Στην τελική ευθεία για τις αμερικανικές εκλογές, οι αγορές επικεντρώνονται στις επιπτώσεις ενδεχόμενης επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην παγκόσμια οικονομία.

Όπως αναφέρει δημοσίευμα του Reuters, η χαμηλή ανάπτυξη, το υψηλό χρέος και οι πόλεμοι ήταν στην κορυφή της ατζέντας στις ετήσιες συνεδριάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, με τους επικεφαλής να επικεντρώνονται στην ενδεχόμενη επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία.

Μεταξύ των ανησυχιών που εκφράζουν οι ειδικοί, αναφέρεται το ενδεχόμενο ο Τραμπ να ανατρέψει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα επιβάλλοντας μεγάλες αυξήσεις δασμών, να επιβαρύνει με τρισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον το δημόσιο χρέος και να αντιστρέψει τις πολιτικές για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής υπέρ της παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.

«Όλοι φαινόταν να ανησυχούν για τη μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος και ποιες πολιτικές θα ακολουθήσει», δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας, Καζούο Ουέντα.

«Αρχίζουμε  να νιώθουμε ότι ο Τραμπ θα κερδίσει» είπε ένας άλλος κεντρικός τραπεζίτης, που δεν κατονομάζεται.

Ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να επιβάλει δασμούς 10% στις εισαγωγές από όλες τις χώρες και 60% στις εισαγωγές από την Κίνα γεγονός που ενδέχεται να πλήξει τις αλυσίδες εφοδιασμού σε όλο τον κόσμο, προκαλώντας πιθανώς αντίποινα και αυξάνοντας το κόστος.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, δήλωσε στο Reuters την Παρασκευή ότι θα υπάρξουν μόνο χαμένοι σε έναν εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-ΕΕ.

Ο Τραμπ προσπάθησε επίσης να προσελκύσει ψηφοφόρους εξαγγέλλοντας πολυάριθμες φορολογικές ελαφρύνσεις. Οι οικονομικοί αναλυτές  λένε ότι αυτό θα προσθέσει στις ΗΠΑ τουλάχιστον άλλα 7,5 τρισεκατομμύρια δολάρια σε νέο χρέος μέσα σε μια δεκαετία.

Μια νίκη της Χάρις, αντίθετα, θεωρείται από τους οικονομικούς αξιωματούχους ως συνέχεια της εκ νέου δέσμευσης του Τζο Μπάιντεν σε πολυμερή συνεργασία για το κλίμα, τους εταιρικούς φόρους, την ελάφρυνση του χρέους και τις μεταρρυθμίσεις των αναπτυξιακών τραπεζών. Τα σχέδιά της είναι επίσης πιθανό να αυξήσουν το χρέος, αλλά πολύ λιγότερο από εκείνα του Τραμπ.

Ο Μπάιντεν διατήρησε τους προηγούμενους δασμούς του Τραμπ στις εισαγωγές χάλυβα, αλουμινίου και κινεζικών προϊόντων – αυξάνοντάς τους αιφνιδιαστικά στις κινεζικές εισαγωγές σε νέες βιομηχανίες όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και την ηλιακή ενέργεια. Η Χάρις έχει υποστηρίξει αυτήν τη «στοχευμένη» προσέγγιση και έχει επικρίνει την οικονομική πολιτική του Τραμπ για τους δασμούς.

Οι αγορές ποντάρουν στον Τραμπ 

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές βλέπουν επικράτηση του Τραμπ με τις στοιχηματικές να ποντάρουν ήδη υπέρ του.

Το δολάριο σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο εδώ και δυόμισι χρόνια και ο αναλυτής της Standard Chartered, Steve Englander, απέδωσε το 60% της ανοδικής κίνησής του στις βελτιωμένες προοπτικές του Τραμπ στις αγορές στοιχημάτων.

Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Βραζιλίας, Ρομπέρτο Κάμπος Νέτο, δήλωσε ότι τα στοιχήματα των αγορών υπέρ του Τραμπ είχαν ήδη πληθωριστικό αντίκτυπο στα μακροπρόθεσμα επιτόκια μελλοντικής εκπλήρωσης στην ευαίσθητη στο δολάριο οικονομία της χώρας του.

Οι ανησυχίες για τις πολιτικές Τραμπ για το εμπόριο και τις δαπάνες προέκυψαν καθώς το ΔΝΤ δήλωσε ότι η παγκόσμια μάχη ενάντια στον πληθωρισμό είχε σε μεγάλο βαθμό κερδηθεί χωρίς μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας, καθώς η ισχύς των ΗΠΑ αντιστάθμιζε την αδυναμία της Κίνας και της Ευρώπης.

Η διευθύνουσα σύμβουλος του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, προέτρεψε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αρχίσουν να συρρικνώνουν το τεράστιο χρέος που προκλήθηκε από την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού ή αλλιώς να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν ένα μέλλον με χαμηλή ανάπτυξη που θα άφηνε τους πολίτες όλο και πιο δυσαρεστημένους.

Ερωτηθείσα για το πώς το ενδεχόμενο επιστροφής του Τραμπ επηρέασε τις συναντήσεις και τις πολιτικές του ΔΝΤ, η Γκεοργκίεβα είπε ότι οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν στην επίλυση των οικονομικών προβλημάτων.

«Η πεποίθηση των μελών είναι ότι οι εκλογές είναι για τον αμερικανικό λαό», είπε η Γκεοργκίεβα σε συνέντευξη Τύπου. «Αυτό που πρέπει να προσδιορίσουμε είναι ποιες είναι οι προκλήσεις και πώς το ΔΝΤ μπορεί να αντιμετωπίσει εποικοδομητικά αυτές τις προκλήσεις».