Εάν δεν γνωρίζει κάποιος τι συνέβη τουλάχιστον ένα εικοσιτετράωρο νωρίτερα, δεν πρόκειται να καταλάβει τους λόγους της δολοφονίας του 42χρονου αντιβενιζελικού πολιτικού και διπλωμάτη Ίωνα Δραγούμη στην Αθήνα.
Τι είχε συμβεί μια ημέρα νωρίτερα; Απόπειρα δολοφονίας κατά του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου στη Γαλλία.
Στις 30 Ιουλίου 1920 ο πολύπειρος Κρητικός πολιτικός είχε μόλις εισέλθει στον σιδηροδρομικό σταθμό Gare de Lyon του Παρισιού, προκειμένου να πάρει το τρένο που θα τον πήγαινε στη Μασσαλία κι από ‘κει με πολεμικό πλοίο θα επέστρεφε στην Ελλάδα ως θριαμβευτής της Συνθήκης των Σεβρών που είχε υπογράψει λίγο πριν. Τη στιγμή που επιβιβαζόταν δύο άγνωστοι τον πυροβόλησαν δέκα φορές!
Για καλή του τύχη γλίτωσε έχοντας απλώς ένα ελαφρύ τραύμα στον ώμο και λίγο πιο κάτω στο χέρι. Οι δράστες συλλαμβάνονται επί τόπου και διαπιστώνεται ότι είναι Έλληνες, βασιλόφρονες ανυπότακτοι αξιωματικοί του στρατού. Ο υποπλοίαρχος Απόστολος Τσερέπης και ο υπολοχαγός Γεώργιος Κυριάκης.
Αμφότεροι δηλώνουν πίστη στον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ της Ελλάδας, ο οποίος βρίσκεται σε κόντρα με τον εκλεγμένο πρωθυπουργό από το 1915 αναφορικά με την είσοδο ή μην της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που είχε ξεκινήσει από το 1914 και έληξε το 1918.
Ο διορατικός Ελευθέριος Βενιζέλος υποστήριζε ότι η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο, και δη στο στρατόπεδο της αγγλογαλλικής Αντάντ, εξυπηρετούσε τα εθνικά μας συμφέροντα αφού εκτιμούσε πως εν τέλει αυτοί θα νικούσαν και άρα θα είχαμε εδαφικά οφέλη. Στον αντίποδα ο μονάρχης θεωρούσε ότι η άσκηση εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε προνόμιο του Στέμματος και πως η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη κάτι που πρακτικά εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των αντίπαλων Κεντρικών Δυνάμεων, ήτοι της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας.
Η κόντρα των δύο θεσμικών πόλων οδήγησε τη χώρα σε έναν πρωτόγνωρο Εθνικό Διχασμό οδηγώντας στο μίσος τους Έλληνες που τάσσοντας υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Αυτό ακριβώς ο φθόνος είχε «οπλίσει» και το χέρι των επίδοξων δολοφόνων του Βενιζέλου στο Παρίσι. Μάλιστα στη δίκη που θα ακολουθήσει θα αφήσει σαφείς υπαινιγμούς ότι πίσω από την αποτρόπαια πράξη βρίσκεται ο εξόριστος από το 1917 βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’.
Επειδή εκείνη την εποχή τα νέα δεν κυκλοφορούσαν και πολύ γρήγορα, η απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου θα μαθευτεί στην Αθήνα την επόμενη μέρα. Μεσημέρι της 31ης Ιουλίου 1920 υπάρχουν συγκεχυμένες πληροφορίες με κάποιους να κάνουν λόγο ακόμη και για θάνατο του πρωθυπουργού. Οργή και θλίψη διακατέχει τους οπαδούς του.
Η φήμη πως «σκοτώσανε τον Βενιζέλο στο Παρίσι» θα λειτουργήσει σαν σπινθήρας που μέσα σε ελάχιστα λεπτά θα τινάξει στον αέρα την επίπλαστη ομαλότητα. Ένα πλήθος φιλοβενιζελικών ξεχύνεται στους δρόμους και ξεσπά την οργή σε όποιον βρίσκει μπροστά του και έχει κάνει το… λάθος να ταχθεί κατά καιρούς εναντίον του ηγέτη τους. Σπάνε τα γραφεία αντιβενιζελικών εφημερίδων όπως είναι η «Καθημερινή», ο «Ριζοσπάστης», η «Πολιτεία», η «Σκριπ» και η «Εσπερινή», καταστρέφουν καφενεία, ζαχαροπλαστεία και διάφορα άλλα καταστήματα ιδιοκτητών αντίθετης πολιτικής ιδεολογίας, λεηλατούν τα σπίτια πολιτικών που ανήκαν στην «Ηνωμένης Αντιπολίτευση» (ήταν ο συνασπισμός εθνικοφρόνων, συντηρητικών και φιλομοναρχικών κομμάτων που αντιπάλευε το «Κόμμα Φιλελευθέρων» του Βενιζέλου) και καταστρέφουν σχεδόν ολοκληρωτικά το σπίτι του πρώην πρωθυπουργού την περίοδο 1915 – 1916, Στέφανου Σκουλούδη.
Οι τραμπουκισμοί και οι βιαιότητες διήρκεσαν επτά ώρες, από τις 12:00 το μεσημέρι μέχρι τις 19:00 το απόγευμα που ξεκίνησε στον μητροπολιτικό ναό Αθηνών δοξολογία για τη σωτηρία του Βενιζέλου. Στο μεσοδιάστημα όμως, το κακό είχε γίνει.
Την ώρα των ταραχών ο Ίωνας Δραγούμης βρισκόταν στο θέατρο της συντρόφου του, της καταξιωμένης ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη που ήταν επίσης αντιβενιζελική.
Ακούγοντας τις φωνές η ερμηνεύτρια σταματάει την πρόβα. Το ζευγάρι τρέχει γρήγορα προς το αυτοκίνητό του, ένα μικρό Ford, και ξεκινάνε για το σπίτι τους στην Κηφισιά. Θα φτάσουν με δυσκολία, αφού στο δρόμο έχουν στήσει μπλόκα οι οπλισμένοι άνδρες της βενιζελικής φρουράς.
Ο Δραγούμης σε αυτό το σημείο κάνει το μοιραίο λάθος. Αντί να μείνει στην οικία αποφασίζει να αφήσει την Κοτοπούλη και να ξανακατέβει στην Αθήνα. Η Κοτοπούλη φοβάται ότι κάτι θα του συμβεί και προτείνει να περιμένει μέχρι να κοπάσουν οι ταραχές, αλλά δεν την ακούει. Από παλαιότερη έρευνα που έχει διεξαγάγει ο αείμνηστος δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός προκύπτει ότι ο Ίωνας ήθελε να πάει στα γραφεία του περιοδικού «Πολιτική Επιθεώρηση» που εξέδιδε, ώστε να γράψει ένα άρθρο που θα καταδίκαζε την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου, εκτιμώντας πως με αυτό τον τρόπο θα καταλάγιαζε κάπως το κύμα βίας.
Ο νεαρός γιος του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη κατεβαίνει και πάλι την Κηφισίας ανενόχλητος λίγο πριν τις τρεις το μεσημέρι. Στο ύψος των Αμπελοκήπων όμως, λίγο πριν τη διασταύρωση με την σημερινή λεωφόρο Αλεξάνδρας, εκεί που βρίσκεται το περίκεντρο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου με τον ημισφαιρικό θόλο, στο πρώην κτήμα Θων, τον σταματά μια ομάδα ενόπλων των Δημοκρατικών Ταγμάτων Ασφαλείας, ενός ειδικού σώματος προστασίας του Βενιζέλου που τελεί υπό τη διοίκηση του Παύλου Γρυπάρη, προσωπικού σωματοφύλακα του πρωθυπουργού.
Τον χτυπούν στο πρόσωπο και τον πηγαίνουν βιαίως στο κοντινό στρατόπεδο του τάγματος.
Εκεί θα αντικρίσει δύο οικεία πρόσωπα. Τον ίδιο τον διοικητή Παύλο Γρυπάρη με τον οποίο γνωρίζονται από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα και τον επιχειρηματία, πρώην υπουργό και προσωπικό φίλο του Βενιζέλου, Εμμανουήλ Μπενάκη. Τον δεύτερο ο Δραγούμης τον ήξερε από την εποχή που ήταν διπλωμάτης στην ελληνικό προξενείο της Αλεξάνδρεια καθώς στην παραθαλάσσια πόλη της Αιγύπτου απασχολούνταν και οι δύο. Μάλιστα ο νεαρός είχε τότε μια έντονη ερωτική σχέση με την παντρεμένη κόρη του επιχειρηματία, την καταξιωμένη συγγραφέα Πηνελόπη Δέλτα, κάτι που φυσικά δεν άρεσε καθόλου στον πατέρα της που τον είχε βάλει στο μάτι.
Ο διοικητής διατάζει 8 οπλίτες να πάνε με τα πόδια τον Δραγούμη στο Φρουραρχείο. Επικεφαλής της πομπής είναι ένας λοχίας. Κατά τη διάρκεια της πορείας ένας συνάδελφός του τρέχει βιαστικά προς το μέρος του και του ψιθυρίζει στο αυτί να μην πάνε τελικά τον αιχμάλωτο στο Φρουραρχείο, αλλά να τον εκτελέσουν και μάλιστα επί τόπου. Ο επικεφαλής της πομπής σταματά και υποδεικνύει στους στρατιώτες ένα σημείο. «Εδώ, εδώ»! Ο Δραγούμης, φορώντας ένα ολόλευκο κοστούμι, προσπαθεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Δεν πιστεύει ότι θέλουν να τον σκοτώσουν. Αλλά κι απ’ την άλλη οι κινήσεις των οπλιτών δεν είναι ευοίωνες.
Η εντολή εκτελείται χωρίς δισταγμό. Οι φαντάροι κάνουν τέσσερα βήματα πίσω και γεμίζουν το κορμί του με σφαίρες. Δεν αντιστάθηκε καθόλου. Δεν προσπάθησε καν να ξεφύγει. Η πρώτη σφαίρα τον τράνταξε και τον ανάγκασε να στριφογυρίσει με αποτέλεσμα τις υπόλοιπες να τις δεχθεί πισώπλατα. «Ευρέθησαν πέντε έως εξ τραύματα εκ των όπισθεν» θα αναφέρει μεταξύ άλλων η έκθεση του ανθυπίατρου που θα εξετάσει το σωρό του στο στρατιωτικό νοσοκομείο.
Ένας Ρώσος συνταγματάρχης, ονόματι Ίγκορ Λεμπέντιεφ, τυχαίνει να δει ολόκληρο το σκηνικό να διαδραματίζεται μπροστά του, την ώρα που περίμενε το τραμ. Τη μαρτυρία του αποτύπωσε η φιλομοναρχική εφημερίδα «Σκριπ». Όπως θα πει χαρακτηριστικά ο αλλοδαπός αξιωματικός, «περί την 4ην απογευματινήν ανέμενον μεθ’ ομάδος εκ τριών ή τεσσάρων προσώπων την άφιξην του τραμ, παρά την γωνίαν της λεωφόρου Κηφισίας και της οδού Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, πλησίον του υπ’ Αριθμ. 907 στύλου των ηλεκτρικών συρμάτων.
Την προσοχήν μου επέσυρε ομάς στρατιωτικών αγόντων εν συνοδεία έναν πολίτην καλού παρουσιαστικού και βαδίζοντος μετά πολλής αξιοπρέπειας. Δεξιόθεν και αριστερά αυτού εβάδιζον δύο στρατιώται, δεκάς δ’ ετέρων στρατιωτών είπετο εκ του σύνεγγυς. Πάντες έφερον τυφέκια.
Μόλις το απόσπασμα επλησίασεν εις τον υπ’ Αριθμ. 905 στύλον του τραμ, μετέβαλε κατεύθυνσιν προς τα αριστερά και εσταμάτησε παρά το πεζοδρόμιον, άφησαν τον αιχμάλωτον πολίτην επί του πεζοδρομίου, εις απόστασιν τεσσάρων περίπου βημάτων. Οι στρατιώται, αφού εσταμάτησαν, επυροβόλησαν: ερρίφθησαν υπ’ αυτών περί τους δέκα πυροβολισμούς. Ουδέν πρόσταγμα ηκούσθη. Ο πυροβοληθείς πολίτης έπεσε άπνους, χωρίς να βάλη κραυγήν, χωρίς να είπη τι».
Οι φιλοβενιζελικές εφημερίδες από τη μεριά τους, παρουσίασαν μια διαφορετική εκδοχή. Γράφει η «Εμπρός»: «Κατ΄επισήμους πληροφορίας ο θάνατος του Ιωάννου Δραγούμη εγένετο ως εξής: Επανερχόμενος ούτως εκ Κηφισσίας επ’ αυτοκινήτου όπου κατάτινας πληροφορίας είχε συνοδεύσει την δίδα Μαρίκαν Κοτοπούλη, και ενώ διήρχετο εις τους Αμπελόκηπους, παρά την έπαυλην Θων συνελήφθη υπό ομάδος πολιτών, απειλούντων να τον λυντσάρωσι. Προς σωτηρίαν του έσπευσε περίπολος στρατιωτών του τάγματος Ασφαλείας. Τον πρώτον πλησιάσαντα αυτόν εκ των στρατιωτών, ο Δραγούμης απεπειράθη να πυροβολήση διά πιστολίου, αλλ’ ο στρατιώτης προλάβων τον ελόγχισε. Μετά τινα λεπτά μεταφερθείς εις το Β’ον Στρατιωτικόν Νοσοκομείον απέθανε. Εκείθεν μεταφέρθη εις το Νεκτροταφείον».
[sidequote]Η πρώτη σφαίρα που δέχθηκε τον τράνταξε και τον ανάγκασε να στριφογυρίσει δεχόμενος τις υπόλοιπες πισώπλατα[/sidequote]
Η κηδεία του Ίωνα Δραγούμη, ενός εκ των 16 ηγετών του κόμματος «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» που υπέγραφε τα λογοτεχνικά κείμενα με το ψευδώνυμο «Ίδας», θα γίνει πολύ νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας και με την παρουσία μόνο των στενών συγγενών του, προκειμένου να αποφευχθούν τα επεισόδια. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που αναρρώνει ακόμη στο Παρίσι, μόλις ενημερώνεται για την δολοφονία σπεύδει να στείλει συλλυπητήριο τηλεγράφημα στον πατέρα του θανόντος. «Μανθάνω μετά της πλέον οδυνηράς συγκινήσεως το δυστύχημα το οποίον σας πλήττει και σας παρακαλώ, καθώς και τηνν οικογένειάν σας, να δεχθήτε την έκφρασιν της βαθειάς μου συμπαθείας. Δεν δύναμαι να λησμονήσω τάς υπερόχους υπηρεσίας τάς οποίας ο υιός σας προσέφερεν από της νεότητός του προς την Πατρίδα. Έτρεφον ανέκαθεν την ελπίδα, ότι εν τω μέλλοντι θα ηδύνατο να παράσχη και πλέον επιδανείς εισέτι. Ο φρικώδης θάνατός του με βυθίζει εις λύπην» θα γράψει.
Αμέσως μετά τη δολοφονία οι οκτώ οπλίτες του εκτελεστικού αποσπάσματος θα φυγαδευτούν και σύμφωνα με κατοπινή μαρτυρία ενός εξ αυτών, κρύβονταν στο χωριό του διοικητή τους Παύλου Γύπαρη, στην Ασή Γωνιά των Χανίων Κρήτης. Παρόλα αυτά οι ένοχοι θα δικαστούν και θα καταδικαστούν, μένοντας έγκλειστοι στις φυλακές μέχρι το 1924 που τους χορηγήθηκε αμνηστία.
Ποιος όμως ευθύνεται τελικά για την δολοφονία Δραγούμη; Μια από τις αδελφές του θύματος κατέθεσε ότι την ημέρα της κηδείας ο Γύπαρης βρήκε έναν αυτόπτη μάρτυρα της εκτέλεσης, τον εργάτη Κυριάκο Κούλη, και του ζήτησε να πει στις αρχές ότι ο Δραγούμης αντιστάθηκε και γι’ αυτό τον σκότωσαν. «Μην πεις τίποτε άλλο απ’ όσα είδες, γιατί θα πάρεις στο λαιμό σου αθώους» Ήθελε να καλύψει τους οπλίτες του, τον εαυτό του, τον Εμμανουήλ Μπενάκη ή όλους μαζί;
Σε κατάθεση που θα δώσει ο Παύλος Γύπαρης δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ως συμμέτοχος στο αποτυχημένο Κίνημα του 1935 (που έγινε με την ανοχή του Βενιζέλου για να αποτραπεί η παλινόρθωση της βασιλευόμενης δημοκρατίας), θα δηλώσει ότι αυτός που ζήτησε να εκτελεστεί ο Δραγούμης ήταν ο Εμμανουήλ Μπενάκης.
Πριν δούμε τι είπε επί λέξει στο δικαστήριο, ανοίγουμε μια μικρή παρένθεση προκειμένου να έχουμε μια σφαιρικότερη άποψη για τον γνωστό επιχειρηματία του οποίου το όνομα έχει δοθεί σε δρόμο της πρωτεύουσας – και όχι μόνο. Όταν το 1905 ο Δραγούμης διορίστηκε Α’ γραμματέας στο Γενικό Προξενείο της Αλεξάνδρειας συνδέθηκε φιλικά με την γεννημένη εκεί, Πηνελόπη Δέλτα, κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη που είχε παντρευτεί από το 1895 τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα.
Ωστόσο της άρεσε η παρέα του Δραγούμη με τον οποίο είχαν πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Και οι δύο ήταν ρομαντικοί, τους άρεσε να μιλάνε για φιλολογικά ζητήματα, ταυτίζοντας με τους δημοτικιστές και η φιλία δεν άργησε να εξελιχθεί σε ερωτική έλξη που φαίνεται πως έμεινε ανολοκλήρωτη. Ωστόσο η Πηνελόπη Δέλτα σκεφτόταν πολύ σοβαρά να αφήσει την οικογένειά της και να ζήσει με τον αγαπημένο της, κάτι όμως που δεν έκανε. «Λέει πως είναι για πάντα δική μου και πονεί έως θανάτου» θα γράψει ο Δραγούμης στο ημερολόγιό του στις 18 Ιανουαρίου 1908. Ωστόσο της είναι δύσκολο να κάνει το μεγάλο βήμα, φοβούμενη μεταξύ άλλων την κοινωνική κατακραυγή και την αντίδραση του πατέρα της.
Ο έρωτας των δύο νέων είχε μαθευτεί και συζητιόταν στα αριστοκρατικά σαλόνια. Αναγκάζονται να διακόψουν το ειδύλλιο. Από τη στιγμή που χώρισαν η Πηνελόπη Δέλτα φορούσε συνέχεια μαύρα ρούχα και δεν τα έβγαλε μέχρι και την 27η Απριλίου 1941 που αυτοκτόνησε όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Αντιλαμβανόμενοι πλέον τα αισθήματα του παράνομου ζευγαριού, κλείνουμε την παρένθεση και πάμε πάλι στην κατάθεση του Γύπαρη, που θεωρεί τον πατέρα της Πηνελόπης Δέλτα, τον Εμμανουήλ Μπενάκη, ως υπεύθυνο για την εκτέλεση.
Θα δηλώσει χαρακτηριστικά: «[…] Ήλθεν ένα τηλεγράφημα ότι έγινεν απόπειρα κατά του Βενιζέλου εις την Λυών. Εγώ είχα ένα τηλεγράφημα ότι δεν εκινδύνευεν η ζωή του. […] Εξεκίνησα και επέστρεψα εις το τάγμα, όταν έξω είδα ένα αυτοκίνητον σταματημένο και κόσμον μαζεμένον γύρω και μαινόμενον. Με το πιστόλι εις το χέρι άνοιξα δρόμο και επήγα κοντά. Μέσα εις το αυτοκίνητον ήτο ο Ίων Δραγούμης. Τον παρέλαβα και τον ωδήγησα μέσα και έκαμα ένα τηλεφώνημα εις το Φρουραρχείον διά να τον στείλω εκεί όπως είχα στείλει και τους άλλους που είχαν συλληφθή. Όταν εσχηματίσθη το απόσπασμα που θα τον συνώδευε, και τον παρέλαβε, παρουσιάσθη ένας κύριος μεγαλόσχημος και τους εφώναξε: “Σκοτώστε τον! Τι τον φυλάτε”. Πρέπει να σας πω ότι ήτο άνθρωπος μεγάλης επιρροής και ηκούετο πολύ, διότι εις το σπίτι του έμενε πάντοτε ο Βενιζέλος στην Κηφισιάν. Και οι στρατιώται τον υπήκουσαν. Και έγινε το δυστύχημα.
[sidequote]Η Πηνελόπη Δέλτα σκεφτόταν πολύ σοβαρά να αφήσει την οικογένειά της και να ζήσει με τον αγαπημένο της, κάτι όμως που δεν έκανε[/sidequote]
Οι στρατιώται δεν ετολμούσαν μετά την πράξιν των να πλησιάσουν εις το τάγμα, διότι έμαθαν ότι είχα γίνει έξω φρενών, αλλά μου έστειλαν ένα άλλον στρατιώτην. “Πήγαινε”, είπα, “και πες στον επιλοχία σου να ’ρθουν εδώ”. Αλλά αυτοί δεν ήλθαν ούτε τότε. Επήγαν εις τον κ. Εκείνον στην Κηφισιάν, ο οποίος τους έδωσε 20.000 δραχμάς, τους υπεσχέθη να επέμβη στον Βενιζέλο για να μην τιμωρηθούν και να τους στείλη στην Αίγυπτο. Δεν ετήρησεν όμως τον λόγον του και δεν τους έστειλεν εις την Αίγυπτον και οι στρατιώται επήγαν στην Κρήτη, όπου εφυγοδικούσαν. Έστειλα ένα απόσπασμα στην Κρήτη με επί κεφαλής αξιωματικόν, ο οποίος τους ευρήκε και τους συνέλαβε, τους έφερε στο τάγμα και τους παρέδωσε στας αρχάς.
Το 1920 μετά την 1ην Νοεμβρίου, ενώ εγώ έφυγα εις την Γαλλίαν, οι στρατιώται εδικάσθησαν και είπαν ποίος υπέβαλε να σκοτώσουν τον Δραγούμη. Εγώ τότε ήμουν μακρυά από την Ελλάδα και οι στρατιώται δεν ήσαν υπό την επιρροήν μου. Αν τους είχα βάλει εγώ να σκοτώσουν τον Δραγούμη θα το έλεγαν εις την δίκην των. Πρέπει να σας πω ακόμη, κύριοι στρατοδίκαι, ότι την ημέραν που συνέβη ο φόνος του Δραγούμη εμπήκα στο αυτοκίνητο να πάω στην Κηφισιά να τον σκοτώσω τον κ. Εκείνον. Έπεσαν όμως όλοι οι αξιωματικοί του τάγματος και με εκράτησαν. Όταν ήλθεν ο Βενιζέλος επήγα και του είπα ότι θα έκαμνα δημοσίευμα να αποκαλύψω τον κ. Εκείνον, αλλά ο Βενιζέλος μου είπε: “Άφησε, δεν πειράζει”. Από τότε γεννήθηκε η κατακραυγή εναντίον μου και γι’ αυτό εδημοσίευσα μίαν επιστολήν στην ελληνικήν εφημερίδα “Μέλλον” των Παρισίων και ήθελα να την στείλω και στας αθηναϊκάς εφημερίδας, αλλά και πάλιν με ημπόδισεν ο Βενιζέλος…».
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.