Κατά τη διάρκεια της παραμονής της αποστολής της ActionAid Ελλάς στην Ουγκάντα, είχαμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε, εκτός από την πρωτεύουσα Καμπάλα και το χωριό Γκαλαγκάλα, μία ακόμη πόλη. Για πέντε βράδια, φιλοξενηθήκαμε στο Παντέρ, κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας. Ουγκάντα – Αποστολή, Newsbeast.gr Κείμενο: Βίκτωρας Μοντζέλλι Φωτογραφίες: Σύνη Αστρά Το πρωί της τρίτης μέρας αφιερώσαμε λίγο από τον χρόνο μας για να περπατήσουμε στο Παντέρ και να καταγράψουμε την καθημερινότητά του. Τέσσερα μέλη της αποστολής – η υπεύθυνη Τύπου της ActionAid Ελλάς, Άννα Μπότσογλου, ο κινηματογραφιστής της ActionAid Ελλάς, Γιώργος Γεωργόπουλος, η φωτογράφος Σύνη Αστρά και εγώ- έπρεπε να ενημερώσουν και να πάρουν άδεια από τις τοπικές Αρχές. Με τη βοήθεια της ActionAid Ουγκάντας περάσαμε από τρία διοικητικά γραφεία. Η μίνι… «ανάκριση» ξεκίνησε από τον Περιφερειάρχη της περιοχής. Αφού περιμέναμε πέντε-δέκα λεπτά έξω από το γραφείο του, μας δέχτηκε αρχικά με απόλυτη σοβαρότητα και μετέπειτα αρκετά φιλικά. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, είναι πως όση ώρα μιλούσαμε, είχε μπροστά του χαρτιά με πληροφορίες για όλους εμάς. Ένα μικρό βιογραφικό για τον καθέναν, μαζί με τη φωτογραφία που το συνόδευε. Πληροφορίες που είχαμε στείλει πριν ξεκινήσουμε το ταξίδι από την Ελλάδα. «Ήξερα πως είστε εδώ αλλά ήθελα να δω τα πρόσωπά σας», μας είπε και επισήμανε πως έπαιρναν τηλέφωνο στο γραφείο του οι κάτοικοι της πόλης και ρωτούσαν τι κάνουν τόσοι πολλοί λευκοί στα μέρη τους… Με αυστηρό ύφος, σχεδόν ψαρωτικό, απευθύνθηκε σε εμάς λέγοντας: «Πείτε μου για εσάς…». Ο καθένας από εμάς του είπε το ονοματεπώνυμό του, με ποια ιδιότητα βρίσκεται μπροστά του, τι θέλαμε στο γραφείο του, αλλά κυρίως γιατί ήμασταν στη χώρα του. Και στην Ουγκάντα βρισκόμασταν για να υλοποιήσουμε την αποστολή της ActionAid Ελλάς, την ανέγερση δύο αιθουσών στο σχολείο ενός ξεχασμένου χωριού. Μόλις του ανοίξαμε τα χαρτιά μας, ανοίχτηκε κι εκείνος. Μας μιλούσε παθιασμένα για το ρόλο του και το όραμά του. Κυβερνητικός, βέβαια, μας είπε πως ήταν ένας από τον απλό λαό γι’ αυτό και ο κόσμος τον επέλεξε να κάθεται στη συγκεκριμένη καρέκλα. Φάνηκε να έχει μπει για τα καλά στο πετσί του ρόλου του. Ως πολιτικός, είπε πολλά και διάφορα. Έδειξε να πιστεύει στο όραμά του αλλά για να μην ξεχνιόμαστε, ακριβώς από πάνω του, μεταξύ άλλων, φιγούραρε το κάδρο του προέδρου της Ουγκάντας, όπως βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες το πορτραίτο του Γκλίτσμπουργκ στα αστυνομικά τμήματα. «Είστε καλοδεχούμενοι», μας είπε. Σηκώθηκε, χαιρέτησε, δια χειραψίας, τον καθέναν από εμάς και μας ζήτησε να βγάλουμε μια αναμνηστική φωτογραφία. Εκεί, μας έδωσε την υπόσχεσή του πως θα ήταν στο χωριό όταν η αποστολή της ActionAid Ελλάς θα παρέδιδε το έργο. «Θέλω να δω και τα υπόλοιπα πρόσωπα, εκτός από τα δικά σας». Την τήρησε την υπόσχεσή του. Ήταν εκεί μετά από δύο ημέρες. Και πάλι μας ευχαρίστησε από καρδιάς. «Είδα το δάκρυ στα μάτια σας για τον τόπο μου και αυτό μου αρκεί. Φίλοι Έλληνες εθελοντές, θα είστε πάντα καλοδεχούμενοι», είπε λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα. Ακολούθησε το γραφείο του υπεύθυνου της περιοχής του υπουργείου Εσωτερικών. Λιγότερο ευγενής ο συγκεκριμένος τοπικός άρχοντας και δεν έδειξε πως ήθελε να φανεί κάτι άλλο. «Είναι διαφορετικός ο τρόπος σας, άλλα κάνετε εσείς, άλλα εμείς, αλλά καταλήγουμε στο ίδιο αποτέλεσμα», μας είπε. «Μπορείτε να πάτε στο Παντέρ για τη δουλειά που θέλετε. Είστε καλοδεχούμενοι». Τρίτος και τελευταίος ήταν ο αρχηγός της Αστυνομίας. Στο χαμογελαστό και φιλικό προσωπείο του σίγουρα κρυβόταν ένας σκληρός στρατιώτης. Ευγενικός, όμως, μας έκανε να νιώσουμε ελεύθερα και άνετα. Βέβαια, κάποια στιγμή, όσο ήμασταν στο γραφείο του, μπήκε ένας κουστουμαρισμένος κύριος απλά για να «κόψει» κίνηση. Μας σκάναρε γρήγορα, είπε ένα «γεια» και έφυγε. «Αυτός είναι ο Επιθεωρητής», μας είπε ο αρχηγός της Αστυνομίας. Κάτι σαν τον αρχι-ασφαλίτη του Παντέρ δηλαδή. Κλείνοντας, αφού μας έδωσε κι αυτός από την πλευρά του την άδεια, μας ρώτησε: «Θέλετε να στείλω μαζί σας, συνοδεία, έναν αστυνομικό όσο θα είστε στο Παντέρ;». Η διαδικασία της μίνι «ανάκρισης» μας κόστισε περίπου δύο με δυόμιση ώρες. Χαμένος χρόνος θα έλεγε κάποιος. Ίσως. Σε αυτά τα λεπτά όμως, και οι τρεις τοπικοί άρχοντες άκουσαν από τα μέλη της αποστολής της ActionAid Ελλάς λέξεις όπως «εθελοντισμός», «αλληλεγγύη», «να δουλέψουμε μαζί», «εκπαίδευση», «σχολείο». Και είδαν από κοντά τέσσερις από τους συνολικά σαράντα εφτά Έλληνες που πήγαν στον τόπο τους για να βοηθήσουν το λαό τους.
Στην καρδιά της πόλης
Μπήκαμε στο τζιπ και κατευθυνθήκαμε για την καρδιά της κωμόπολης. Δεν είχαμε πάρα πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Το πολύ δυο ώρες γιατί το μεσημέρι έπρεπε να ήμασταν στα έργα του σχολείου στο Γκαλαγκάλα. Σταθμεύσαμε στον κεντρικό δρόμο και επισκεφθήκαμε την υπαίθρια αγορά τροφίμων. Υπέρ αρκετά για να έχουμε πλήρη εικόνα από το Παντέρ. Εξάλλου, οι φωτογραφίες που ακολουθούν, μιλούν από μόνες τους. Η πόλη θυμίζει σκηνικό από ταινία γουέστερν, προσαρμοσμένο στο σήμερα. Απλά, αντί για καουμπόι, υπήρχαν οι Αφρικανοί κάτοικοί της. Οι εικόνες δείχνουν μεγάλη φτώχεια και πλήρη εγκατάλειψη. Εξάλλου, πριν από τριάντα χρόνια δεν υπήρχε καν. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που για είκοσι χρόνια ρήμαξε την περιοχή και προκάλεσε χιλιάδες θανάτους και πολύ πόνο, οι άνθρωποι κατέφυγαν στο Παντέρ και έστησαν καταυλισμό με σκηνές. Με τον καιρό, οι σκηνές αντικαταστάθηκαν με καλύβες, πλίθινα σπίτια και λίγα κυβερνητικά συνήθως τούβλινα κτίρια. Σήμερα 14.000 άνθρωποι μένουν στο πιο μεγάλο «αστικό» κέντρο της κατά κύριο λόγο αγροτικής περιοχής.
Χαμόγελα και αμηχανία
Οι άνθρωποι του Παντέρ προφανώς και δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Παραμένουν χαμογελαστοί, ευγενικοί αν και κάποιοι φανέρωναν μια φυσιολογική αμηχανία. Όλοι όμως μας έδειχναν, ο καθένας με τον τρόπο του, πως είμαστε καλοδεχούμενοι στην πόλη τους. Δείτε το αποκλειστικό φωτορεπορτάζ του newsbeast.gr από την πόλη του Παντέρ… Και η υπαίθρια αγορά… Πριν φύγουμε από το γραφείο του αρχηγού της Αστυνομίας, η Άννα Μπότσογλου του απάντησε στο ερώτημά του: «Όχι, δε χρειαζόμαστε κάποιον αστυνομικό συνοδεία. Νιώθουμε απολύτως ασφαλείς». Και έτσι ακριβώς ήταν. Περπατούσαμε στους χωμάτινους δρόμους του Παντέρ δείχνοντας απόλυτο σεβασμό για τους ανθρώπους που μας δέχτηκαν και δεν υπήρξε καμία στιγμή που νιώσαμε απειλή. Μείναμε οκτώ ημέρες στην Ουγκάντα, κάναμε περίπου 1.500 χιλιόμετρα. Συναναστραφήκαμε με εκατοντάδες ανθρώπους, μας είδαν χιλιάδες. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μας πως μπορούσε να συμβεί κάτι. Ήμασταν πράγματι καλοδεχούμενοι. Αφήσαμε το κέντρο του Παντέρ κρατώντας τις μοναδικές εικόνες που είδαμε. Δεν ήταν εικόνες τουριστικές, δεν υπήρχαν αξιοθέατα. Δεν είναι από τις περιπτώσεις που λες σε κάποιον «φίλε, να πας σίγουρα». Ήταν μία όμορφη ασχήμια που θα τη θυμάσαι όμως…