Λίγα ονόματα ενσταλάζουν περισσότερο τρόμο στην εύθραυστη ανθρώπινη καρδιά από τον Δράκουλα, τη ζοφερή κληρονομιά του Μπραμ Στόκερ και του ομώνυμου μυθιστορήματός του από το 1897.
Το θρυλικό βαμπίρ της Τρανσυλβανίας τρομοκρατεί λογοτεχνία, κινηματογράφο και τηλεόραση για περισσότερο από έναν αιώνα μπολιάζοντας το συλλογικό φαντασιακό με σκοτεινές ιστορίες βρικολάκων που τρέφονται με ανθρώπινο αίμα.
Κι ενώ ο μαυροφορεμένος λογοτεχνικός κόμης είναι μια καθαρά φανταστική δημιουργία, ο Στόκερ ονόμασε δαιμόνια τον ήρωά του από έναν πραγματικό άνθρωπο που είχε την ίδια δίψα για αίμα, αν και μεταφορική εδώ: τον Βλαντ Γ’, έναν μεσαιωνικό πρίγκιπα της Βλαχίας που ήταν γνωστός και ως Βλαντ Δράκουλας (Ντράκουλ), καθώς καταγόταν από τη βασιλική γενιά των Ντράκουλ.
Τον Βλαντ Τέπες τον ήξεραν όμως στον καιρό του και ως Βλαντ τον Ανασκολοπιστή, καθώς είχε την κακιά συνήθεια να τιμωρεί βάναυσα τους εχθρούς του με παλούκωμα. Το ανατριχιαστικό παρατσούκλι του λειτουργούσε ως μαρτυρία για τον αγαπημένο του τρόπο να προκαλεί φριχτό πόνο στον εχθρό και αδιανόητο φόβο σε όλους τους άλλους.
Κι ενώ ο κόμης Δράκουλας τρομοκρατεί αποκλειστικά τη φαντασία μας, ο βοεβόδας Βλαντ έσπερνε φρίκη και όλεθρο σε όποιον τολμούσε να τον προκαλέσει. Ήταν όμως πράγματι το αιμοσταγές τέρας που μας καταμαρτύρησαν οι λαϊκές διηγήσεις της εποχής του; Ή μήπως ήταν απλώς ένας μεσαιωνικός ηγεμόνας σαν όλους τους άλλους;
Μπορεί να μη μάθουμε ποτέ, οι σύγχρονοι ιστορικοί υποδεικνύουν ωστόσο πως όσα είναι γνωστά γι’ αυτόν προέρχονται από μπροσούρες του 15ου αιώνα, συχνά γραμμένες από τους ίδιους τους ανθρώπους που τον αντιστρατεύονταν. Η αλήθεια τους δεν μπορεί λοιπόν να επαληθευτεί. Ούτε όμως και να καταρριφθεί…
Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, ο Βλαντ Γ’ γεννήθηκε το 1431 στα εδάφη που είναι σήμερα γνωστά ως Τρανσυλβανία, στα κεντρικά της Ρουμανίας. Η ιστορική σκέψη αμφισβητεί πάντως τη σύνδεσή του με την περιοχή, καθώς ακόμα και το Κάστρο Μπραν, η γνωστή τουριστική ατραξιόν της Ρουμανίας που συνδέεται με τον μυθιστορηματικό Δράκουλα, λίγη σχέση πρέπει να είχε με τον πρίγκιπα της Βλαχίας.
Πατέρας του ήταν ο Βλαντ Β’ Ντράκουλ (Βλαντ ο Δράκος), πρίγκιπας της Βλαχίας από το 1436-1447, ο οποίος είχε πράγματι στην κατοχή του μια έκταση στη Σιγκισοάρα της ιστορικής Τρανσυλβανίας. Ο δεύτερος από τους τρεις γιους του, ο Βλαντ, γεννήθηκε πιθανότατα στο Τιργκόβιστε, τη βασιλική έδρα του πριγκιπάτου της Βλαχίας, απ’ όπου επέβλεπε ο σφετεριστής ηγεμόνας πατέρας του την περιοχή.
Το 1431 ο βασιλιάς της Ουγγαρίας, Σιγισμούνδος (που θα γινόταν αργότερα αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), έχρισε τον Βλαντ Β’ ιππότη του Τάγματος των Δράκων, απ’ όπου απέκτησε και το Ντρακούλ (Δράκος στην τοπική διάλεκτο) του ονόματός του. Έτσι απέκτησε ο Βλαντ Γ’ το «Δράκουλας» (Drăculea ή drac στα παλιά ρουμανικά).
Το Τάγμα του Δράκου είχε μόλις έναν σκοπό ύπαρξης: τον θρίαμβο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βλαχία εξάλλου, που βρισκόταν μεταξύ της χριστιανικής Ευρώπης και των μουσουλμανικών κτήσεων της Υψηλής Πύλης, έβλεπε συχνά αιματοβαμμένες μάχες, όσο οι Οθωμανοί ονειρεύονταν επέκταση των εδαφών τους προς τα δυτικά και οι χριστιανικές δυνάμεις απωθούσαν τους εισβολείς.
Και κάτι ακόμα: στη σύγχρονη ρουμανική, το «drac» σημαίνει επίσης τον δαίμονα ή τον ίδιο τον Διάβολο. Ο Μπραμ Στόκερ διάβασε ένα βιβλίο το 1890 για την ιστορία της Βλαχίας και, παρά το γεγονός ότι δεν έκανε λόγο για τον Βλαντ Γ’, του κόλλησε η λέξη «Δράκουλας». Όπως έγραψε στο σημειωματάριό του ο συγγραφέας: «Στη γλώσσα της Βλαχίας, σημαίνει ΔΙΑΒΟΛΟΣ [με κεφαλαία]». Γι’ αυτό και ονόμασε έτσι τον κόμη του, από τις διαβολικές συσχετίσεις της λέξης.
Η θεωρία μάλιστα που συνδέει κόμη Δράκουλα και Βλαντ αναπτύχθηκε μόλις το 1972 από τους καθηγητές ιστορίας στο Boston College, Radu Florescu και Raymond McNally (στο βιβλίο τους «Αναζητώντας τον Δράκουλα»)…
Σε ηλικία 11-12 ετών, ο Βλαντ και ο μικρότερος αδερφός του, Ράντου, κρατήθηκαν στην Τουρκία ως εγγύηση για τη νομιμοφροσύνη του Βλαντ Β’ στον σουλτάνο. Την ώρα που ο βοεβόδας της Τρανσυλβανίας, Ιωάννης Ουνιάδης, μάζευε στρατό για να διώξει τους Οθωμανούς από τη Ρουμανία, ο ηγεμόνας της Βλαχίας, Βλαντ Β’, συντασσόταν με τον Μουράτ Β’.
Με τη βία φυσικά, καθώς στη συνάντησή τους στην Καλλίπολη το 1442, τη μεγάλη παγίδα, ο σουλτάνος κράτησε όμηρο τον Βλαντ και τα παιδιά του για να εξασφαλίσει τη συναίνεσή του. Ο Ουνιάδης ηττήθηκε τελικά στην εκστρατεία του στη Βάρνα και για να εκδικηθεί τον πατέρα Βλαντ, έσφαξε τη γυναίκα και τον μεγάλο του γιο, Μίρτσεα.
Ο Βλαντ Β’ αφέθηκε να επιστρέψει στα εδάφη του με τον όρο να μείνουν αιχμάλωτα τα παιδιά του, προκειμένου να μην ξαναπάρει μέρος στον πόλεμο της Υψηλής Πύλης με την Ουγγαρία. Τα δυο παιδιά έλαβαν ανώτερη βασιλική εκπαίδευση, διδάχθηκαν τις πολεμικές τέχνες και ο Βλαντ μετατράπηκε σε ικανότατο ιππέα και πολεμιστή.
Ο έφηβος Βλαντ είδε μάλιστα τον αδερφό του να αναπτύσσει φιλικά αισθήματα προς τους δυνάστες του, να αλλαξοπιστεί στο Ισλάμ και να γίνεται αχώριστος με τον γιο του σουλτάνου, Μωάμεθ Β’, που ο κόσμος θα γνώριζε αργότερα ως Πορθητή. Όχι ότι τους συμπεριφέρθηκαν κακά, με τα δεδομένα της εποχής πάντα, ο Βλαντ δεν συγχώρεσε όμως ποτέ αυτή την περίοδο της αιχμαλωσίας του και έδωσε όρκο ιερό να εκδικηθεί.
Από τους Τούρκους έμαθε όμως και κάτι ακόμα: τον σαδιστικό ανασκολοπισμό ως τρόπο ατίμωσης…
Όσο τα δυο παιδιά του ήταν όμηροι της Υψηλής Πύλης, ο Βλαντ Β’ πάλευε να κρατήσει τη θέση του ως βοεβόδας της Βλαχίας, μια μάχη που θα έχανε τελικά από την εναντίον του εκστρατεία του Ουνιάδη και των τοπικών ευγενών. Τον σκότωσαν τελικά στα βαλτοτόπια της Ρουμανίας, μεταξύ Τιργκόβιστε και Βουκουρεστίου, και πλάι του έπεσε και ο μεγάλος του γιος, Μίρτσεα.
Ηγεμόνας της Βλαχίας τοποθετήθηκε από τον Ουνιάδη ένας συγγενής του Βλαντ Β’, ο Βλάντισλαβ Β’, ο ίδιος ο δολοφόνος του πιθανότατα. Κανείς δεν ξέρει πώς απελευθερώθηκε ο Βλαντ Γ’ από τους Οθωμανούς, αν το έσκασε δηλαδή ή αν τον άφησαν ελεύθερο μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Όπως κι αν έχει, το 1448 θα τον βρει να μάχεται κατά του νέου ηγεμόνα της Βλαχίας, θέλοντας να ανακτήσει τον θρόνο. Στο πλάι του είχε τώρα τους οθωμανούς διοικητές των παραδουνάβιων πόλεων και η Βλαχία ήταν μάλιστα χωρίς σημαντική δύναμη, καθώς ο Βλάντισλαβ Β’ συνόδευε τον Ουνιάδη στον νέο του αγώνα κατά των Τούρκων (Εκστρατεία του Κοσσυφοπεδίου).
Ο Βλαντ κέρδισε πίσω τον θρόνο, δεν θα τον κρατούσε όμως για πολύ. Δύο μήνες αργότερα, οι ηττημένοι Ουνιάδης και Βλάντισλαβ επέστρεψαν στις περιοχές τους και ο Βλαντ αναγκάστηκε να φύγει νύχτα από τη Βλαχία. Τι έκανε μεταξύ 1448-1456 είναι σχετικά άγνωστο ή αμφισβητήσιμο, πιθανότατα όμως άλλαζε πλευρές στον πόλεμο Οθωμανών και Ούγγρων αναζητώντας την πιο βολική κάθε φορά συμμαχία για τους σκοπούς του.
Τη βρήκε στο πρόσωπο του βασιλιά της Ουγγαρίας και Βοημίας, Λαδίσλαου Ε’, που η μοίρα το θέλησε να σιχαίνεται τον Βλάντισλαβ όσο και ο Βλαντ. Η στιγμή που περίμενε θα ερχόταν στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια μιας κολοσσιαίας ιστορικής στιγμής: την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Με τη Βασιλεύουσα δική τους, οι Οθωμανοί απειλούσαν ανοιχτά πια την Ευρώπη και κάθε διαθέσιμη δύναμη στον αγώνα εναντίον τους ήταν καλοδεχούμενη. Ο Βλαντ είχε ήδη αποκτήσει φήμη ζηλευτή για τα αντι-οθωμανικά του αισθήματα και με την αμέριστη οικονομική και στρατιωτική συμπαράσταση της Ουγγαρίας, εισέβαλε στη Βλαχία το 1456, σκότωσε πιθανότατα προσωπικά τον Βλάντισλαβ Β’ και χρίστηκε βοεβόδας.
Το πρώτο πράγμα που έκανε κατά τη δική του βασιλεία του τρόμου ήταν η εκδίκηση κατά όλων αυτών που είχαν εκθρονίσει τον πατέρα του. Οι προύχοντες της Βλαχίας (βογιάροι) υπέφεραν πολύ και μαρτυρίες της εποχής θέλουν τον Βλαντ να τους σφαγιάζει με φριχτούς τρόπους κατά εκατοντάδες.
Όταν τελείωσε με αυτό που θα αποκαλούσαμε σήμερα εθνοκάθαρση της Βλαχίας, τα πράγματα στο πριγκιπάτο του ήταν τελείως διαφορετικά. Ακόμα και τις περιουσίες αναδιένειμε. Οι πρώτες μαρτυρίες για ανασκολοπισμό των πολιτικών του αντιπάλων (και των οικογενειών τους) καταφτάνουν από αυτή την εποχή.
Αφού κατέστειλε και μερικά επαναστατικά κινήματα εναντίον του, υποκινούμενα από τους παλιούς του συμμάχους στην Ουγγαρία, συνέχιζε να εκκαθαρίζει το εσωτερικό τοπίο και να ενδυναμώνει εμπόριο και στρατό στην παρακμασμένη Βλαχία. Την ίδια στιγμή, προσάρτησε μερικά γειτονικά φέουδα της Τρανσυλβανίας και αυτοανακηρύχθηκε «κύριος και ηγεμόνας όλης της Βλαχίας».
Όταν ένιωσε ισχυρός το 1460, διεμήνυσε στους Τούρκους ότι θα σταματήσει να πληρώνει το βαρύτατο ετήσιο χαράτσι στην Υψηλή Πύλη. Το μέτρο που διασφάλιζε δηλαδή την ειρήνη μεταξύ σουλτάνου και βοεβόδα…
Δεν έμεινε βέβαια μόνο στις διακηρύξεις, καθώς πέρασε στην επίθεση, κατακτώντας το ένα οθωμανικό οχυρό πίσω από το άλλο. Σε επιστολή του προς τον ούγγρο βασιλιά Ματθαίο Κορβίνο το 1462 ομολογεί πως στην εκστρατεία του είχε σφαγιάσει «23.884 Τούρκους και Βούλγαρους».
Η συνήθειά του να ανασκολοπίζει τους εχθρούς του κυκλοφορούσε πια στα πέρατα της Ευρώπης, καθώς ο Γουτεμβέργιος είχε ανακαλύψει εντωμεταξύ την τυπογραφία και οι προφορικές μαρτυρίες έβρισκαν πια τον δρόμο τους για μπροσούρες και φυλλάδια. Η δεκαετία 1460-1470 θα τον καθιέρωνε ως Βλαντ τον Ανασκολοπιστή.
Οι ιστορίες για τον παροιμιώδη σαδισμό του είχαν εξαπλωθεί πια στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη και οι χρονικογράφοι έλεγαν πως βουτούσε το ψωμί του στο αίμα των θυμάτων του, ενώ συνήθιζε ακόμα και να δειπνεί κάτω από τα παλούκια με τα σαπισμένα πτώματα. Η δυσωδία δεν τον ενόχλησε ποτέ.
Η φήμη του για το πόσο απολάμβανε να αποκεφαλίζει, να βράζει ζωντανούς, να καίει στην πυρά, να γδέρνει τις σάρκες, να ακρωτηριάζει και να παλουκώνει τελικά τους εχθρούς του τον είχαν μετατρέψει στις συνειδήσεις Ευρωπαίων, Ρώσων και Οθωμανών σε πραγματικό τέρας.
Το 1490 μάλιστα ένας αβάς έγραψε «Την ιστορία του Δράκουλα», όπου τον περιέγραφε ως έναν δίκαιο μεν, εξόχως ανηλεή δε ηγεμόνα. Οι σάξονες έμποροι του Μπρασόφ γνώρισαν κι αυτοί καλά το καπρίτσιο του να παλουκώνει όσους του έμπαιναν στο μάτι. Σύμμαχοι των βογιάρων που επίσης παλούκωσε, δεν γλίτωσαν κι αυτοί την αποτρόπαιη πρακτική ήδη από το 1456.
Οι ιστορίες για την παροιμιώδη σκληρότητά του έδιναν και έπαιρναν στην Ευρώπη. Όλοι ήξεραν, ας πούμε, τι έπαθαν οι οθωμανοί απεσταλμένοι του Μωάμεθ Β’ που τον καλούσαν να συναντήσει τον σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη. Οι πρεσβευτές αρνήθηκαν να βγάλουν τα σαρίκια από το κεφάλι τους, παραθέτοντας θρησκευτικούς λόγους. Αφού επιδοκίμασε τη θρησκευτική τους ευλάβεια, έβαλε να καρφώσουν τα σαρίκια στα κρανία τους!
Το 1462, ο Μωάμεθ Β’ συγκέντρωσε μια στρατιά πάνω από 150.000 άντρες, δεύτερη σε μέγεθος μόνο μετά τον στρατό που κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, όπως μας καταμαρτυρεί ο έλληνας ιστορικός της εποχής, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, και εισέβαλε στη Βλαχία.
Ο σουλτάνος έφτασε ως την πρωτεύουσα της Βλαχίας, το Τιργκόβιστε, το βρήκε όμως έρημο από ντόπιους. Το μόνο που βρήκε ήταν τα αποσυντεθειμένα σώματα των οθωμανών αιχμαλώτων πολέμου που είχε στα χέρια του ο Βλαντ παλουκωμένα κατά μήκος της κεντρικής οδού.
Για «δάσος ανασκολοπισμένων» κάνει χαρακτηριστικά λόγο ο Χαλκοκονδύλης στις «Αποδείξεις Ιστοριών», περιγράφοντας γλαφυρά: «Υπήρχαν μεγάλοι πάσσαλοι στους οποίους, όπως ειπώθηκε, περίπου είκοσι χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά είχαν σουβλιστεί, φοβερό θέαμα για τους Τούρκους και τον ίδιο το σουλτάνο … Οι υπόλοιποι Τούρκοι έμειναν εμβρόντητοι όταν είδαν το πλήθος των ανθρώπων στους πασσάλους. Υπήρχαν βρέφη τελείως προσκολλημένα στις μητέρες τους στους πασσάλους και πουλιά είχαν κάνει τις φωλιές τους στα σπλάχνα τους».
Ο Βλαντ δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την τεράστια τουρκική στρατιά, κι έτσι κατέφευγε σε τεχνάσματα. Όπως όταν έντυσε τους άντρες του οθωμανούς στρατιώτες και τους ξαπέστειλε στο στρατόπεδο του Μωάμεθ με σκοπό να δολοφονήσουν τον σουλτάνο. Δεν τα κατάφεραν, έσπειραν όμως πανικό και καταστροφή στις οθωμανικές τάξεις, καθώς Τούρκοι έσφαζαν τώρα Τούρκους πιστεύοντας πως ήταν άντρες του Βλαντ με οθωμανικές εξαρτύσεις. Για 15.000 νεκρούς κάνουν λόγο οι ιστορικοί της εποχής από την κίνηση αυτή.
Ο Πορθητής υποχώρησε τελικά από τη Βλαχία με το κύριο σώμα του στρατού του, αφήνοντας τοποτηρητή τον εξισλαμισμένο αδελφό του Βλαντ, Ράντου. Τον οποίο νίκησε ο Δράκουλας σε δύο μάχες κατά τους επόμενους μήνες, ήξερε όμως πως ο πόλεμος ήταν χαμένος, αφού οι Τούρκοι μπορούσαν να επιστρέψουν ανά πάσα στιγμή. Και αφού έβλεπε άλλωστε τους πάλαι ποτέ συντρόφους του να λιποτακτούν μαζικά προς τον Ράντου, που τους έταζε προνόμια και δουκάτα με το τσουβάλι.
Οι έστω και πρόσκαιρες νίκες του Βλαντ χαιρετίστηκαν πάντως ως μεγάλα κατορθώματα στα πέρατα της Ευρώπης και ακόμα και ο Πάπας Πίος Β’ εντυπωσιάστηκε με τον βλάχο πρίγκιπα και τις χριστιανικές του νίκες έναντι των μωαμεθανών.
Όχι καιρό μετά το παλούκωμα των 20.000 Τούρκων, ο Βλαντ κατέφυγε στην αυλή του Ματθαίου Κορβίνου, ο οποίος τον φυλάκισε όμως καθώς δεν είχε όρεξη για άλλη μια εκστρατεία κατά των Τούρκων. Για να απαντήσει μάλιστα πειστικά στον Πάπα και τους συμμάχους του που έστειλαν μερικές καραβιές χρημάτων στον Βλαντ, παραχάραξε τρεις επιστολές του Δράκουλα προς τον σουλτάνο και υψηλόβαθμους τούρκους αξιωματούχους όπου συνωμοτούσε υποτίθεται κατά της χριστιανικής Ευρώπης.
Έτσι θα περνούσε τα επόμενα 13 χρόνια (ως το 1475), φυλακισμένος σε κάστρα της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας. Αυτή την περίοδο παντρεύτηκε πάντως και απέκτησε δύο παιδιά. Το 1475 πέθανε ο ηγεμόνας της Βλαχίας και αδελφός του Ράντου και οι τοπικοί προύχοντες ζήτησαν και πάλι τον Βλαντ για ηγεμόνα.
Ο Κορβίνος τον απελευθέρωσε μεν, δεν του έδωσε όμως βοήθεια για να ανακτήσει τον θρόνο. Τη βοήθεια τη βρήκε την επόμενη χρονιά από τον βοεβόδα της Μολδαβίας, Στέφανο Γ’ τον Μέγα, και κατάφερε έστω και για λίγο να ανέλθει ξανά στον θρόνο της Βλαχίας. Για τρίτη φορά.
Ο Μωάμεθ Β’ εισέβαλε στη Μολδαβία και ο Βλαντ βγήκε για άλλη μια φορά στο κατόπι του, ως σύμμαχος πια του ηττημένου τελικά Στέφανου. Στα τέλη εκείνου του Δεκεμβρίου του 1476 έπεσε με το μικρό μολδαβικό του απόσπασμα σε ενέδρα αντίπαλου προύχοντα της Βλαχίας και σκοτώθηκε.
Το πτώμα του παραδόθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι το τεμάχισαν και έστειλαν το κεφάλι στον σουλτάνο, όπως επιβεβαίωσαν ευρωπαίοι διπλωμάτες της Υψηλής Πύλης. Το κεφάλι του Βλαντ του Παλουκωτή έκανε τον γύρο της Κωνσταντινούπολης και παλουκώθηκε τελικά στην κεντρική πύλη.
Αυτός ο Δράκουλας μπορούσε τελικά να πεθάνει…