Ο Μάιος του 1932 ήταν μια ιδιαίτερα ζοφερή χρονικά περίοδος στην Αμερική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ήδη στη χειρότερη οικονομικά περίοδό τους, με το ποσοστό της ανεργίας να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, αγγίζοντας το 25% και το έθνος να πλησιάζει όλο και περισσότερο στο ναδίρ της Μεγάλης Ύφεσης, που είχε ξεκινήσει το 1929 μετά το χρηματιστηριακό κραχ. Αν προσθέταμε σε αυτό το σκηνικό και τη μεγάλη οργή που είχαν προκαλέσει τα 12 χρόνια της Ποτοαπαγόρευσης είμασταν μπροστά σε ένα έθνος που έδειχνε να λυγίζει από την απογοήτευση, την απόγνωση και την οργή.
Η Νέα Υόρκη προσπαθούσε να χρηματοδοτήσει τον εαυτό της την ίδια στιγμή που κακοποιοί και μαφιόζοι έπαιρναν τον έλεγχο των δρόμων της, γεμίζοντας με αίμα τα χέρια τους. Τιμονιέρης της πόλης ήταν εκείνη την περίοδο ο Jimmy Walker, ο δήμαρχος που έβλεπε τα ταμεία του δήμου να αδειάζουν, καθώς το «κοκτέιλ» Ποτοαπαγόρευσης και μαφιόζων οδηγούσε στην απώλεια των φορολογικών εσόδων της πόλης.
Τότε ο Walker σκαρφίστηκε κάτι που έμεινε στην Ιστορία. Αποφάσισε να διοργανώσει μια διαμαρτυρία, με κύριο αίτημα την μπίρα. Καλά ακούσατε, το αλκοολούχο ποτό, που μεταξύ άλλων κανείς δεν επιτρεπόταν να πίνει, έγινε η αφορμή για να βγουν στους δρόμους 150.000 πολίτες και να διαδηλώσουν ζητώντας τι άλλο, να φορολογηθεί η μπίρα και άρα να γίνει νόμιμη! «Θέλουμε μπίρα» έγραφαν τα πλακάτ σε μια διαδήλωση που είχε κριθεί επιταχυμένη.
Πριν μιλήσουμε για την ημέρα της μεγαλειώδους πορείας ας πούμε κάποια πράγματα για τον άνθρωπο πίσω από αυτήν.
Ο Jimmy Walker μεγάλωσε σε ένα φτωχικό σπιτικό. Η αγάπη του για τα γράμματα δεν ήταν κάτι που τον χαρακτήριζε, παρόλα αυτά σπούδασε και πήρε πτυχίο στα νομικά, κάτι που ήθελε απεγνωσμένα ο πατέρας του. Ο Walker όμως ήταν πιο καλλιτεχνική φύση, του άρεσε να γράφει τραγούδια! Η είσοδός του στην πολιτική δεν άργησε να έρθει. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, μέλος της Γερουσίας από το 1915 έως το 1925, μέσα από την οποία εναντιωνόταν στο μέτρο της Ποτοαπαγόρευσης.
Το 1926 εκλέχτηκε δήμαρχος της Νέας Υόρκης και συνέχιζε να μιλά κατά της 18ης Τροποποίησης του Συντάγματος, που απαγόρευε στους Αμερικανούς την Παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών. Μιας και ο ίδιος δεν θεωρούσε το ποτό έγκλημα καθοδηγούσε και την Αστυνομία να μην επιβάλλει το νόμο, εκτός από τις περιπτώσεις που το αλκοόλ προκαλούσε επεισόδια και περιστατικά βίας.
Ο Walker θα λέγαμε λαϊκά ότι «έβαλε τα χέρια του και έβγαλε τα μάτια του» στον πολιτικό στίβο, καθώς επί των ημερών του δωροδοκήθηκε αδρά από επιχειρηματίες. Ο Φράνκλιν Ρούσβελτ δεν μπορούσε να αφήσει κάτι τέτοιο να συνεχίζεται και τον εξανάγκασε σε παραίτηση το 1932.
Μια τέτοια ιδιοσυγκρασία όπως αυτή του Jimmy Walker ήξερε πώς να προκαλεί πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας και πολύ περισσότερο να δημιουργεί καταστάσεις για τις οποίες όλοι μιλούσαν.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε και η «Παρέλαση για τη φορολόγηση της μπίρας» όπως ονομάστηκε (Beer for Taxation Parade), μια διαδήλωση που συγκέντρωσε εκτός από εκατοντάδες χιλιάδες συμμετέχοντες και την προσοχή των Μέσων Ενημέρωσης.
Στις 14 Μαΐου 1932 περίπου 150.000 άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, διψασμένοι για αλκοόλ, πλημμύρισαν την 5η Λεωφόρο. Από είδωλα των Ολυμπιακών Αγώνων, ήρωες πολέμου, επιχειρηματίες και απλούς πολίτες, όλοι ένωσαν τις φωνές τους υπό το σύνθημα «Θέλουμε μπίρα»!
Όχι μόνο ο Walker ξεκίνησε την παρέλαση στη γενέτειρά του αλλά κατάφερε να λάβει τη στήριξη και άλλων δημάρχων, που οργάνωσαν παρόμοια διαμαρτυρία στις δικές τους πόλεις. Από τις ΗΠΑ, το Σκράντον και την Πενσιλβάνια μέχρι την Ντεϊτόνα Μπιτς στη Φλόριντα πολίτες ζητούσαν να φορολογηθεί η μπίρα. Το επιχείρημα ήταν πολύ ισχυρό: η νομιμοποίηση της μπίρας και άλλων ποτών θα προσέθετε εκατομμύρια δολάρια στα δημόσια ταμεία και θα άνοιγε μια βιομηχανία που θα οδηγούσε στην απασχόληση χιλιάδων εργατών. Τότε είχε υπολογιστεί ότι το κράτος έχανε κάθε χρόνο 500 εκατομμύρια δολάρια από τη φορολογία στο αλκοόλ.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή η μαύρη αγορά άνθιζε. Η αστυνόμευση ήταν δύσκολη με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια παράνομα μπαρ και αποστακτήρια. Τα σημεία πώλησης είχαν φτάσει τις 30.000, διπλάσια με όσα υπήρχαν με την προ Ποτοαπαγόρευσης εποχή.
Οι λαθρέμποροι παρήγαγαν και πουλούσαν οινοπνευματώδη ποτά σε υψηλές τιμές. Ο Αλ Καπόνε μάλιστα ήταν από τους αρχιμαφιόζους που τότε είχε πλουτίσει καθώς έλεγχε μεγάλο μέρος του παρεμπορίου. Επτά χρόνια μετά την επιβολή της Ποτοαπαγόρευσης μάλιστα οι θάνατοι από τα ποτά-μπόμπες άρχισαν να αυξάνονται.
Πόσο αποτελεσματική ήταν άραγε η συγκεκριμένη διαδήλωση στην άρση της Ποτοαπαγόρευσης; Το ερώτημα αυτό, όπως πολλοί έλεγαν, ήταν δύσκολο να απαντηθεί. Τελικά στις 5 Δεκεμβρίου 1933 η Ποτοαπαγόρευση ήρθη στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, μετά την υιοθέτηση από το Κογκρέσο της 21ης Τροποποίησης του Συντάγματος. Το Μισισιπί ήταν η τελευταία Πολιτεία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ το 1966.