Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Τριανταφυλλίδη, το «λιντσάρω» αναφέρεται σε «πλήθος ανθρώπων» και σημαίνει «επιτίθεμαι με σκοπό να κακοποιήσω κάποιον που τον θεωρώ ένοχο, υπεύθυνο για κάτι» ή ακόμα και «σκοτώνω με τα ίδια μου τα χέρια, χωρίς δίκη, αυτοδικώ». Η λέξη πέρασε στα ελληνικά από τις ΗΠΑ, καθώς εκεί γεννήθηκε και γενικεύτηκε η πρακτική της αυτοδικίας, πώς δηλαδή με συνοπτικές και εξωδικαστικές διαδικασίες μπορείς να καταστείλεις εξεγέρσεις ή να τιμωρήσεις δράστες εγκλημάτων. Και μπορεί αρχικά οι αμερικανοί πατριώτες να τα είχαν με τους οπαδούς του βρετανικού στέμματος και τους κάθε λογής κλέφτες μετά, ο όρος χρησιμοποιήθηκε ωστόσο σύντομα για να περιγράψει τη θανάτωση Αφροαμερικανών από πλήθη εξαγριωμένων λευκών, για κάθε αιτία που μπορείς ή όχι να φανταστείς. Ως «Λύντσειος τιμωρία» ή και «λυντσισμός» πέρασε στη γλώσσα μας το αμερικάνικο «lynching» ήδη από τον 19ο αιώνα, με τα χρόνια οι όροι απλοποιήθηκαν ωστόσο σε «λυντσάρισμα» και μετά το 1976 έφτασε να γράφεται «λιντσάρισμα». Ποια ήταν όμως αυτός ο «Λύντσειος Νόμος» που τόσο σημάδεψε την Αμερική και συνεχίζει δυστυχώς να μαστίζει ακόμα και σήμερα τις σύγχρονες κοινωνίες;

Πώς ξεκίνησαν όλα
Ο λοχαγός Γουίλιαμ Λιντς (1742-1820) από την κομητεία Πιτσιλβάνια της Βιρτζίνια αναφέρεται από κάποιες πηγές ως εμπνευστής του όρου. Και της ανατριχιαστικής πρακτικής, αλίμονο. Την έκφραση «Νόμος του Λιντς» χρησιμοποίησε ωστόσο για πρώτη φορά το 1782 ένα επιφανές μέλος της κοινωνίας της Βιρτζίνια, ο γαιοκτήμονας και πολιτικός αργότερα Τσαρλς Λιντς (1736-1796), κι αυτό για να περιγράψει το πώς έπνιξε στο αίμα μια μικροεξέγερση Αμερικανών πιστών στο βρετανικό στέμμα δυο χρόνια πρωτύτερα, κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Όσοι θεωρήθηκαν ένοχοι ή ακόμα και ύποπτοι, σύρθηκαν σε ένα λαϊκό δικαστήριο δικής του έμπνευσης και με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάστηκαν σε μαστίγωμα, κατάσχεση περιουσίας, δήλωση μεταμέλειας και υποχρεωτική στράτευση στον επαναστατικό στρατό. Οι εξωδικαστικές αυτές ποινές του Τσαρλς επικυρώθηκαν το 1782 από τη Γενική Συνέλευση της Βιρτζίνια, δίνοντας έτσι υπόσταση στην κοινοτική αυτοδικία. Επόμενος σταθμός στην ιστορία του όρου είναι το 1811, όταν ο λοχαγός Γουίλιαμ Λιντς διεκδίκησε την πατρότητα του ήδη γνωστού και διαβόητου «Νόμου του Λιντς», λέγοντας πως πράγματι ερχόταν από το 1780, μόνο που ήταν αυτός και οι γείτονές του από την Πιτσιλβάνια αυτοί που κατέληξαν σε ένα δικό τους λαϊκό δικαστήριο, πλήρως ανεξάρτητο από τον θεσμό της δικαιοσύνης. Παρουσίασε και ένα κιτάπι που περιέγραφε υποτίθεται τις βασικές αρχές του λιντσαρίσματος, μόνο που οι σύγχρονοι ιστορικοί ισχυρίζονται πως είναι μεταχρονολογημένο. «Η συμμαχία της κομητείας Πιτσιλβάνια, αν σχηματίστηκε ποτέ, ήταν τόσο σκοτεινή σε σχέση με τη γνωστότατη κατάπνιξη της εξέγερσης στη νοτιοδυτική Βιρτζίνια που η χρήση του όρου από τον Τσαρλς Λιντς μοιάζει πιο πιθανό να προήλθε από τις δικές του πράξεις παρά από τον Γουίλιαμ Λιντς», διαβάζουμε στα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ.
Παρά το γεγονός πως δεν υπάρχει καθολική συναίνεση για την ετυμολογία, οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν πως ο όρος ανήκει στον Τσαρλς Λιντς και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μια πολίχνη της νότιας Βιρτζίνια, το Λίντσμπεργκ. Ο οικισμός είχε ιδρυθεί το 1757 και είχε πάρει το όνομά του από τον γαιοκτήμονα Τζον Λιντς. Ο Τζον είχε έναν πατριώτη αδελφό, τον Τσαρλς ναι, ο οποίος στα χρόνια της Αμερικανικής Επανάστασης είχε στήσει ένα αυτοσχέδιο δικαστήριο ώστε να τιμωρεί με συνοπτικές διαδικασίες τους συμπαθούντες του βρετανικού στέμματος. Περιττό να αναφερθεί πως το Λίντσμπεργκ μετατράπηκε στα χρόνια του αμερικανικού εμφυλίου σε βάση ανεφοδιασμού του στρατού της Συνομοσπονδίας και το λαϊκό του δικαστήριο λίντσαρε πια Αφροαμερικανούς. Ο κατεξοχήν ιστορικός του «Νόμου του Λιντς», James Elbert Cutler, στη μνημειώδη δουλειά του για την ιστορία της ετυμολογίας του όρου το 1905 ισχυρίζεται μάλιστα πως για πρώτη φορά τον συναντάμε στην Ιρλανδία το 1493, αποδίδοντάς τον στον Τζέιμς Λιντς, δήμαρχο και διοικητή της αστυνομίας του Γκόλγουεϊ. Αυτός κρέμασε τον γιο του χωρίς δίκη, επειδή σκότωσε τον ανιψιό ενός καλού του φίλου, Ισπανού. Αναφέρει και μια δεύτερη πιθανή πηγή, έναν Βρετανό ονόματι Λιντς που στάλθηκε στις βρετανικές κτήσεις το 1687 για να καθαρίσει τους εμπορικούς δρόμους από τους πειρατές και είχε την κακιά συνήθεια να κρεμά τους κουρσάρους χωρίς δίκες. Ο καθηγητής Cutler, πρωταρχική πηγή σε κάθε συζήτηση για το πώς βγήκε το λιντσάρισμα, το αποδίδει πάντως στον Τσαρλς Λιντς της Βιρτζίνια, τσιφλικάς και ειρηνοδίκης κατόπιν, που διαδραμάτιζε κεφαλαιώδη ρόλο στην πόλη που είχε ιδρύσει ο αδελφός του. Ο ιστορικός μάς λέει πως ήταν πρακτικά αδύνατο να λειτουργήσει το ποινικό σύστημα εκεί στα πρώτα χρόνια της Αμερικανικής Επανάστασης, καθώς τα δικαστήρια της κομητείας ασχολούνταν αποκλειστικά με την προκαταρκτική εξέταση των υποθέσεων, καθώς η εκδίκαση γινόταν μόνο στο «μεγάλο» δικαστήριο του Γουίλιαμσμπεργκ, μιας πόλης πάνω από 250 χιλιόμετρα μακριά. Εκεί έπρεπε να μεταφερθούν τόσο οι κατηγορούμενοι όσο και οι μάρτυρες, πράγμα ανεφάρμοστο, την ίδια ώρα που στον δύσκολο δρόμο καραδοκούσαν τόσο οι Άγγλοι όσο και συμμορίες παράνομων. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες έστησε ο Τσαρλς και κάποιοι ακόμα επιφανείς κάτοικοι του Λίντσμπεργκ το δικό τους δικαστήριο ώστε να παρατίθενται γρήγορα και αποφασιστικά με τους εγκληματίες. Η κοινότητα πήρε τον νόμο στα χέρια της και ο Τσαρλς μεταμορφώθηκε σε αυτόκλητο δικαστή. Στο στόχαστρο του πατριώτη μπήκαν αρχικά οι συμπολίτες του που έβλεπαν τους Άγγλους με καλό μάτι. Η ποινή ήταν 39 βουρδουλιές στην πλάτη και αν ο κατηγορούμενος δεν συμμορφωνόταν ώστε να δηλώσει υπακοή στους επαναστατικούς σκοπούς, τον κρεμούσαν από κάποιο μέλος του σώματός του (χέρι ή πόδι) μέχρι να έρθει στα συγκαλά του. Σε ένα βιβλίο μάλιστα της εποχής, το «Sketches of the Life and Character of Patrick Henry» του William Wirt που κυκλοφόρησε το 1818, ο συγγραφέας παραθέτει ένα σημείωμα τοπικού δικαστή από το 1792, στο οποίο αναφέρει ο δικαστικός πως οι καταγγελίες για εφαρμογή του Νόμου του Λιντς είχαν ξεπεράσει πια κάθε προηγούμενο…
Τι έγινε μετά
Τα μεγάλα αμερικανικά λεξικά συμπεριέλαβαν στα λήμματά τους τον όρο από τα μέσα του 19ου αιώνα. Στις μικρές ιστορίες που δημοσίευαν για το πώς και το πού εφαρμοζόταν ο Νόμος του Λιντς από τον γαιοκτήμονα της Βιρτζίνια είχαν προστεθεί πια και πολλοί ακόμα δίπλα στους «προδότες» φιλοβρετανούς. Αν και η βασική ποινή παρέμενε το μαστίγωμα. Ο Cutler τοποθετεί την αλλαγή της τιμωρίας στις δεκαετίες μεταξύ 1840-1880, όταν τα πράγματα έγιναν σαφώς φριχτότερα. Τώρα, μας λέει ο ιστορικός, ο όρος «λιντσάρισμα» είχε γίνει συνώνυμο με το «κρέμασμα». Εκεί που κάποτε οι τιμωρίες ήταν το μαστίγωμα, η κατάσχεση της περιουσίας και ο εξοστρακισμός από την πόλη, η μαζική αυτοδικία περιλάμβανε πια κρέμασμα, κάψιμο στην πυρά, διαμελισμό από άλογα και φονικό ξυλοδαρμό από μανιασμένο όχλο. Από τα στατιστικά στοιχεία που είναι σήμερα διαθέσιμα, η πλειονότητα των λιντσαρισμάτων έλαβε χώρα στις νότιες και δυτικές πολιτείες των ΗΠΑ και αφορούσε πια κατεξοχήν στον αφροαμερικανικό πληθυσμό. Το βαθιά ριζωμένο μίσος των Νοτίων κατά της μαύρης κοινότητας απαθανατίστηκε στην αποτρόπαιη πρακτική και το λιντσάρισμα έφτασε να έχει ακόμα και ρόλο αποτροπής. Ο ιστορικός Walter White εξηγεί πως το λιντσάρισμα γινόταν στη βάση τριών στρεβλών πεποιθήσεων: «1) οι νέγροι καταφεύγουν σε σεξουαλικά εγκλήματα, 2) μόνο με το λιντσάρισμα μπορείς να προστατεύσεις τις λευκές γυναίκες, 3) οι φριχτές πράξεις των μαύρων μπορούν να αποσοβηθούν μόνο με χρήση ακραίας βίας». Στις ελάχιστες μάλιστα καταγεγραμμένες εξεγέρσεις των μαύρων σκλάβων του Νότου, οι λευκοί απαντούσαν με απίστευτη βιαιότητα. Πίστευαν εξάλλου πως κάθε λευκός, όσο κακός, διεστραμμένος και εγκληματικός κι αν είναι, ήταν απείρως πιο ανώτερος «από τον καλύτερο νέγρο που έζησε ποτέ», όπως παρατηρεί ο White. Χαρακτηριστικός είναι εδώ ο πίνακας που δημοσίευσε η εφημερίδα «Chicago Tribune» τον Ιανουάριο του 1892 με τα λιντσαρίσματα μεταξύ 1882-1883: «το 1882, 52 νέγροι δολοφονήθηκαν από τον όχλο, το 1883, 39 νέγροι δολοφονήθηκαν από τον όχλο, το 1884, 53 νέγροι, το 1885, 77 νέγροι, το 1886, 73 νέγροι, το 1887, 70 νέγροι, το 1889, 95 νέγροι, το 1890, 100 νέγροι, το 1891, 169 νέγροι». Από αυτούς «οι 269 για βιασμό, οι 253 για φόνο, οι 44 για κλοπή, οι 37 για εμπρησμό, οι 4 για διάρρηξη, οι 27 για φυλετικές διακρίσεις, οι 13 επειδή καυγάδισαν με λευκό, οι 10 επειδή απείλησαν, οι 7 επειδή εξεγέρθηκαν, οι 5 για επιμιξία και οι 32 για κανέναν απολύτως λόγο». Έτσι γράφει, «για κανέναν απολύτως λόγο»! Και όπως σημειώνει η εφημερίδα, οι λευκοί «απόλαυσαν πραγματικά τις βάρβαρες πράξεις κατά των αμερικανών νέγρων». Πλέον ήταν η εποχή της παντοδυναμίας της Κου Κλουξ Κλαν, που εξαργύρωνε τον φόβο του κοσμάκη σε φόνους και βία. Ειδικά στα χρόνια της λεγόμενης Δεύτερης ΚΚΚ, μεταξύ 1915-1944, ο Νόμος του Λιντς καπέλωσε κυριολεκτικά τη θεσμοθετημένη δικαιοσύνη σε πολλές γωνιές των ΗΠΑ. Ακόμα και το 1959 λίντσαραν μαύρους στο Μισισιπή και η αιματοβαμμένη ιστορία του Mack Charles Parker παραμένει εδώ σταθμός πως η κοινωνία των λευκών δεν είχε προχωρήσει βήμα σε όρους αυτοδικίας. Το λιντσάρισμα συνδέθηκε με την ίδια την ιστορία του αμερικανικού έθνους, αν και είναι σαφές πως δεν εφαρμόστηκε μόνο εκεί ούτε τα πράγματα σταμάτησαν τότε. «Ειδεχθές αίνιγμα» το αποκαλούν συχνά οι ιστορικοί που ασχολούνται με τον Νόμο του Λιντς, προσπαθώντας να καταλάβουν δηλαδή γιατί ο όχλος αποζητά να πάρει τον νόμο στα χέρια του, απειλώντας την ίδια τη δημοκρατία και το ευνομούμενο των σύγχρονων πολιτειών. Ίσως είναι αυτό που παρατηρεί η «Chicago Tribune» ήδη από το 1892, πως «τα λιντσαρίσματα συμβαίνουν κυρίως σε περιόδους αδράνειας και ανεργίας των κατώτερων τάξεων»…