Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι απεβίωσε τη Δευτέρα 12 Ιουλίου σε ηλικία 86 ετών. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε ξεκινήσει να σχεδιάζει τη «μετά θάνατον ζωή» του. Στη βίλα του στο Arcore, κοντά στο Μιλάνο, άρχισε χτίζει ένα επιβλητικό μαυσωλείο για τον ενταφιασμό του ιδίου, αλλά και δεκάδων συγγενών, φίλων και συντρόφων. Τριάντα χρόνια αργότερα ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι θα οδηγηθεί εκεί για την τελευταία του ανάπαυση, σε ένα «μνημείο» που αντανακλά τον ναρκισσισμό του.
Όπως σχολιάζει το Politico ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν πολλά πράγματα: Ένας κατασκευαστής ακινήτων, με στενό συνεργάτη που καταδικάστηκε σε φυλάκιση για δεσμούς με τη μαφία. Ήταν ένας πρωτοπόρος και μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης που εισήγαγε την ιδιωτική – εμπορική τηλεόραση στην Ιταλία, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό δίκτυο ελέγχου των πληροφοριών. Ήταν επίσης ο φανταχτερός ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλαν, την οποία ανέλαβε από το 1986. Ήταν και ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της μεταπολεμικής Ιταλίας. Ήταν ακόμη ένας επιχειρηματίας που καταδικάστηκε για τεράστια φορολογική απάτη, αλλά και ένας πολιτικός που εμπλεκόταν σε πλήθος σκανδάλων και κατέρρευσε με φόντο τις αποκαλύψεις για τα σεξουαλικά σκάνδαλα και τα πάρτι οργίων «bunga bunga».
Πάνω από όλα όμως ο γνωστός και ως «Καβαλιέρε» (από τον τιμητικό τίτλο του ιππότη της Ιταλικής Δημοκρατίας) ήθελε να εντυπωσιάζει, ήταν ένας σαγηνευτής με έναν και μοναδικό στόχο: να κερδίσει αυτόν που βρισκόταν μπροστά του. Έδειχνε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διαχείριση της εικόνας του, παρά για τη διαχείριση της χώρας, σχολιάζει σε ανάλυσή του το BBC. «Είμαι ο Ιησούς Χριστός της πολιτικής» είχε δηλώσει τον Φεβρουάριο του 2006 ενώπιον ψηφοφόρων του. «Είμαι ένα θύμα με υπομονή, ανέχομαι τους πάντες και θυσιάζομαι για όλους».
Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να «αποπλανήσει» τους Ιταλούς μέχρι ενός σημείου , όμως η αδυναμία του να αντεπεξέλθει στα πραγματικά προβλήματα, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, το μεγάλο δημόσιο χρέος και το πλήθος σκανδάλων, έφερε τελικά την πολιτική του πτώση.
Επιδιώκοντας να τον «λατρεύουν», ο Μπερλουσκόνι ήταν πρόθυμος να ξεπεράσει κάθε όριο, νομικό και ηθικό. Από το 1969 μέχρι και το 1976, με τις εταιρίες του ουσιαστικά έχτισε ολόκληρες τις περιοχές «Μιλάνο 2» και «Μιλάνο 3», κοντά στην ιταλική συμπρωτεύουσα. Το 1980 έφερε στην Ιταλία την ιδιωτική τηλεόραση. Για να δημιουργήσει την τηλεοπτική αυτοκρατορία του φέρεται να εκμεταλλεύτηκε τη στενή φιλία του με τον πρώην πρωθυπουργό Μπετίνο Κράξι αλλά και ένα κενό στην ιταλική νομοθεσία. Παρακάμπτοντας απαγορεύσεις έχτισε ένα τεράστιο εθνικό δίκτυο με τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς.
Κόντρα στα σοβαρά και αυστηρά τηλεοπτικά προγράμματα της κρατικής RAI, οι οθόνες των Ιταλών «πλημμύρισαν» με αμερικανικές σαπουνόπερες και σόου με ημίγυμνα μοντέλα. Όλο αυτό διαμόρφωσε μία νέα κουλτούρα για τους Ιταλούς και ο μεγιστάνας των μίντια απόλαυσε τους «καρπούς» όσων έσπειρε.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απέκτησε τηλεοπτικά κανάλια στην Ισπανία, τη Γερμανία αλλά και στη Γαλλία. Στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες συγκαταλέγονταν επίσης τα πολυκαταστήματα Standa και οι ασφάλειες Mediolanum.
Ακολούθως εκμεταλλεύτηκε τη δύναμη που απέκτησε μέσα από τα ΜΜΕ που είχε υπό τον έλεγχό του και εισήλθε στην πολιτική. Εκείνη την περίοδο το πολιτικό σύστημα στην Ιταλία κατέρρεε υπό τη δικαστική έρευνα «Καθαρά Χέρια» η οποία είχε βάλει στο μικροσκόπιο τις σχέσεις του επιχειρηματικού και πολιτικού συστήματος της χώρας.
Πολλοί τον κατηγόρησαν πως μπήκε στο χώρο θέλοντας να αποφύγει διώξεις για διαφθορά και άλλες απάτες. Ο ίδιος απέρριπτε αυτές τις κατηγορίες ως μέρος ενός «κομμουνιστικού» κυνηγιού μαγισσών. Αναμφισβήτητα η «εισβολή» του Μπερλουσκόνι στην πολιτική δεν είχε για γνώμονα κάποιο ιδεολογικό ζήλο, αλλά την επιθυμία του να προστατεύσει τα αυξανόμενα επιχειρηματικά του συμφέροντα, σημειώνει το BBC σε ανάλυσή του.
Στο εδώλιο κάθισε τουλάχιστον 36 φορές, με κατηγορίες που κυμαίνονταν από ψευδή λογιστικά στοιχεία έως δωροδοκία δικαστών. Πολλές από τις υποθέσεις παραγράφηκαν μετά από αλλαγή του σχετικού νόμου από την κυβέρνησή του. Ακόμη και το μαυσωλείο του, αν και παράνομο λόγω πολεοδομικών κανονισμών, τελικά νομιμοποιήθηκε με τροποποίηση που έκανε η κυβέρνησή του σε έναν νόμο 200 ετών. «Κάθε πολίτης είναι ίσος με τον άλλο ενώπιον του νόμου, αλλά ίσως υπάρχει κάποιος λίγο πιο ίσος από τους άλλους, δεδομένου ότι το 50% των Ιταλών του ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας», είχε δηλώσει ανερυθρίαστα τον Ιούνιο του 2003.
Συχνά κατηγορήθηκε από τον Τύπο για διασυνδέσεις με τη Μαφία. Αυτός απλώς το αρνείτο. Η μόνη κατηγορία για την οποία τελικά καταδικάστηκε ήταν αυτή της φορολογικής απάτης, το 2013, όταν του απαγορεύτηκε και η συμμετοχή στην πολιτική για έξι χρόνια. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων, όμως τα τρία «σβήστηκαν», χάρη σε αμνηστία, και δεδομένης της ηλικίας του, ο πρώην πρωθυπουργός εξέτισε την ποινή του με κοινωφελή εργασία από το 2014 έως το 2015. Η δε καταδίκη του, την ίδια χρονιά, για την υπόθεση του σεξ επί πληρωμή με 17χρονη κοπέλα στα «bunga bunga» πάρτι, αλλά και του χρηματισμού ατόμων για να μην αποκαλύψουν το τι συνέβη στα πάρτι οργίων, ανατράπηκε αργότερα στην έφεση.
Αν και ο Μπερλουσκόνι αρεσκόταν να αυτοπροβάλλεται ως «μεταρρυθμιστής», στην πραγματικότητα η κληρονομιά του δεν ήταν τόσο σπουδαία, παρότι υπήρξε ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της Ιταλίας στη μεταπολεμική περίοδο, με τέσσερις θητείες από το 1994 έως το 2011. Το Politico τον χαρακτηρίζει ως «αδυσώπητο» στην αυτοπροβολή, που αφιέρωσε τον περισσότερο χρόνο του ως επικεφαλής της χώρας σε μικροπολιτικές διαμάχες και επιθέσεις στον Τύπο και το δικαστικό σώμα.
Πριν από την οριστική αποχώρησή του από την εξουσία το 2011, το περιοδικό Economist τον είχε περιγράψει ως «τον άνθρωπο που γ@@@σε μια ολόκληρη χώρα». Όμως αναμφίβολα ως πολιτική προσωπικότητα άφησε το δικό του στίγμα στην Ιταλία, αλλά και τον κόσμο. Ακόμη κι αν το πρόσημο αυτού του στίγματος ήταν αρνητικό.
Με το στυλ ενός σόουμαν ο Μπερλουσκόνι αντιμετώπισε μια σειρά σκανδάλων που ομολογουμένως θα είχαν καταστρέψει τους περισσότερους πολιτικούς, «διδάσκοντας» μια νέα μορφή λαϊκισμού, την οποία αργότερα ακολούθησαν με το δικό τους τρόπο πολλοί πολιτικοί, μεταξύ των οποίων και πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Έδωσε επίσης όνομα στο φαινόμενο επιχειρηματιών που συγκεντρώνουν τεράστια δύναμη και εν συνεχεία επιδιώξουν να αναλάβουν και τον έλεγχο μιας χώρας μέσω της πολιτικής. Αναμφισβήτητα, ο «Μπερλουσκονισμός» αποτέλεσε έμπνευση για πολλούς ισχυρούς ανά τον κόσμο.
Επιπλέον ο ρόλος του Μπερλουσκόνι ήταν καταλυτικός ώστε να εμφανιστεί η ακροδεξιά στην κυρίαρχη πολιτική σκηνή. Με δηλώσεις «ξέπλυνε» τον Μουσολίνι και έκανε συμμαχίες με τη Λέγκα του Βορρά και με τη μεταφασιστική Alleanza Nazionale, από την οποία προήλθε το κόμμα της σημερινής πρωθυπουργού, Τζόρτζια Μελόνι. Εξάλλου η ίδια έγινε για πρώτη φορά γνωστή στην πολιτική ως υφυπουργός στην τελευταία κυβέρνησή του.
Ο Μπερλουσκόνι απέκτησε πέντε παιδιά και παντρεύτηκε δυο φορές, ενώ η προσωπική του περιουσία, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes, έχει ξεπεράσει τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ. Τα τελευταία χρόνια αν και επιδίωξε να επιστρέψει διεκδικώντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιταλική πολιτική σκηνή, αποδείχθηκε πως είχε χάσει την «αίγλη» του παρελθόντος. Αν και παρέμεινε έως τέλους πρόεδρος του κόμματος Forza Italia, και στις εκλογές του 2022 εκλέχθηκε γερουσιαστής, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν πλέον αρκετά εύθραυστος και επικοινωνιακά αλλά και βιολογικά. Οι αναφορές στο πρόσωπό του γίνονταν κυρίως σε κωμικές εκπομπές.
Όπως καταλήγει το Politico, η Ιταλία ετοιμάζεται να κηδέψει έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους πολιτικούς της, όμως χωρίς αμφιβολία όλοι θα τον θυμούνται.