Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η πριγκίπισσα Νταϊάνα έχασε τραγικά τη ζωή της το 1997 σε ένα θανάσιμο τροχαίο, προσπαθώντας να ξεφύγει από τα φλας των παπαράτσι.
Κάποιοι συνεχίζουν ωστόσο να επιμένουν πως δεν ήταν ένα απλό δυστύχημα. Δεν έφταιγε δηλαδή η κακιά η ώρα. Ή η μέθη του οδηγού.
Και το πιστεύουν ακράδαντα εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια, με τις θεωρίες να μη λένε να κοπάσουν.
Κι αν οι περισσότερες έχουν αποδομηθεί στο διάβα του καιρού, υπάρχουν ακόμα σημεία που δεν καλύπτονται ακριβώς από απόλυτη διαφάνεια…
Όπως θυμόμαστε, ήταν μόλις μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Αυγούστου 1997 όταν η Mercedes που μεταφέρει την Νταϊάνα πέφτει πάνω σε τσιμεντένια κολόνα υπόγειας διάβασης στο Παρίσι.
Η πριγκίπισσα της Ουαλίας είχε χωρίσει επισήμως από τον πρίγκιπα Κάρολο της Αγγλίας τον προηγούμενο χρόνο και οι φωτογράφοι την πολιορκούσαν πια ακόμα πιο φορτικά απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Ειδικά όταν γνώριζαν ότι θα έχει στο πλευρό της τον νέο σύντροφό της, τον Ντόντι αλ Φαγέντ. Εκείνο το βράδυ το ζευγάρι απόλαυσε λοιπόν ένα δείπνο στο ξενοδοχείο Ritz και κατά τις 11:30 έφυγαν από την πίσω πόρτα, μπας και γλιτώσουν το ανηλεές κόρτε των παπαράτσι.
Κοιτώντας όμως πίσω από το παράθυρο της λιμουζίνας μερικές στιγμές αργότερα, συνειδητοποίησαν πως είχαν ξανά ανεπιθύμητη παρέα.
Ο οδηγός πάτησε γερά το γκάζι για να ξεφύγει και μια πραγματική καταδίωξη έλαβε χώρα στους δρόμους της Πόλης του Φωτός. Μια κινηματογραφικού τύπου καταδίωξη που έμελλε να έχει το τραγικότερο δυνατό φινάλε: ο οδηγός χάνει τον έλεγχο και προσκρούει μέσα στο τούνελ Pont d’Alma στις 12:19 τα μεσάνυχτα.
Οδηγός και Ντόντι σκοτώθηκαν επιτόπου, οι τίτλοι τέλους δεν έχουν πέσει όμως ακόμα για την «πριγκίπισσα του λαού». Ο δικός της θάνατος θα έρθει μερικές ώρες αργότερα (4:00 τα ξημερώματα) στο νοσοκομείο.
Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, η κομμένη πνευμονική φλέβα τής στέρησε τη ζωή. Ήταν μόλις 36 ετών όταν έφυγε έτσι άδοξα από τον κόσμο. Έναν κόσμο που είχε προλάβει να τη λατρέψει.
Η Νταϊάνα Σπένσερ έγινε μέλος της βασιλικής οικογένειας της Αγγλίας στις 29 Ιουλίου, όταν παντρεύτηκε στον Καθεδρικό του Αγίου Παύλου τον Κάρολο, γιο της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ και του πρίγκιπα Φίλιππου. Είχε κλείσει μόλις τα 20 χρόνια.
Κάπου 750 εκατ. άνθρωποι την είδαν από τις τηλεοράσεις τους να εισβάλει με πάσα επισημότητα στο Μπάκιγχαμ. Και η πολυτέλεια ήταν τέτοια που ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι αποκάλεσε τη γαμήλια τελετή «το υλικό από το οποίο πλάθονται τα παραμύθια».
Το 1982 η Νταϊάνα έγινε μαμά και δύο χρόνια μετά υποδέχτηκε στη ζωή και τον δεύτερο γιο της. Η αντισυμβατική πριγκίπισσα άφησε κατά μέρος εθιμοτυπικά και πρωτόκολλα που της φαίνονταν απαρχαιωμένα και αφιερώθηκε σε κάτι που είχε σημασία: τη φιλανθρωπία.
Έκανε πολλά καλά και όλοι την αγαπούσαν, αναγκάζοντας τον τότε πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ να την αποκαλέσει πρώτος με το παρατσούκλι που θα τη μάθαινε όλος ο πλανήτης: «Πριγκίπισσα του λαού».
Όσο γίνονταν όμως αυτά, Κάρολος και Νταϊάνα αποξενώνονταν σταδιακά. Η απομάκρυνση ήταν διάχυτη και ορατή ακόμα και στις δημόσιες εμφανίσεις. Η ίδια ισχυρίστηκε κάποια στιγμή πως αυτό οφειλόταν εν μέρει στο κρυφό ειδύλλιο του συζύγου της με την τότε ερωμένη και σήμερα γυναίκα του, Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς.
Κι έτσι το 1992 το ζευγάρι ανακοίνωσε την πρόθεσή του να τραβήξουν δρόμους χωριστούς. Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα της Ουαλίας χώρισαν επισήμως το 1996, σε ένα εκρηκτικό διαζύγιο που κόντεψε να γκρεμίσει το παλάτι.
Η Νταϊάνα εκδίδει ένα ανακοινωθέν για το διαζύγιο εκείνη τη χρονιά και για πρώτη ποτέ φορά το Μπάκιγχαμ αντιδρά τάχιστα με δική του ανακοίνωση. Ένα χαρτί που αναιρεί ουσιαστικά όσα λέει εκείνη λέξη τη λέξη. Η ρήξη έχει βαθύνει.
Μια ρήξη που είχε γίνει βέβαια χάσμα ήδη από την περσινή χρονιά. Ήταν το 1995 όταν η Νταϊάνα έδωσε μια συνέντευξη στο BBC όπου αποκάλυψε τη δύσκολη μάχη που έδινε με την κατάθλιψη. Αλλά και τη μάχη της με τη βασιλική οικογένεια. Έγινε ακόμα πιο αγαπητή στον κόσμο, το Στέμμα δεν της το συγχώρεσε ωστόσο ποτέ.
Μέχρι το 1997 η ίδια φαινόταν πάντως να τα έχει αφήσει πίσω της όλα αυτά. Ξεκίνησε να εμφανίζεται δημόσια με το νέο της αμόρε και οι περιπέτειες με το Μπάκιγχαμ έμοιαζαν τώρα παρελθόν.
Μόνο που ξέρουμε πια πως τόσο τα Ανάκτορα όσο και η ίδια η πρώην πεθερά της, Ελισάβετ Β’, δεν σκόπευαν να κάνουν έτσι εύκολα τα περασμένα να γίνουν και ξεχασμένα…
Εκείνο το καλοκαίρι του 1997, η Νταϊάνα είχε οργώσει τη Μεσόγειο με τον σύντροφό της, τον γιο του κροίσου Μοχάμεντ αλ Φαγέντ, ιδιοκτήτη του βρετανικού πολυκαταστήματος Harrods αλλά και του παρισινού Hotel Ritz.
Κάθε φορά που το ζευγάρι κατέβαινε από το γιοτ σε κάποιο σημείο της νότιας Γαλλίας ή της Σαρδηνίας, οι παπαράτσι τους περίμεναν με τις φωτογραφικές στα χέρια. Η σχέση της έπαιζε συνεχώς στα πρωτοσέλιδα των σκανδαλοθηρικών εντύπων της Αγγλίας, στα ίδια περιοδικά που έλεγαν διαρκώς πόσο ντροπή έφερναν τέτοια μαντάτα στο Μπάκιγχαμ.
Η σχέση της ήταν πάντως σοβαρή. Μία μέρα πριν σκοτωθούν, ο Ντόντι της αγόρασε μονόπετρο αρραβώνων.
Στις 30 Αυγούστου, το ζευγάρι έφτασε στο Παρίσι μετά τις διακοπές του στη Γαλλική Ριβιέρα. Δείπνησαν στην Αυτοκρατορική Σουίτα του Ritz και το έσκασαν από την πίσω πόρτα, μπας και ξεφύγουν από τους παπαράτσι.
Η λιμουζίνα Mercedes S-280 τους περίμενε με τη μηχανή αναμμένη. Μπροστά ήταν ο οδηγός Henri Paul και ο σωματοφύλακας της Νταϊάνα, Trevor Rees-Jones, και πίσω το ζευγάρι. Ακόμα και δεύτερη λιμουζίνα είχαν μπροστά στο ξενοδοχείο για να ξεγελάσουν τους φωτογράφους.
Σύντομα πάντως οι παπαράτσι ήταν και πάλι στο κατόπι τους. Η Mercedes ανέβασε ταχύτητα για να ξεφύγει, σε διπλάσια νούμερα από το επιτρεπόμενο όριο εντός πόλης, και στις 12:19 τα μεσάνυχτα προσέκρουσε μέσα σε τούνελ, δίπλα στον Σηκουάνα.
Το δυστύχημα ήταν τόσο σφοδρό που το αυτοκίνητο καταστράφηκε ολοσχερώς. Η Νταϊάνα βγήκε ζωντανή από την άμορφη μάζα μετάλλου, μουρμουρίζοντας σε κακή κατάσταση «ω, Θεέ μου» και «αφήστε με ήσυχη» και μεταφέρθηκε σύντομα στο νοσοκομείο Σαλπετριέρ.
Έφερε σοβαρά τραύματα στο στέρνο, σπασμένο χέρι, κοψίματα στον μηρό και διάσειση. Δύο ώρες έμεινε στο χειρουργείο, όπου και άφησε την τελευταία της πνοή.
Ο ιατροδικαστής Richard Shephard δήλωσε το 2019 πως «αν φορούσε ζώνη, θα εμφανιζόταν πιθανότατα μέσα σε δυο μέρες στον κόσμο με μαυρισμένο μάτι, ασθμαίνοντας μάλλον λόγω των σπασμένων πλευρών και με το ραγισμένο χέρι της στον νάρθηκα».
Ο σωματοφύλακας της Νταϊάνα ήταν ο μόνος που επιβίωσε από το τρομακτικό δυστύχημα. Αυτός φορούσε ζώνη.
Ο Stephane Darmon, που έγινε καβάλα στη μοτοσικλέτα του αυτόπτης μάρτυρας του μοιραίου τροχαίου, δήλωσε από την πρώτη στιγμή πως τα φλας των φωτογράφων είχαν κάνει τη νύχτα μέρα στο τούνελ. «Δεν μπορούσα να δω πια το αμάξι, γιατί το φως ήταν τόσο εκτυφλωτικό. Ήταν συνεχές», ξανάπε και το 2008.
Ο ίδιος, αλλά και άλλοι, ανέφεραν επίσης πως αντί να βοηθήσουν τα θύματα, οι περισσότεροι φωτογράφοι απαθανάτιζαν τη μακάβρια σκηνή μετά μανίας…
Όπως αποκάλυψε χρόνια αργότερα μάρτυρας που ήταν παρών όταν η βασίλισσα πρωτάκουσε την είδηση για τον θάνατο της Νταϊάνα, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε να πει η Ελισάβετ ήταν να αναφωνήσει «Κάποιος πρέπει να γράσαρε τα φρένα».
Αποστροφή ένιωσε για το βασιλικό σχόλιο, δεν είπε ωστόσο τίποτα. Η βασίλισσα δεν επανέλαβε ξανά το σχόλιό της ούτε προσέφερε ποτέ εξήγηση στους ανθρώπους του προσωπικού της που άκουσαν την τουλάχιστον αυθαίρετη εκτίμησή της. Σοκαρίστηκαν, αλλά το άφησαν να περάσει.
Όσο εκατομμύρια Βρετανοί πενθούσαν ειλικρινά τον θάνατο της «πριγκίπισσας του λαού», η βασίλισσα συνέχιζε τις διακοπές της στα θερινά ανάκτορα. Ούτε η σημαία στο Μπάκιγχαμ δεν κυμάτιζε μεσίστια, εξοργίζοντας αυτό το πλήθος των χιλιάδων που μαζεύτηκε με ένα λουλούδι στο χέρι.
Μερικά εκατομμύρια ακόμα βγήκαν στους δρόμους για το ύστατο χαίρε στις 6 Σεπτεμβρίου 1997. Άλλοι 2,5 δισ. άνθρωποι είδαν την κηδεία από την τηλεόραση. Η Ελισάβετ θα χρειαζόταν μια ολόκληρη εβδομάδα για να κάνει το πρώτο δημόσιο σχόλιό της για την εκλιπούσα πρώην νύφη της.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Τόνι Μπλερ, η απροθυμία της βασίλισσας πήγαζε «από την άποψη που είχε για την Νταϊάνα και ήταν πιο συγκρουσιακή απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ να δεχτεί το κοινό».
Σενάρια και θεωρίες για τον θάνατο, τις συνθήκες ή τα σκοτεινά κίνητρα που κρύβονταν ξοπίσω του έχουν διατυπωθεί με το τσουβάλι όλα αυτά τα χρόνια, με μεγαλύτερο ή μικρότερο έρεισμα στην πραγματικότητα.
Βρετανικές και γαλλικές αρχές ερεύνησαν το δυστύχημα και αποφάνθηκαν πως για τον θάνατό της ευθυνόταν ο οδηγός που έχασε τον έλεγχο. Τα επίπεδα αλκοόλ στο αίμα του ήταν εξάλλου πάνω από το επιτρεπόμενο όριο και η ταχύτητα που είχε αναπτύξει τουλάχιστον επικίνδυνη μέσα σε συνθήκες πόλης.
Τι συνέβη πράγματι στην Νταϊάνα; Ρωτούσαν μονίμως σκανδαλοθηρικός Τύπος και άνθρωποι που δεν πείθονται με τέτοιες πεζές ερμηνείες. Την «έφαγε» το Παλάτι, ήταν η αγαπημένη θεωρία πολλών, βγάζοντάς τη από τη μέση καθώς είχε γίνει κινούμενο σκάνδαλο για το Μπάκιγχαμ.
Λάδι στη συνωμοσιολογική πυρά έριξε και ο πατέρας του Ντόντι, όταν βγήκε και είπε δημοσίως πως πίσω από το μοιραίο τροχαίο κρυβόταν οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες (MI6).
Κι ενώ τα περισσότερα από αυτά τα σενάρια έχουν καταπέσει με τα χρόνια, όπως ας πούμε το γεγονός ότι ήταν έγκυος στο παιδί του Φαγέντ, το μόνο που έχει μείνει να συζητείται από κάποιους κύκλους είναι ο φόνος.
Είπαν, ας πούμε, ότι κάποιος είχε «πειράξει» τις ζώνες των πίσω καθισμάτων, κι έτσι δεν μπορούσαν να τις φορέσουν εκείνο το βράδυ. Γάλλοι και άγγλοι ειδικοί που ερεύνησαν πάντως το αυτοκίνητο το διέψευσαν κατηγορηματικά.
Και τότε βρέθηκε αυτό το χειρόγραφο σημείωμα της ίδιας της Νταϊάνα, με ημερομηνία λιγότερο από έναν χρόνο από τον θάνατό της. Το μόνο αξιόλογο ίσως «τεκμήριο» που μπορεί να υποδεικνύει κάποια βίαιη αντίδραση του βρετανικού κατεστημένου.
Το γράμμα, γραμμένο πάνω στο αυθεντικό επιστολόχαρτο του Kensington Palace, έφερε στην επιφάνεια το 2003 ο πρώην βασιλικός μπάτλερ Paul Burrell και άνθρωπος της εμπιστοσύνης της. Το είχε κρατήσει κρυφό από όλους εδώ και 6 χρόνια.
«Κάθομαι εδώ στο γραφείο μου σήμερα, τον Οκτώβριο [1996]», ξεκινά, «αυτή η συγκεκριμένη φάση της ζωής μου είναι και η πιο επικίνδυνη. [Ο/Η] X σχεδιάζει ‘‘ένα ατύχημα’’ στο αμάξι μου, βλάβη στα φρένα και σοβαρό εγκεφαλικό τραύμα, ώστε να ανοίξει τον δρόμο στον Κάρολο να παντρευτεί».
Νταϊάνα και Κάρολος είχαν πάρει όμως επισήμως διαζύγιο δύο μήνες πριν. Τι ακριβώς εννοεί λοιπόν η Νταϊάνα όταν λέει «ώστε να ανοίξει τον δρόμο στον Κάρολο να παντρευτεί»; Ίσως ήταν αυτό που είπε η λονδρέζικη αστυνομία, πως η επιστολή ήταν παλιότερη και κάποιος τη μεταχρονολόγησε.
Ακόμα χειρότερα, την επιστολή εμπιστεύτηκε κατ’ αποκλειστικότητα ο μπάτλερ στην εφημερίδα «Daily Mirror», η οποία αφαίρεσε το όνομα που ήταν γραμμένο στη θέση του «Χ». Τα δημοσιογραφικά πηγαδάκια έλεγαν πως η Νταϊάνα κατονόμαζε έναν υπεύθυνο ασφαλείας.
Σύμφωνα με τον μπάτλερ, η πριγκίπισσα τού το ταχυδρόμησε λέγοντάς του «θα βάλω ημερομηνία σε αυτό και θέλω να το κρατήσεις … σε περίπτωση ανάγκης».
Μέσω του πολυκαταστήματος Harrods, ο Μοχάμεντ αλ Φαγιέντ δήλωσε για άλλη μια φορά την πίστη του ότι η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας «κρύβεται πίσω από τις περίεργες συνθήκες όπου έλαβε χώρα ο θάνατος της Νταϊάνα».
Ο ίδιος ο μπάτλερ θα ζούσε και μια καλή δικαστική περιπέτεια για τη δημοσιοποίηση της επιστολής. «Κυνική απόπειρα να τον κάνουν να σιωπήσει» τη χαρακτήρισε ο πατέρας του Ντόντι.
Ξέρουμε ότι η Σκότλαντ Γιαρντ έβαλε τότε στο χέρι αρκετά αδημοσίευτα ντοκουμέντα που είχε ο μπάτλερ στην κατοχή του. Γράμματα, κασέτες, ακόμα και βιντεοσκοπημένο υλικό εξαφανίστηκαν μαγικά και μάλλον δεν θα τα ξαναδούμε.
Τελευταία φορά που ακούσαμε γι’ αυτή την ιστορία, τι συνέβη εκείνο το μοιραίο βράδυ δηλαδή, ήταν το 2008, στο πλαίσιο μιας έρευνας που ήθελε να αποδομήσει όλες τις θεωρίες συνωμοσίας. Κατέληξε κι αυτή πως για όλα έφταιγε ο μεθυσμένος οδηγός.
Και οι παπαράτσι τώρα, όλοι τους ένοχοι για «εγκληματική αμέλεια»…