Μετά από την 18η τροποποίηση του Συντάγματος το 1920, η Αμερική περνάει στην εποχή της Ποτοαπαγόρευσης. Η συνταγματική πρόνοια κήρυσσε παράνομη κάθε είδους παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών και για 13 χρόνια, έως το 1933, οι Αμερικανοί πολίτες μπορούσαν να απολαύσουν το αγαπημένο τους αλκοόλ μόνο κρυφά σε κάποιο τα υπόγεια «μυστικά» μπαρ, που άνοιγαν το ένα μετά το άλλο εκείνη την περίοδο.
Στις 16 Ιανουαρίου 1920, λοιπόν, ο νόμος Βόλστιντ (Volstead Act) αποτέλεσε και την ληξιαρχική πράξη «θανάτου» της ελεύθερης διακίνησης του αλκοόλ. Έτσι, πολύ γρήγορα η μαύρη αγορά γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση, αν αναλογιστεί κανείς ότι καθετί που απαγορεύεται γίνεται ακόμη πιο ελκυστικό, η εγκληματικότητα άρχισε να σημειώνει ανησυχητικά ανοδική πορεία, ενώ οι οργανωμένες συμμορίες άρχισαν να κερδίζουν ολοένα και περισσότερη πολιτική επιρροή.
Τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ, λόγω και της «δυσκοίλιας» αστυνόμευσης, πολλαπλασιάζονταν με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου, ενώ τα σημεία παράνομης πώλησης αλκοόλ άγγιξαν τις 30.000 – περίπου ο διπλάσιος αριθμός από αυτά πριν την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης.
Με την διαφθορά στους κόλπους της αστυνομίας να χτυπά σχεδόν κόκκινο, καθώς τα «τυράκια» για τους χαμηλόμισθους αστυνομικούς ήταν πολλά (δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Αλ Καπόνε έχει στο «μισθολόγιό» του τη μισή σχεδόν αστυνομία του Σικάγο) και τους γιατρούς να θησαυρίζουν συνταγογραφώντας ουίσκι για ιατρικούς λόγους -στην προκειμένη περίπτωση η διάθεσή του γινόταν νόμιμα από τα φαρμακεία- οι παράνομοι διακινητές αλκοόλ στα μάτια των απλών πολιτών της χώρας μετατράπηκαν σε ένα είδος λαϊκού ήρωα.
Μέσα από τις δραστηριότητές τους προσέφεραν δουλειά σε πολύ κόσμο, σε μια περίοδο υψηλής ανεργίας κατά την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης του «Κραχ». Όλη την περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης το κράτος έχανε περίπου 500 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, καθώς τα μέρη όπου παρασκευάζονταν και πωλούνταν το αλκοόλ ήταν όχι μόνο παράνομα και μυστικά αλλά και αμέτρητα.
Οι… λαϊκοί ήρωες
Σίγουρα προκαλεί ενδιαφέρον αλλά και αρκετά ερωτήματα το γεγονός ότι ανάμεσα στους κορυφαίους διακινητές παράνομου αλκοόλ κατά την ποτοαπαγόρευση συγκαταλέγονται και αρκετές γυναίκες, «ανταγωνιζόμενες», μάλιστα, με μεγάλη επιτυχία κορυφαίους εγκληματίες της εποχής.
Ο λόγος για τον οποίο στο επάγγελμα άνθισε ιδιαιτέρως το γυναικείο φύλο είναι το γεγονός ότι αρκετές πολιτείες της Αμερικής είχαν θεσπίσει νόμους που καθιστούσαν παράνομη την σωματική έρευνα γυναικών από άντρες αστυνομικούς, ενώ θεωρούνταν άκρως προσβλητικό να κατηγορηθεί μια γυναίκα για ένα τόσο σημαντικό έγκλημα, όπως είχε θεσπιστεί για την εποχή η παράνομη διακίνηση αλκοόλ.
Μάλιστα, σε δημοσίευμα της Hamilton Evening Journal το 1924 αναφέρεται σύμφωνα με δηλώσεις αστυνομικού από το Οχάιο ότι μια γυναίκα απείλησε αστυνομικούς που πραγματοποιούσαν ελέγχους ότι σε περίπτωση που ο οποιοσδήποτε την αγγίξει θα προσφύγει στο νόμο ενάντιά τους.
Ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι, μάλιστα, πίστευαν ότι οι γυναίκες bootleggers (όπως αποκαλούσαν τους διακινητές παράνομου αλκοόλ) ήταν πολύ περισσότερες από τους άντρες, έχοντας πουλήσει έως και πέντε φορές την ποσότητα που διακινούσαν οι άντρες «συνάδελφοί» τους, ενώ μία γυναίκα πράκτορας ανέφερε ότι οι γυναίκες bootleggers ήταν δυσκολότερο να εντοπιστούν αλλά και να συλληφθούν από τους άντρες.
Τα συνδικάτα λαθρεμπορίου, λοιπόν, εκμεταλλεύτηκαν στο μέγιστο αυτά τα «παραθυράκια» του νόμου, στρατολογώντας γυναίκες στις τάξεις τους. Κι αν δεν το έκαναν για να τις μετατρέψουν σε διακινητές, τις προσλάμβαναν ως οδηγούς των αυτοκινήτων τους για μείωση των ελέγχων, καθώς οι αστυνομικοί ήταν λιγότερο πιθανό να σταματήσουν και να ψάξουν αυτοκίνητο που οδηγούσε γυναίκα.
Σύμφωνα με την The Boston Daily Globe, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της Huffinghton Post «κανένας ομοσπονδιακός πράκτορας που σεβόταν τον εαυτό του δεν σταματούσε αυτοκίνητα που οδηγούσαν γυναίκες».
Μεγάλα κέρδη σε αντίθεση με τις ελαφριές τιμωρίες
Γιατί όμως μια γυναίκα να μπει στον κόσμο του λαθρεμπορίου και να διακινδυνεύει ανά πάσα ώρα και στιγμή να βρεθεί αντιμέτωπη με την δικαιοσύνη;
Το 1925 μια γυναίκα στο Μιλγουόκι παραδέχτηκε ότι κέρδισε 30.000 δολάρια ετησίως (σε σημερινή αντιστοιχία υπολογίστε περίπου 350.000 ευρώ!), ενώ η μοναδική ποινή για το αδίκημά της ήταν 200 δολάρια χρηματικό πρόστιμο και ένας μήνας φυλάκισης. Την ίδια ώρα δικαστήριο στο Ντένβερ καταδίκασε μια 22χρονη bootlegger να παρίσταται στην εκκλησία κάθε Κυριακή για δύο χρόνια, ενώ ο πρόεδρος των ΗΠΑ συγχώρεσε μία γυναίκα bootlegger από το Μίσιγκαν. Ομοίως, ο κυβερνήτης του Οχάιο μείωσε την ποινή φυλάκισής τους σε μόλις πέντε ημέρες.
Οι γυναίκες bootleggers συνήθιζαν να διατηρούν ένα χαμηλό προφίλ, ενώ ήταν λιγότερο πιθανό να γίνουν αντιδραστικές και σε όποια σύγκρουση με την αστυνομία ήταν, σχεδόν, απίθανο να γίνουν στόχοι πυροβολισμού.
Οι πιο διάσημες bootleggers της Ποτοαπαγόρευσης
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Jack O’ Donnell και τις περιγραφές του αναφορικά με τις γυναίκες bootleggers, υπήρχε αρκετά έντονη ποικιλομορφία – προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές ομάδες και τάξεις, από τις παραγκουπόλεις στην Ανατολική Νέα Υόρκη και τα πολυτελή σπίτια της Καλιφόρνια, μέχρι τους πευκόφυτους λόφους του Τενεσί και τις απέραντες πεδιάδες του Τέξας.
Οι περισσότερες από αυτές είχαν αρκετά εύστοχα παρατσούκλια όπως η «Henhouse Bootlegger», ευρέως γνωστή ως Esther Clark από το Κάνσας, η οποία αποθήκευε το αλκοόλ μέσα στο κοτόπουλο, η «Moonhsine Mary» η οποία καταδικάστηκε για την δολοφονία ενός άντρα (τον σκότωσε γιατί κυκλοφορούσε με κακό λικέρ) και η Texas Guinan ή αλλιώς «Queen of the Night Clubs».
«Βασίλισσα» του χώρου ήταν η Maggie Baily, από το Κλoβερτάουν στο Κεντάκι, η οποία μπήκε στον κόσμο του λαθρεμπορίου του αλκοόλ σε ηλικία 17 ετών. Με παρατσούκλι το «Queen of the Mountain Bootleggers» ζούσε αρκετά απλά και ήρεμα και πολλές φορές προσέφερε φαγητό σε οικογένειες που είχαν ανάγκη. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα δικαστήρια της φερόντουσαν σχετικά ευγενικά.
Η Stella Beloumant ήταν η κορυφαία bootlegger στο Έλκο, στη Νεβάδα. Για να καταλάβετε πόσο σημαντική ήταν η περίπτωσή της,αρκεί να αναλογιστείτε ότι για την σύλληψή της επιστρατεύτηκαν ο Γενικός Εισαγγελέας των Η.Π.Α., δύο πράκτορες από το Γραφείο Ποτοαπαγόρευσης, καθώς και ο σερίφης της περιοχής! Μάλιστα, κατά την σύλληψή της κατασχέθηκε μια τεράστια ποσότητα παράνομου αλκοόλ.