Την πρώτη ευκαιρία είχαν χθες τα μέλη του Κογκρέσου να ρωτήσουν ηγετικά στελέχη του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης σχετικά με μία ογκώδη εσωτερική αναφορά για τους χειρισμούς που έκανε το FBI στην έρευνα για τη διαχείριση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Χίλαρι Κλίντον.
Ωστόσο, τα μέλη της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Γερουσίας ενδιαφέρθηκαν κυρίως να παρουσιάσουν τις εκατέρωθεν κομματικές απόψεις Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών σχετικά με την υπόθεση, σχολιάζει το «Politico».
Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ακρόαση είχε διάρκεια άνω των τριών ωρών, με τον γενικό επιθεωρητή του υπουργείου Δικαιοσύνης Μάικλ Χόροβιτζ και τον διευθυντή του FBI Κρίστοφερ Ρέι να μοιάζουν με θεατές, κάποιες στιγμές, που τα μέλη της επιτροπής εξέφραζαν κομματικές απόψεις για την εδώ και καιρό αναμενόμενη δημοσιοποίηση της αναφοράς, γύρω από τους χειρισμούς του FBI.
Το FBI στη διάρκεια της έρευνας έδειξε μία πρωτοφανή πολιτική προκατάληψη σε βάρος του πρόεδρου Ντόναλντ Τραμπ, υποστήριξαν οι Ρεπουμπλικάνοι. Αντιθέτως οι Δημοκρατικοί τόνισαν ότι η οποιαδήποτε προκατάληψη δεν επηρέασε την έρευνα που έκανε το FBI για την υπόθεση της Κλίντον, τονίζοντας ότι η αναφορά δημοσιοποίησε αποφάσεις που μόνο βοήθησαν τον Τραμπ.
Στις ερωτήσεις που τέθηκαν τόσο ο Χόροβιτζ όσο και ο Ρέι δεν αποκάλυψαν νέες πληροφορίες σχετικά με την αναφορά, προκαλώντας αμηχανία στα μέλη της επιτροπής.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Δικαιοσύνης, ο Τσακ Γκράσλεϊ από την Αϊόβα, επεσήμανε ότι η αναφορά του υπουργείου Δικαιοσύνης αποκάλυψε πολυάριθμα μηνύματα κινητών τηλεφώνων στα οποία πρόσωπα που είχαν ουσιαστικό ρόλο στην έρευνα για τον χειρισμό των ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Κλίντον επιτέθηκαν σκληρά στον Τραμπ. Μερικά από τα στελέχη αυτά του FBI, συμμετείχαν αργότερα και στην έρευνα που πραγματοποιούσε η αναφερόμενη υπηρεσία για το ενδεχόμενο συνωμοσίας μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και της Ρωσίας.
«Εάν ο γενικός επιθεωρητής δεν εντόπιζε τα μηνύματά τους κατά του Τραμπ, αυτοί θα βρίσκονταν μέχρι σήμερα στις θέσεις τους. Θα συμμετείχαν ακόμη στην έρευνα για την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ. Θυμηθείτε τα γεγονότα κάθε φορά που ακούτε ειδήσεις ή τους φίλους μου στο Δημοκρατικό Κόμμα να ισχυρίζονται ότι η αναφορά δεν εντόπισε ‘προκατάληψη’. Θα το ακούσετε αυτό πολλές φορές σήμερα, αλλά μην παρασυρθείτε», είπε ο Γκράσλεϊ.
Στην ίδια επιτροπή συμμετέχει και η υψηλόβαθμη γερουσιαστής των Δημοκρατικών, Νταϊάν Φαϊνστάιν, η οποία επεσήμανε την κριτική που ασκεί η αναφορά στον πρώην διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ και στην απόφασή του να δημοσιοποιήσει την επανέναρξη της έρευνας για τα ηλεκτρονικά μηνύματα της Κλίντον τον Οκτώβριο του 2016. Η απόφαση του Κόμεϊ δημοσιοποιήθηκε περίπου δύο εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών. Η ίδια τόνισε ότι παράλληλη έρευνα για το ενδεχόμενο συνωμοσίας μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και της Ρωσίας πραγματοποιείτο πριν από τις εκλογές αλλά δεν δημοσιοποιήθηκε πριν από το 2017. «Οι δύο έρευνες πραγματοποιούνταν στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά μόνο η έρευνα για την Κλίντον συζητήθηκε δημόσια. Το γεγονός αυτό βοήθησε τον προεδρικό υποψήφιο Τραμπ, ενώ έβλαψε την προεδρική υποψήφια Κλίντον», είπε η ίδια.
Ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών Πάτρικ Λίχι, που είναι μέλος της ίδιας επιτροπής, δήλωσε πως ήταν παράξενο για τον Τραμπ να υποστηρίζει ότι ήταν θύμα μιας ουσιαστικής προκατάληψης που είχε το FBΙ εναντίον του. «Εάν το FBI προσπαθούσε να βοηθήσει την Κλίντον στις εκλογές, δεν θα μπορούσε να είχε κάνει χειρότερη δουλειά. Το κάθε απλό παραστράτημα του FBI είχε συνέπειες για την Χίλαρι Κλίντον και από την άλλη μεριά, βοηθούσε τον Ντόναλντ Τραμπ», υποστήριξε.
Μετά τη δημοσιοποίησή της, η αναφορά του υπουργείου Δικαιοσύνης χρησιμοποιήθηκε από τον πρόεδρο Τραμπ και τους πολιτικούς του συμμάχους ως ένα ουσιαστικό εργαλείο υποβάθμισης της αξιοπιστίας της έρευνας του ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μάλερ για τη Ρωσία.
Ο Μάλερ διερευνά το ενδεχόμενο συνωμοσίας μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και της Ρωσίας ή το ενδεχόμενο παρεμπόδισης του έργου της δικαιοσύνης από τον Αμερικανό πρόεδρο ή υψηλόβαθμα στελέχη του Λευκού Οίκου. Ο ίδιος έχει και ειδικά εισαγγελικά καθήκοντα για την απαγγελία κατηγοριών, μετά τη σύμφωνη γνώμη σώματος ενόρκων (grand jury).