Λέγεται Τζιμ Ουίνστον και εκτός από γιος του εκλιπόντα ιδρυτή ενός μεγάλου οικογενειακού ιδρύματος, είναι και αυτός που ξεκινά μεθοδικά έναν πολυμέτωπο «πόλεμο» απέναντι στο Facebook, εστιάζοντας στις επιπτώσεις που έχουν αυτού του είδους οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης στον εγκέφαλο των παιδιών και των εφήβων.
Ο, ψυχολόγος στο επάγγελμα, Ουίνστον, για το εγχείρημά του αυτό, έχει από πίσω του γερές οικονομικές βάσεις: Ο πατέρας του «έχτισε» κυριολεκτικά από το μηδέν μια σημαντική περιουσία μέσω ακινήτων και επενδύσεων, την οποία άφησε σχεδόν όλη, μετά τον θάνατό του, σε ένα οικογενειακό ίδρυμα, το Jim Winston Family Foundation, που διαθέτει σήμερα περιουσιακά στοιχεία άνω των 100 εκατ. δολαρίων, όπως αναφέρει το εκτενές ρεπορτάζ του Forbes.
Τώρα, ο Ουίνστον ξεκινάει την δική του εκστρατεία κατά του μέσου του Μαρκ Ζούκερμπεργκ, προσπαθώντας να πολεμήσει τον αντίκτυπο που έχουν αυτές οι εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης στον ευαίσθητο ψυχισμό της νεολαίας.
«Μετά τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, η εφηβεία είναι η δεύτερη κρισιμότερη περίοδος για την ανάπτυξη του εγκεφάλου, τότε που η ανάγκη για κοινωνική σύνδεση είναι τόσο ισχυρή, όσο το ένστικτο της ίδιας της πείνας», τονίζει ο ίδιος μιλώντας στον οικονομικό ιστότοπο και προσθέτοντας πως «Τα παιδιά δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν όλη αυτήν την ψηφιακή υπερδιέγερση. Οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης το γνωρίζουν αυτό και το έχουν κάνει «οπλο» τους. Εκμεταλλεύονται αυτήν την αδυναμία για να κρατήσουν τα παιδιά κολλημένα στις οθόνες και τις εφαρμογές τους. Και το καταφέρνουν».
Μια πολυμέτωπη μάχη
Ο Ουίνστον λέει ότι διαθέτει πολλούς τρόπους «πολέμου» έναντι του Facebook. Πρώτον, σε θεωρητικό επίπεδο, αφού συνέβαλε στη χρηματοδότηση ενός ολόκληρου προγράμματος σπουδών με θέμα «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η τεχνολογία και ο εφηβικός εγκέφαλος» στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Τσάπελ Χιλ, όπου φοίτησε και ο ίδιος.
Κατά δεύτερον, το Ίδρυμα Ουίνστον σχεδιάζει να δημιουργήσει έναν τροποποιημένο κύκλο μαθημάτων από κοινού με το Πανεπιστήμιο γι’ αυτούς που θεωρούν ότι αποτελούν την πιο ευάλωτη κατηγορία: τους μαθητές γυμνασίου. Ταυτόχρονα, χρηματοδοτεί την συγγραφή ενός «Εγχειριδίου για την σωστή χρήση των ψηφιακών μέσων και την ψυχική υγεία των εφήβων», που θα διανεμηθεί δωρεάν σε μαθητές και φοιτητές.
Υπάρχει, ωστόσο, και συνέχεια στο μεγαλεπήβολο σχέδιο του Ουίνστον: η δημιουργία μιας σειράς ντοκιμαντέρ με τον προσωρινό τίτλο «Το δίλημμα του γονιού» (The Parent Dilemma) που έχει σχεδιαστεί ώστε να διευρύνει ακόμη περισσότερο τον αντίκτυπο του πρόσφατου επιτυχημένου ντοκιμαντέρ «Το κοινωνικό δίλημμα» (The Social Dilemma).
«Έχω σημαντική κλινική εμπειρία όσον αφορά στον εθισμό», λέει ο ίδιος, σημειώνοντας εμφατικά πως «όταν συνόδευα τον μεγαλύτερο γιό μου στο σχολείο, παρατηρούσα ότι οι μεγαλύτεροι μαθητές δεν έπαιρναν ποτέ τα μάτια τους από τα τηλέφωνά τους. Ακόμη κι όταν έπεφταν πάνω μου, δεν έριχναν ούτε καν μια ματιά. Ήταν «όμηροι» των συσκευών τους».
Ο Ουίνστον, ο οποίος δεν διαθέτει λογαριασμούς σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θεωρεί ότι ο εγκέφαλος των εφήβων είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στην ψηφιακή υπερδιέγερση και ότι η εκτεταμένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα οδηγήσει εκατομμύρια παιδιά να αποκτήσουν στην πορεία προβλήματα συναισθηματικής υγείας, θέματα οικειότητας και σεξουαλικότητας, καθώς και ελλιπούς κριτικής σκέψης και κοινωνικής δεξιότητας.
«Αυτή η συζήτηση με έκανε να συνειδητοποιήσω τι έλειπε. Δεν υπήρχε κανένα ακαδημαϊκό μάθημα που να αντιμετωπίζει αυτά τα ζητήματα. Κανείς δεν μιλούσε στους μαθητές ή στους γονείς τους», υπερτονίζει ο ίδιος, ο οποίος στη συνέχεια επικοινώνησε με το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας για την δημιουργία ενός σχετικού προγράμματος σπουδών. Το πρόγραμμα «τρέχει» ο Κέβιν Γκουσκίεβιτς [Kevin Guskiewicz], νευροεπιστήμονας και πρύτανης του Πανεπιστημίου.
Στη συνέχεια, το Πανεπιστήμιο όρισε τον επιστημονικό υπεύθυνο της Αμερικανικής Ένωσης Ψυχολογίας, Μιτς Πρινστάιν [Mitch Prinstein], ως έναν από τους πρώτους καθηγητές που θα δίδασκαν το συγκεκριμένο μάθημα, ενώ αναπληρώτρια καθηγήτρια ορίστηκε η Ευα Τέλζερ [Eva Telzer], κυρίως χάρη στην πρόσφατη έρευνά της για το πώς οι κοινωνικές και πολιτιστικές διαδικασίες διαμορφώνουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου των εφήβων.
«Οι γονείς θα έπρεπε να είναι τρομοκρατημένοι»
Η ομάδα αυτή του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας έχει ήδη υπό εξέλιξη πολλές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης μιας, στο πλαίσιο της οποίας παρακολουθεί μια ομάδα εφήβων και την χρήση ψηφιακών μέσων που κάνουν για πέντε χρόνια, αρχής γενομένης από την έκτη τάξη του δημοτικού.
«Δεν νομίζω ότι οι περισσότεροι γονείς συνειδητοποιούν τις βαθιές αλλαγές που επιφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στον εγκέφαλο των εφήβων», προσθέτει ο Πρινστάιν. «Θα έπρεπε να τρομοκρατεί τους γονείς. Δεν ξέρω τι με φοβίζει περισσότερο, η επιστήμη για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις επιπτώσεις τους στον εγκέφαλο των εφήβων ή όταν γυρίζω σπίτι και βλέπω τα δικά μου παιδιά να μεγαλώνουν σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», σημειώνει εμφατικά.
Όπως σημειώνουν οι επιστήμονες, «ο εφηβικός εγκέφαλος είναι ιδιαίτερα επιδεκτικός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι εφηβικές ορμόνες επηρεάζουν τον εγκέφαλο ένα ή δύο χρόνια πριν γίνουν εμφανείς οι φυσικές αλλαγές στο σώμα τους. Αυτές οι ορμόνες πλημμυρίζουν τον νεαρό εγκέφαλο με νευροδιαβιβαστές όπως η ντοπαμίνη που είναι υπεύθυνοι για την ευφορία και με άλλους όπως η ωκυτοκίνη αναφορικά με την ανάγκη για κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και αποδοχή».
«Τα κέντρα ανταμοιβής του εγκεφάλου είναι πολύ πιο ενεργά στα παιδιά από ό,τι στους ενήλικες», λέει η Τέλζερ.
«Η τεχνολογία, και ειδικότερα ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, αναλαμβάνει τον έλεγχο του εγκεφάλου μας με καταστροφικές συνέπειες. Τα likes των μέσων κοινωνικής δικτύωσης πυροδοτούν την ίδια περιοχή του εγκεφάλου που «χτυπούν» τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, πλημμυρίζοντας την με την προσμονή ενός ακόμη like. Ένας παιδί που γεννιέται σήμερα και μεγάλωσε κατά κύριο λόγο μέσα στις πάσης φύσεως ηλεκτρονικές συσκευές, θα είναι νευροβιολογικά ανίκανο να διαβάσει το «Πόλεμος και Ειρήνη» ως ενήλικας. Όχι από τεμπελιά ή έλλειψη κινήτρου. Απλά θα είναι ανίκανο», προσθέτει με την σειρά του ο Ουίνστον.
Εννοείται ότι οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας γνωρίζουν ότι το Facebook με την σειρά του είναι ενήμερο για όλα αυτά, αλλά δεν κάνει τίποτα προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης γνωρίζουν αυτήν την έρευνα», συμπληρώνει η Τέλζερ.
«Το ανθρώπινο είδος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Καθοδηγείται από προϊόντα και ευκαιρίες κέρδους. Ακόμα και οι άνθρωποι που δημιούργησαν αυτές τις πλατφόρμες, τις είδαν να κινούνται σε δρόμους που δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν», προσθέτει ο Πρινστάιν, καταλήγοντας με νόημα πως «σε 50 χρόνια από τώρα, η κοινωνία θα αναρωτηθεί γιατί δεν κάναμε περισσότερα για να αλλάξουμε την πορεία την οποία τώρα ακολουθούμε».