους και όχι για όλους, τόσο θα νιώθουν την ανάγκη να επιβάλουν τη δική τους δικαιοσύνη. Που ναι, κάποιες φορές μπορεί να είναι και πιο δίκαια. Αλλά η ιστορία μας δείχνει ότι συνήθως είναι ακόμα χειρότερη. Σκεφτείτε το καλά αυτό κάθε φορά που λέτε «καλά του έκανε» ή «καλά να πάθει». Σκεφτείτε καλά τι σημαίνει να βρίσκει χειροκροτητές μία πράξη αυτοδικίας, να επικροτείται αυτός που παίρνει το νόμο στα χέρια του αντί να περιθωριοποιείται. Σκεφτείτε τι σημαίνει για την κοινωνία μας, για το ποιοι είμαστε και το πώς σκεφτόμαστε.