Τα παιδιά που γεννήθηκαν με τη βοήθεια θεραπειών γονιμότητας, όπως η εξωσωματική, διατρέχουν κατά ένα τρίτο μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίζουν ψυχιατρικά προβλήματα, όπως αυτισμό ή σχιζοφρένεια σε σχέση με αυτά που γεννιούνται φυσιολογικά.
Παρότι ο αυξημένος κίνδυνος περιγράφεται ως «μέτριος», ερευνητές αναφέρουν ότι επιμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας μέχρι την ενηλικίωση.
Ωστόσο, οι ερευνητές πιστεύουν ότι δεν ευθύνονται οι θεραπείες γονιμότητας, αλλά οι γυναίκες που αγωνίζονται να μείνουν έγκυες και περνούν ελαττωματικά γονίδια στους απογόνους τους, όπως αναφέρει δημοσίευμα της Telegraph.
Σύμφωνα με τον Dr Allan Jensen από το πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, οι γιατροί που ασχολούνται με θεραπείες γονιμότητας πρέπει να είναι «πρέπει να γνωρίζουν το μικρό, αλλά πιθανώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ψυχιατρικών διαταραχών στα παιδιά που γεννιούνται από γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας».
Ωστόσο, η γνώση αυτή «θα πρέπει πάντοτε να σταθμίζεται έναντι των σωματικών και ψυχολογικών ωφελειών μιας εγκυμοσύνης» πρόσθεσε ο ίδιος.
Η συγκεκριμένη μελέτη ήταν η πρώτη έρευνα μεγάλης κλίμακας που συνέκρινε τις ψυχικές διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια ή ο αυτισμός με παιδιά που γεννήθηκαν φυσιολογικά και με όσα είχαν γεννηθεί από μητέρες που είχαν ακολουθήσει θεραπείες γονιμότητας.
Οι ερευνητές μελέτησαν τα δεδομένα 2.430.826 παιδιών, 5% των οποίων είχαν γεννηθεί από γυναίκες που αντιμετώπιζαν προβλήματα γονιμότητας ανάμεσα στο χρονικό διάστημα 1969-2006.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, 170.240 παιδιά νοσηλεύτηκαν για κάποια ψυχιατρική διαταραχή, με αυτά που είχαν γεννηθεί με τη βοήθεια κάποιας θεραπείας γονιμότητας να εμφανίζουν 33% μεγαλύτερο κίνδυνο για οποιαδήποτε ψυχιατρική διαταραχή.
Τα συμπεράσματα της μελέτης παρουσιάστηκαν στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας στο Μόναχο.