Ως «πιο φτωχό ηγέτη του πλανήτη» τον προλόγιζαν τα ειδησεογραφικά δίκτυα της οικουμένης στα 5 χρόνια που έμεινε στο ύπατο αξίωμα της χώρας του.
Και ήταν μια από αυτές τις φορές που κάθε λέξη κυριολεκτούσε. Ο πρόεδρος δώριζε το 90% της αμοιβής του στους φτωχούς, τους ακόμα φτωχότερους δηλαδή από τον ίδιο, ώστε να αμείβεται με τον μέσο μισθό του πολίτη.
Δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στο Προεδρικό Μέγαρο, προτιμώντας να παραμένει στο καλυβάκι του με τα ελενίτ στα περίχωρα της πόλης. Μέσα στις λάσπες, σε αυτό το κομματάκι γης που καλλιεργούσε πάντα με τα χέρια του τα λατρεμένα του χρυσάνθεμα Με το ίδιο τρακτέρ, σαν και άλλοτε.
Δεν είχε φρουρούς. Δεν φορούσε κοστούμια. Δεν κυκλοφορούσε με την προεδρική λιμουζίνα, παρά με το σαραβαλάκι του, έναν «Σκαραβαίο» του 1987. Με σταθερό συνοδηγό τη σκυλίτσα του. Δεν είχε τίποτα από αυτά που έχουν οι πολιτικοί ηγέτες του κόσμου. Γιατί δεν τα ήθελε. Γιατί δεν τα πίστευε. Γιατί τα σιχαινόταν.
Ο λόγος για τον 40ό πρόεδρο της Ουρουγουάης, τον άνθρωπο που η πολιτική ήταν γι’ αυτόν κάτι πολύ πιο ιερό, πολύ πιο μεγάλο και από το ύπατο κοινοβουλευτικό αξίωμα ακόμα.
Αντάρτης ήταν άλλωστε ο πρώην πρόεδρος Χοσέ Μουχίκα, ηγέτης άλλοτε των Τουπαμάρος, και ήξερε στο πετσί του τι σημαίνουν αγώνες και διεκδικήσεις. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια έμεινε φυλακισμένος από τη χούντα και υπέστη φριχτά βασανιστήρια.
Δεινά που δεν ξέχασε όταν εκλέχτηκε πρόεδρος το 2010 και ανάγκασε όλο τον πλανήτη να υποκλιθεί στην ταπεινότητά του. Αλλά και το όραμά του. Και τις γενναίες μεταρρυθμίσεις που σταθεροποίησαν την εθνική οικονομία.
Ο Μουχίκα ποτέ δεν ένιωσε εξάλλου φτωχός, αυτά ήταν λόγια των δημοσιογράφων, συνήθιζε να παραπονιέται: «Φτωχός δεν είναι αυτός που έχει λίγα, αλλά αυτός που χρειάζεται περισσότερα». Έλα όμως που και ο λαός του τον αποκαλούσε «Φτωχότερο Πρόεδρο» (El Presidente mas pobre)!
Θα ήταν πράγματι κρίμα να εξαντληθούν οι αναφορές για τον «Ελ Πέπε» στο πόσο λυσσαλέα αρνιόταν πολυτέλειες και προνόμια. Γιατί αυτός ήταν ένας από τους πιο χαρισματικούς πολιτικούς της Λατινικής Αμερικής των τελευταίων δεκαετιών. Ένας άνθρωπος απλός που εκλέχτηκε για να κάνει αυτά που πρέσβευε από τα μικράτα του.
Και τα έκανε. Δεν άφησε καμία εξουσία να τον διαβρώσει. Δεν άφησε κανένα πρωτόκολλο να του αλλάξει τον τρόπο της ζωής του. Και αποθεώθηκε. Από νέους και γέρους. Με ένα ρηξικέλευθο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που έβαλε στο κέντρο τον άνθρωπο. Και σημείωνε άλλοτε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ παγκοσμίως!
Στα 84 του αισίως, ο «Πέπε» παραμένει ένας τελείως ιδιοσυγκρασιακός άνθρωπος, μια από αυτές τις προσωπικότητες που γίνονται μεγαλύτερες και από τη ζωή την ίδια. Ή, σωστότερα, όπως τον αποκάλεσε και ο Κουστουρίτσα στο ντοκιμαντέρ που έκανε για αυτόν το 2018: «Ο τελευταίος ήρωας».
Όταν παραιτήθηκε τον Αύγουστο το 2018 από βουλευτής, καθώς μεγάλωσε πια και δεν μπορούσε να ασκεί τα καθήκοντά του όπως θα ήθελε, χτύπησε για μια τελευταία φορά. Και χτύπησε ξανά δυνατά. Αρνήθηκε να πάρει βουλευτική σύνταξη!
Πέπε τον φώναζαν οι συναγωνιστές του στους Τουπαμάρος, Πέπε και οι σύντροφοι στη μία δεκαετία και βάλε της φυλακής. Και ως Πέπε θα τον μάθαιναν αναγκαστικά και οι πλατιές μάζες, πρώτα ως επαναστάτη, μετά ως πολιτικό, μετά ως υπουργό και ως πρόεδρο τελικά. Μόνο που εκείνος ήταν πάντα αγρότης!
Γεννημένος τον Μάιο του 1935 σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια, ο μικροκαλλιεργητής πατέρας του, Βάσκος στην καταγωγή, πρόλαβε να πτωχεύσει πριν κλείσει πρόωρα τα μάτια του το 1940. Μεγάλωσε λοιπόν με τη μαμά του και τους ιταλούς εμιγκρέδες παππούδες του μέσα στα χωράφια, βγάζοντας μία-μία τις μέρες.
Από παιδί ιδεαλιστής και αγωνιστής και πολιτικά ενεργός από την εφηβεία του, πήρε μέρος στο αγροτικό κίνημα και τις αριστερές ιδέες, προσχωρώντας στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στο νεόκοπο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Τουπαμάρος, τη μετεξέλιξη επαναστατικών αγροτικών και εργατικών ενώσεων σε αντάρτικο πόλης. Κατά τα πρότυπα της Κουβανικής Επανάστασης.
Ήταν μάλιστα ο ηγέτης ενός εκ των 6 στρατιωτικών βραχιόνων του κινήματος και ο αντάρτης που μπήκε πρώτος το 1969 στο Πάντο, κατά τη βραχύβια κατάληψη της πόλης δίπλα στο Μοντεβιδέο.
Τον Μάρτιο της επόμενης χρονιάς λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του σε μπαρ του Μοντεβιδέο, σε ενέδρα της αστυνομίας. Έφαγε έξι σφαίρες, τραυμάτισε δύο αστυνομικούς και σώθηκε ως εκ θαύματος από τον χειρουργό βάρδιας του νοσοκομείου. Είπαν πως ήταν Τουπαμάρος ο γιατρός. Δεν ήταν. Ήταν απλώς γιατρός.
Ο πρόεδρος Χόρχε Πατσέκο, που είχε ήδη αρχίσει από το 1968 να περιορίζει δραστικά τις συνταγματικές ελευθερίες, απάντησε κηρύσσοντας τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Το κυνήγι των επαναστατών ήταν λυσσαλέο.
Ο Μουχίκα έπεσε στα χέρια του καθεστώτος 4 διαφορετικές φορές, αρχής γενομένης από το 1971. Και τις δύο από αυτές το έσκασε από τη φυλακή. Στα σίδερα τον βρήκε το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973, που τον κήρυξε εχθρό του καθεστώτος και τον έβαλε στην απομόνωση.
Νόμιζαν πως θα τον σπάσουν. Το μόνο που έκαναν ήταν να ατσαλώσουν τη θέλησή του. «Κοιμόμουν επί χρόνια στο πάτωμα της φυλακής και τις νύχτες που είχα στρώμα ήμουν ευτυχής. Επέζησα με το τίποτα. Γι’ αυτό και άρχισα να εκτιμώ τα μικρά πράγματα στη ζωή και τα όρια των πραγμάτων. Αν αφιερωθώ στην ευμάρεια, θα πρέπει να περάσω ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου στη συντήρησή της».
Δώδεκα χρόνια ψυχολογικών και σωματικών βασανιστηρίων αργότερα, έπρεπε να περιμένει την παλινόρθωση της δημοκρατίας το 1985 και τη γενική αμνηστία για να βγει ο σύντροφος Πέπε από τη φυλακή. Με παλιούς αγωνιστές από τις τάξεις των Τουπαμάρος έφτιαξαν ένα αριστερό κόμμα (Κίνημα για τη Λαϊκή Συμμετοχή) και συνασπίστηκαν με εργατικές και αγροτικές οργανώσεις στον αριστερό ενωτικό συνασπισμό Διευρυμένο Μέτωπο.
Εκλέχτηκε βουλευτής το 1994 και γερουσιαστής το 1999. Χαρισματικός και με όραμα, γινόταν συνεχώς δημοφιλέστερος. Τόσο δημοφιλής που το 2004 απέσπασε τις περισσότερες ψήφους από κάθε άλλο υποψήφιο γερουσιαστή. Επανεκλέχτηκε πανηγυρικά…
Με το κόμμα του να έχει μετατραπεί στη μεγαλύτερη δύναμη του αριστερού συνασπισμού, ήταν αυτός που έδωσε ουσιαστικά τη νίκη στον Ταβαρέ Βάσκες το 2005, τον πρώτο ποτέ αριστερό πρόεδρο της Ουρουγουάης. Ο Βάσκες τον συμπεριέλαβε στην κυβέρνησή του ως υπουργό Κτηνοτροφίας, Γεωργίας και Αλιείας. Αυτό που ήξερε δηλαδή καλά.
Στις εκλογές του 2009 ήταν η στιγμή του, όταν έγινε πρόεδρος του Διευρυμένου Μετώπου και πήρε εύκολα τις εκλογές. Τι πέτυχε; Να σταθεροποιήσει την οικονομία και να πατάξει την παροιμιώδη λατινοαμερικάνικη διαφθορά στον δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τον ανταποκριτή του BBC, Wyre Davies, «ο Μουχίκα έφυγε από πρόεδρος αφήνοντας μια σχετικά υγιή οικονομία και μια κοινωνική σταθερότητα που μόνο να ονειρευτούν μπορούν οι μεγαλύτεροι γείτονές του».
Ταυτοχρόνως, σε μια αμφιλεγόμενη τότε κίνηση, νομιμοποίησε την κάνναβη για να ξεθεμελιώσει αυτή την παράνομη δραστηριότητα των 40 εκατ. δολαρίων και να απαλλάξει τη χώρα από ένα καλό κομμάτι του οργανωμένου εγκλήματος, που τόσο μάστιζε τη μικρή χώρα. Η κατάσταση στην Ουρουγουάη σήμερα προφανώς τον δικαιώνει.
Τόσο ιδεαλιστής όσο και πραγματιστής, επιχειρηματολόγησε για τη νομιμοποίηση της κάνναβης: «Η κατανάλωση της κάνναβης δεν είναι το πιο ανησυχητικό πρόβλημα, αλλά η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, 150.000 άνθρωποι καπνίζουν μαριχουάνα στην Ουρουγουάη και δεν θα μπορούσα να τους αφήσω στο έλεος της παράνομης διακίνησης. Είναι πολύ πιο εύκολο να ελέγχεις κάτι που είναι νόμιμο και γι’ αυτόν το λόγο το κάνουμε αυτό».
Πάντα προοδευτικός, νομιμοποίησε τις εκτρώσεις μέχρι και τον τέταρτο μήνα, τους γάμους μεταξύ ομοφυλοφίλων και υιοθέτησε μια πραγματικά ανθρωπιστική ατζέντα στο ευρύ μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Αγωνίστηκε υπέρ της δημόσιας εκπαίδευσης, κάνοντας περισσότερο προσβάσιμη την ανώτατη εκπαίδευση στον λαό και νομοθέτησε ευρύτατα υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων και του αγροτικού πληθυσμού.
Στην πενταετή θητεία του, η Ουρουγουάη βίωσε ιστορικό χαμηλό σε όλους τους δείκτες της ανεργίας και είδε δραστικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Μέσα σε ένα κλίμα που οι γείτονές του παρέπαιαν οικονομικά. «Ελβετία της Αμερικής» αποκαλούσαν τώρα τη μικρή χώρα…
Λένε πως τίποτα δεν διαφθείρει γρηγορότερα τον άνθρωπο από το χρήμα και την εξουσία και η αλήθεια είναι πως ο Πέπε τα γνώρισε και τα δύο καλά. Μόνο που δεν διαβρώθηκε.
Ήδη από τη μέρα που ορκίστηκε πίστη στο Σύνταγμα και τους Θεσμούς, αποφάσισε πως μπορούσε να ζει μια χαρά με λίγο λιγότερα από το 1/10 αυτών των 10.000 ευρώ του προεδρικού μισθού. Με 775 ευρώ την έβγαζε, όσο και ο μέσος μισθός της Ουρουγουάης το 2010. Το ίδιο έκανε και η σύζυγός του, γερουσιαστής τότε Λουσία Τοπολάνσκι.
«Τι να το κάνω όλο αυτό το ποσό;», διαμαρτυρόταν, «οι περισσότεροι κάτοικοι της Ουρουγουάης ζουν με πολύ λιγότερα». Στο Προεδρικό πήγαινε μόνο όταν είχε κάποια επίσημη συνάντηση, καθώς συνέχισε να μένει στο παράπηγμα με τα ελενίτ λίγο έξω από το Μοντεβιδέο. Και να ντύνεται όπως ντυνόταν, με αυτά τα πολυκαιρισμένα πουλόβερ και τα ξεθωριασμένα μπλουζάκια.
Όσο για το μεταφορικό του μέσο, δεν ήταν η προεδρική λιμουζίνα, αλλά ο μπλε «Σκαραβαίος» του 1987. Τον οποίο προθυμοποιήθηκε μάλιστα να αγοράσει άραβας μεγιστάνας έναντι… 1 εκατ. δολαρίων! Ούτε που το σκέφτηκε ο Μουχίκα. Ή μάλλον το σκέφτηκε και το απέρριψε, καθώς πώς θα έβγαζε βόλτα τη Μανουέλα, τη γηραλέα και τρίποδη σκυλίτσα του; Ήταν, όπως είπε, το μόνο μέσο μεταφοράς της!
«Έχω ονομαστεί ‘‘ο πιο φτωχός πρόεδρος’’, αλλά δεν αισθάνομαι φτωχός. Φτωχοί είναι εκείνοι που δουλεύουν μόνο για να αποκτήσουν και να διαιωνίσουν έναν πολυτελή τρόπο ζωής και θέλουν συνέχεια όλο και περισσότερα. Εδώ τίθεται το ζήτημα της ελευθερίας. Αν δεν έχεις τόσα πολλά υλικά αγαθά, δεν χρειάζεται να δουλεύεις σαν σκλάβος για να τα συντηρήσεις, και επομένως έχεις πολύ περισσότερο χρόνο για τον εαυτό σου», απαντούσε σοφά.
Απορρίπτοντας την ουτοπία για χάρη του ρεαλισμού, παρέμενε ένας πραγματιστής αριστερός που δεν άφηνε ιδεολογίες και αγκυλώσεις να τον απομακρύνουν από την αμείλικτη καθημερινότητα. «Αυτό που ζητώ από τους ανθρώπους είναι να μη μισούν αυτούς που σκέπτονται διαφορετικά», δήλωσε στον δεύτερο χρόνο της προεδρίας του.
Όταν αποσύρθηκε το 2015 από το προεδρικό αξίωμα, μία ήταν η ενδεδειγμένη κίνηση γι’ αυτόν: να επιστρέψει στη φάρμα και τα χρυσάνθεμά του, τη βασική πηγή του εισοδήματός του ακόμα και σήμερα. Παρά το γεγονός ότι η σύζυγός του και παλιά συντρόφισσα στους Τουπαμάρος ανέλαβε το 2017 καθήκοντα αντιπροέδρου της Ουρουγουάης. Τα δίνει κι εκείνα όλα σε αγαθοεργίες.
Ο Πέπε επέστρεψε στη Γερουσία το 2015 και όταν είδε πως ήταν πια πολύ γέρος, παραιτήθηκε! «Μπορεί στα μάτια πολλών να μοιάζω σαν ένας εκκεντρικός γέρος. Αλλά μην ξεχνάτε το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης», απαντούσε σε όσους τον επέκριναν πως τα παράτησε όλα για να μαζευτεί σπίτι του.
Ποτέ δεν ήταν όμως τυπικό δείγμα πολιτικού κι έτσι ακριβώς θα ήταν και το κοινοβουλευτικό του τέλος. Όταν ένιωσε ότι εξαντλήθηκε, ότι δεν ήταν πια επαρκής για τα καθήκοντά του, παραμέρισε. Και πίσω δεν κοίταξε. Κάτι αν όχι πρωτοφανές, σίγουρα σπάνιο για πολιτικό καριέρας.
«Τα κίνητρα της παραίτησης είναι προσωπικά. Θα τα απέδιδα στην κούραση μετά από ένα μακρύ ταξίδι. Παρόλα αυτά, όσο το μυαλό μου λειτουργεί, δεν μπορώ να παραιτηθώ από την αλληλεγγύη και την πάλη των ιδεών», έγραφε στην επιστολή που επέδωσε με πάσα επισημότητα στην πρόεδρο της Γερουσίας και επί 13 χρόνια σύζυγό του, Λουσία. Ο φακός τον συνέλαβε λίγες στιγμές πριν παραδώσει την έδρα του καβάλα στο τρακτέρ του.
Οραματιστής και με την άσβεστη σπίθα του επαναστάτη, ο Πέπε έγινε η αλλαγή που ήθελε να δει στον κόσμο. Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από την κληρονομιά του, ας είναι το καινοφανές γεγονός πως με τις πράξεις του κατάφερε να εξαφανίσει την απόσταση που χωρίζει τον απλό λαό από τα κέντρα εξουσίας.
Κι αν μείνει κάτι από τα σπουδαία λόγια του, ας είναι αυτό και τίποτα άλλο: «Δεν πληρώνουμε με χρήματα. Πληρώνουμε με τον χρόνο της ζωής που ξοδεύουμε για να αποκτήσουμε αυτά τα χρήματα. Η διαφορά είναι ότι η ζωή είναι το μόνο πράγμα που τα λεφτά δεν μπορούν να αγοράσουν. Και είναι θλιβερό να σπαταλά κανείς τη ζωή και την ελευθερία του με αυτόν τον τρόπο»…