Το αποτέλεσμα που θα προκύψει από τις εκλογές στη Γαλλία δεν θα κρίνουν μόνο το μέλλον του Εμανουέλ Μακρόν, αλλά ενδεχομένως και τις σχέσεις της χώρας του με τη Γερμανία.

Δημοσίευμα της Deutsche Welle έγραψε ότι μια νίκη της Λεπέν θα μπορούσε να επιδεινώσει στις σχέσεις των δύο κρατών και ταυτόχρονα να δείξει έμμεσα τον δρόμο της εξόδου από την εξουσία προς τον Γερμανό καγκελάριο.

Όπως επισημαίνουν πολλοί, τα προβλήματα στη συνεργασία Γαλλίας και Γερμανίας δεν οφείλονται μόνο στην άνοδο της γαλλικής ακροδεξιάς. Από τη μια υπάρχουν παραδοσιακές διαφορές σε θέματα οικονομίας, άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Το γεγονός για παράδειγμα ότι λίγο πριν τις γαλλικές εκλογές ανακοινώθηκε από τις Βρυξέλλες η διαδικασία επί παραβάσει για το υπερβολικό έλλειμμα της χώρας ερμηνεύτηκε από πολλούς ως αποτέλεσμα της γερμανικής στενοκεφαλιάς, που αποτελεί έτσι κι αλλιώς «κόκκινο πανί» για τη εθνικιστική γαλλική δεξιά.

Οι διαφωνίες δεν τελειώνουν εδώ. Υπάρχει για παράδειγμα το «παράπονο» του Βερολίνου, ότι ενώ το Παρίσι διαφημίζει φιλόδοξα σχέδια για την αμυντική θωράκιση της Ευρώπης απέναντι σε μια ρωσική απειλή, αυτοί που έχουν βάλει το χέρι βαθιά στην τσέπη για να στηρίξουν την Ουκρανία είναι οι Γερμανοί. Στην Γερμανία βρήκε καταφύγιο και η συντριπτική πλειοψηφία των Ουκρανών προσφύγων, ενώ ο αριθμός εκείνων που έφτασαν ως τη Γαλλία ήταν συγκριτικά αμελητέος.

Και στη Γερμανία όπου ετοιμάζονται για τρεις σημαντικές εκλογικές μάχες τον Σεπτέμβριο σε ομόσπονδα κρατίδια έχουν αρχίσει να δυναμώνουν οι γκρίνιες για την επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών από τις παροχές στήριξης στους Ουκρανούς. Και ο κατάλογος των αντιθέσεων μπορεί να μεγαλώσει και άλλο, από την εντελώς διαφορετική προσέγγιση του Βερολίνου και του Παρισιού σε σχέση με τη διεύρυνση της ΕΕ προς τα δυτικά Βαλκάνια, μέχρι το διαφορετικό βαθμό «εξάρτησης» των δύο βιομηχανιών από την Κίνα, που αναπόδραστα διαφοροποιεί και τη στάση τους απέναντι στο Πεκίνο.

«Εθνικά τερτίπια»

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι διαφορές υπήρχαν πάντοτε όπως και κάποιες εκατέρωθεν γκρίνιες. Το διαφορετικό σε αυτή την περίπτωση έχει να κάνει με το δεδομένο ότι και στις δύο χώρες οι κυβερνήσεις μοιάζουν εξαιρετικά αδύναμες, έχοντας χάσει την στήριξη της κοινής γνώμης που δείχνει δυσαρεστημένη τόσο από συγκεκριμένες επιλογές, όσο και από τη συνολικότερη εικόνα. Ο Εμανουέλ Μακρόν καταγράφει σχεδόν πανικόβλητος τα χαμηλότερα ποσοστά κοινωνικής επιδοκιμασίας στις επιλογές του, ενώ ο Όλαφ Σολτς ηγείται μιας κυβέρνησης, όπου οι φυγόκεντρες τάσεις λογικά θα ενισχύονται, όσο ζυγώνει η ημερομηνία των επόμενων εθνικών εκλογών.

Υπάρχει πάντως και η άποψη που λέει ότι ακριβώς λόγω της εσωτερικής αδυναμίας οι δύο κυβερνήσεις θα μπορούσαν να αφήσουν στην άκρη «εθνικά τερτίπια» και να αναζητήσουν τίμιους συμβιβασμούς προκειμένου να μην ανοίξουν νέα μέτωπα. Αυτό φάνηκε να προκρίνεται ως ιδέα τελευταία, για μια σειρά από ζητήματα, όπως η αποφυγή συγκρούσεων στη διαβούλευση για το μοίρασμα των ανώτατων αξιωμάτων της ΕΕ.

Με τον Βίκτορ Όρμπαν να προεδρεύει στην ΕΕ και την ακροδεξιά σε φάση ανασυγκρότησης μετά από νίκη, Παρίσι και Βερολίνο δεν έχουν την πολυτέλεια για τσακωμούς γοήτρου. Θα χρειαστεί να σκεφτούν πρακτικά αν θέλουν να παραμείνουν χρήσιμοι στην Ευρώπη αλλά και στον εαυτό τους. Είναι ενδεικτικό ότι μετά το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου υπήρξαν κάποιοι που μίλησαν για «αυτογκόλ» του Μακρόν, αλλά και ορισμένοι που έκαναν αυτοκριτική για την ελλιπή στήριξη προς το Γάλλο πρόεδρο.

Ο Σοσιαλδημοκράτης Μίκαελ Ροτ επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Μπούντεσταγκ ομολογούσε ότι «συχνά δεν λαμβάνουμε όσο θα έπρεπε υπόψιν μας τον πολιτικό διάλογο και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις σε άλλα κράτη μέλη». Το ερώτημα είναι τώρα αν αυτή η διαπίστωση έρχεται καθυστερημένα.