Η πτώση του Άσαντ από φιλοτουρκικές ομάδες δεν αλλάζει τα σχέδια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για εισβολή στη Συρία, η οποία φέρεται ότι θα γίνει σε λιγότερο από έναν μήνα από τώρα, ώστε να προλάβει την 20ή Ιανουαρίου που ορκίζεται ο Ντόναλντ Τραμπ πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ο τούρκος πρόεδρος, πιστός στην εξαγγελία λίγα 24ωρα μετά την εκλογή Τραμπ για εισβολή στα συριακά εδάφη, ξεκίνησε να συγκεντρώνει τεράστιο όγκο στρατευμάτων, προμηνύοντας ότι θέλει πόλεμο διαρκείας.
Σύμφωνα με αναλυτές, ο τούρκος πρόεδρος θέλει να καταλάβει κουρδικά εδάφη στη Συρία, τόσο για να ελέγξει το κουρδικό, όσο κι επειδή είναι πλούσια σε ορυκτά που έχει ανάγκη η βιομηχανία του. Παράλληλα, αποκτά πάτημα στον μουσουλμανικό κόσμο της Μέσης Ανατολής που «φλέγεται» και ψάχνει έναν ισχυρό παράγοντα.
Στόχος είναι να δράσει μέχρι την ορκωμοσία Τραμπ, που υπάρχει κενό στην αμερικανική εξουσία, ώστε να αναγκάσει τον αμερικανό πρόεδρο να συμμαχήσει μαζί του, καθώς σε αντίθετη περίπτωση, δύο χώρες του ΝΑΤΟ θα πρέπει να έρθουν αντιμέτωπες.
Ο Ιλχάμ Αχμέντ, αξιωματούχος της πολιτικής διοίκησης των Κούρδων της Συρίας, είπε τη Δευτέρα στον Τραμπ ότι μια τουρκική στρατιωτική επιχείρηση φαίνεται πιθανή, καλώντας τον να πιέσει τον Ερντογάν να μη στείλει στρατεύματα πέρα από τα σύνορα. «Στόχος της Τουρκίας είναι να εγκαταστήσει de facto έλεγχο στη γη μας προτού αναλάβετε τα καθήκοντά σας, αναγκάζοντάς σας να συνεργαστείτε μαζί τους ως κυβερνήτες της επικράτειάς μας» έγραψε ο Αχμέντ στον Τραμπ σε επιστολή που δημοσιεύτηκε εν μέρει στη «Wall Street Journal». «Αν η Τουρκία προχωρήσει στην εισβολή της, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές» πρόσθεσε στη συνέχεια.
Ανησυχία στην Ουάσιγκτον
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι τα νεύρα είναι τεταμένα στην Ουάσιγκτον, με αξιωματούχους (ανεξαρτήτως αν είναι Δημοκρατικοί ή Ρεπουμπλικανοί) να χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα.
Το πρώτο πιστεύει ότι η Τουρκία πρέπει να δράσει ελεύθερα στη Συρία ως αστυνόμος των Αμερικανών, με τις ΗΠΑ να γλιτώνουν το πολιτικό και οικονομικό κόστος του ελέγχου της περιοχής, στρατηγική που συνάδει με τις εξαγγελίες του Ντόναλντ Τραμπ, που δεν επιδιώκει άμεση ανάμειξη.
Αντιθέτως, το δεύτερο στρατόπεδο θεωρεί ότι τα τουρκικά συμφέροντα έρχονται σε σύγκρουση με τα αμερικανικά και κυρίως εκείνα του νέου προέδρου. Συγκεκριμένα, ο Τραμπ από την προηγούμενη θητεία του προωθούσε την αμερικανική αμυντική βιομηχανία και πολλές φορές ήρθε σε σύγκρουση με την Άγκυρα για αυτό τον λόγο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζήτημα των πυραύλων S-400. Έτσι, θεωρούν ότι αν επιτραπούν οι τουρκικές πολεμικές επιχειρήσεις, κερδισμένοι θα είναι η ευρωπαϊκή και τουρκική πολεμική βιομηχανία, επειδή σε αυτές βασίζεται ο τουρκικός στρατός.
Ένα τρίτο στρατόπεδο σμερικανών αξιωματούχων, όμως, θεωρεί ότι γίνονται βεβιασμένες κινήσεις, τόσο από συνεργάτες του Μπάιντεν, όσο και του Τραμπ, αφαιρώντας την πρωτοβουλία από τις ΗΠΑ, έστω και για λίγο.
Η στάση του Τραμπ, λοιπόν, αποτελεί γρίφο, καθώς έχει πολλούς λόγους να στηρίξει την τουρκική εισβολή, αλλά και να πράξει το αντίθετο. Παραδείγματος χάριν, τον τελευταίο χρόνο το επιτελείο του προσέγγισε τον Ερντογάν, αλλά ο αμερικανός πρόεδρος ήρθε πιο κοντά με το Ισραήλ, που έχει αντιπαλότητα με την Άγκυρα. Σύμφωνα με τη «Wall Street Journal», η απάντηση μπορεί να βρίσκεται στα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησής του, όταν επέτρεψε στην Τουρκία να καταλάβει μερικά κουρδικά εδάφη στη Συρία, αλλά να μην προχωρήσει περισσότερο.