Οι γυναίκες που γεννάνε μεγάλου βάρους μωρά στην πρώτη γέννα τους, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού αργότερα, σύμφωνα με μία νέα αμερικανο-νορβηγική επιστημονική έρευνα, η οποία για πρώτη φορά κάνει αυτή τη συσχέτιση.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή μαιευτικής και γυναικολογίας Ράντεκ Μπουκόφσκι της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου του Τέξας, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό “PLos ONE”, εκτιμούν ότι η γέννηση ενός μεγαλόσωμου μωρού (πάνω από 3,75 κιλά) φαίνεται να σχετίζεται κατά την εγκυμοσύνη με υψηλότερες συγκεντρώσεις ορισμένων ορμονών στο αίμα της μητέρας (οιστρογόνων και άλλων), καθώς και με χαμηλότερα επίπεδα άλλων ορμονών (των αντι-οιστρογόνων). Ο συνδυασμός αυτός γενικά αυξάνει τις πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου σε επόμενο στάδιο.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι οι γυναίκες με τα βαρύτερα νεογέννητα είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα κατά 25% να έχουν αυξημένες τις ορμόνες που επηρεάζουν τόσο το βάρος του μωρού, όσο και τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Όπως είπε ο Μπουκόφκσι, «αυτό που συμβαίνει κατά την εγκυμοσύνη, έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για την υγεία μίας γυναίκας». Τόνισε, πάντως, ότι η μελέτη δεν αποδεικνύει πως κατ’ ανάγκη υπάρχει άμεση σχέση αιτίου-αποτελέσματος και, έτσι, οι γυναίκες που γεννάνε μεγαλόσωμα πρώτα μωρά, δεν πρέπει να ανησυχούν υπερβολικά.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, οι επιστήμονες ανέλυσαν τα δεδομένα των τοκετών περίπου 25.000 γυναικών και βρήκαν ότι όσες γυναίκες γέννησαν τα πιο μεγάλα μωρά, είχαν κατά μέσο όρο δυόμιση φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου σε σχέση με όσες γέννησαν τα μικρότερα μωρά. Ο αυξημένος κίνδυνος για την μητέρα είναι άσχετος με το βάρος της ίδιας και ανεξάρτητος σε σχέση με τους λοιπούς παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του μαστού, όπως η ηλικία της γυναίκας κατά τον πρώτο τοκετό, η ηλικία της όταν είχε έμμηνο ρύση για πρώτη φορά και η ηλικία της που επήλθε η εμμηνόπαυση.
Οι ερευνητές, οι οποίοι επεσήμαναν την ανάγκη να γίνουν κι άλλες μεγαλύτερες έρευνες πάνω στο ζήτημα, ώστε να επιβεβαιωθούν ή όχι τα συμπεράσματά τους, ευελπιστούν ότι η μελέτη τους θα βοηθήσει στον έγκαιρο εντοπισμό των γυναικών που κινδυνεύουν από τη νόσο, ακόμα και τέσσερις δεκαετίες προτού εμφανιστεί ο καρκίνος.
Ο θηλασμός του μωρού, η απόκτηση περισσότερων παιδιών από ένα, ο έλεγχος του βάρους της γυναίκας, η υγιεινή διατροφή της και η σωματική άσκηση είναι παράγοντες που μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της επικίνδυνης ασθένειας. Η γέννηση του πρώτου παιδιού πριν την ηλικία των 30 ετών και η έλλειψη οικογενειακού ιστορικού καρκίνου του μαστού αποτελούν σημαντικούς παράγοντες προστασίας.