Η ροκ μουσική μετράει παγκοσμίως κάποιες δεκαετίες ζωής, καθώς η γένεσή της εντοπίζεται στη Δύση κάποια χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξεπηδώντας από τους καλλιτεχνικούς δρόμους των μαύρων των ΗΠΑ και τα blues, αλλά και την αναζήτηση από τη νεολαία της εποχής νέων τρόπων έκφρασης και αντίδρασης.
Η Ελλάδα φυσικά ξεκίνησε να ασχολείται με το είδος κάποιες δεκαετίες αργότερα εξαιτίας διαφορετικής μουσικής παράδοσης και εγγενούς σχέσης με την Ανατολή και τις τεχνοτροπίες της. Εξ ου και η αντίληψη που λέει ότι το ροκ δεν έχει καμία σχέση με τη «δική μας κουλτούρα» και ότι είναι μια δυτικοφερμένη, ξένη μουσική.
Οι πρώτες απόπειρες Ελλήνων καλλιτεχνών σε ροκ δρόμους, έμοιαζαν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, με απομιμήσεις ξένων ήχων και συμπεριφορών. Δεν έλειψαν όμως και οι απόπειρες που ξεχώρισαν από τον σωρό και έστρωσαν το μονοπάτι της αυθεντικής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Άλλωστε η Ελλάδα μπορεί να «περηφανεύεται» ότι έχει βγάλει τον Ντέμη Ρούσσο και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου (Aphrodite’s Child) και τους πιο ηλεκτρικούς Socrates μετέπειτα. Ελάχιστοι όμως τόλμησαν να ξεφύγουν από την «ευκολία» του αγγλικού στίχου, αποδίδοντας με αυτόν τον τρόπο αληθοφάνεια στο επιχείρημα ότι «το ροκ είναι κάτι ξένο».
Η «ελληνοποίηση» του ροκ
Μετά τον «χειμώνα» της επταετούς χούντας, κατά την οποία υπήρξαν ουκ ολίγες αξιοσέβαστες και άλλες μνημειώδεις καλλιτεχνικές απόπειρες, η μεταπολίτευση έδωσε στη μουσική μία νέα ώθηση. Συνέπεια, τις δεκαετίες που ακολούθησαν να διαμορφωθεί μία διευρυμένη μουσική σκηνή που εκπροσωπεί πολλές τάσεις του ροκ.
Ειδικά τη δεκαετία του ’80 αναπτύχθηκε παράλληλα με τη mainstream μουσική βιομηχανία, μία underground σκηνή που θέλησε να αμφισβητήσει την κυρίαρχη τέχνη και να ασκήσει κριτική στο «βόλεμα» των πρώην αγωνιστών του ’70 και στην κατάρρευση των παλιών οραμάτων.
Κοινό σε πολλά συγκροτήματα της εποχής είναι το ότι επέλεξαν να εκφραστούν μέσω της ελληνικής γλώσσας, προσγειώνοντας στην τοπική πραγματικότητα αυτά που ήθελαν να πουν και δίνοντας μία πιο οικεία διάσταση στο ροκ.
Το «Big Bang» και οι αντιδράσεις
Κάθε ροκ ιστορία έχει και μία σύγκρουση. Ο Γιάννης Αγγελάκας δήλωσε πριν από περίπου δύο χρόνια ότι το big bang του ελληνικού ροκ έγινε το ’93 που κυκλοφόρησαν τα «Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια» (Τρύπες) και η «Ξεσσαλονίκη» (Ξύλινα Σπαθιά).
Η συνέντευξη με τον Παύλο Παυλίδη είχε προκαλέσει αντιδράσεις από «παλιούς» ροκάδες, μεταξύ αυτών ο Δημήτρης Πουλικάκος και ο Τζόνυ Βαβούρας.
Στη συνέντευξή τους οι δύο καλλιτέχνες είπαν συγκεκριμένα: «Αν οι μπαμπάδες του ροκ είναι ο Σιδηρόπουλος και ο Πουλικάκος και γενικά εκείνη η γενιά, με τα Σπαθιά και τις Τρύπες αυτό που έγινε ήταν ότι το ροκ πέρασε σε πιο μεγάλα ακροατήρια. Ήταν ένα big bang…».
«Είναι σαφές ότι οι Τρύπες έριξαν το τείχος. Αυτή η μουσική άρχισε ξαφνικά να αφορά στ’ αλήθεια πολύ κόσμο…», συμπλήρωσε ο Παυλίδης.
Το σύγχρονο ροκ: ο «πρίγκιπας» και ο «καλικάντζαρος»
Δεν θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για το σύγχρονο ελληνόφωνο ροκ, χωρίς να αναφερθεί στον πρόδρομο και «πρίγκιπά» του. Αυτός δεν ήταν άλλος από τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
Ίσως η πιο χαρισματική και εμβληματική περσόνα της ελληνικής undergound σκηνής, ο Σιδηρόπουλος ξεκίνησε τη διαδρομή του από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Το 1977 δημιουργείται το θρυλικό ροκ συγκρότημα Σπυριδούλα, το οποίο εμφανίστηκε σε μια νεκρή εποχή, αφήνοντας πίσω του τον δίσκο–ορόσημο «Φλου».
Το 1979 οι Απροσάρμοστοι αποτέλεσαν το δεύτερο και τελευταίο συγκρότημα του Παύλου Σιδηρόπουλου μέχρι τον θάνατό του στις 6 Δεκεμβρίου του 1990. Ο προσωπικός δαίμονας του Σιδηρόπουλου δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τη δημιουργία του, ο ήχος όμως της φωνής του εξακολουθεί μέχρι σήμερα να συγκινεί.
Αν ο Παύλος μπορεί να χαρακτηριστεί και ο Πατριάρχης της σύγχρονης μουσικής ροκ στην Ελλάδα, υπάρχει στην ιστορία και ένα ζιζάνιο που επέλεξε να καυτηριάσει και να σατιρίσει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του τόπου και να φτιάξει μία δική του σχολή performance.
Γύρω στα 1980 ο ιδιοκτήτης της παμπ «Skylab», στην Πλάκα, καλεί τον 26χρονο τότε Τζίμη Πανούση και την παρέα του να παίξουν στο μαγαζί του. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Μουσικές Ταξιαρχίες.
Ο Πανούσης παρουσίασε ένα συνδυασμό σάτιρας, μία μίξη δημοτικού και ροκ στον ρυθμό του και κατάφερε να απασχολήσει το κοινό με ποικίλους τρόπους, μέχρι τον θάνατό του στις 13 Ιανουαρίου του 2018.
Τα άγρια ’80s
Η δεκαετία του ’80 αποδείχθηκε μία από τις πιο κρίσιμες στη σύγχρονη ελληνική ιστορία με τον ραγδαίο μετασχηματισμό της κοινωνίας, τη διάψευση προσδοκιών αλλά και το άνοιγμα σε ξένες επιρροές – με την ταυτόχρονη εμπέδωση της συμμετοχής της χώρας στην ΕΟΚ – να επηρεάζουν την πραγματικότητα σε επίπεδο καθημερινότητας και όχι μόνο.
Το ροκ αρχίζει να μπαίνει στην εφηβική του περίοδο και την εμφάνισή του κάνει το συγκρότημα που θα στιγμάτιζε την underground σκηνή: οι Τρύπες. Σχηματίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας από τον μπασίστα Γιώργο Καρρά και τον γνωστό και μη εξαιρετέο Γιάννη Αγγελάκα και ολοκλήρωσαν τη διαδρομή τους το 2000, αφήνοντας πίσω κάποια από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια της ροκ σκηνής.
Οι Τρύπες έκαναν το ντεμπούτο τους με έναν ομώνυμο δίσκο το 1985, πλασάροντας ένα μουσικό στυλ κάπου ανάμεσα στο punk, το garage και το αυθεντικό ροκ, χρησιμοποιώντας παράλληλα ποιητικούς στίχους και χωρίς τον φόβο να γίνουν λίγο παραπάνω ασεβείς. Κατάφεραν να δημιουργήσουν το δικό τους ιδίωμα, πλαισιωμένοι από εξαιρετικούς μουσικούς, με το «ξύλινο» μπάσο του Καρρά να χτυπάει στα αυτιά όπως ο ωμός ήχος των New Model Army και την αιώνια αιώρηση του Αγγελάκα γύρω από το μικρόφωνο να αποτελεί το συναυλιακό σήμα κατατεθέν.
Ο δεύτερός τους δίσκος «Πάρτυ στο 13ο Όροφο» συγκαταλέγεται σήμερα στους πέντε καλύτερους ροκ δίσκους όλων των εποχών στην Ελλάδα. Οι συναυλιακές τους εμφανίσεις πολλές, αλλά υπήρξαν κάποιες στιγμές που ξεχώρισαν. Το 1994 οι Τρύπες εμφανίζονται πρώτη φορά στο εμβληματικό Marquee του Λονδίνου και το 1995 πραγματοποίησαν συναυλία στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας με χιλιάδες κόσμο να παραληρεί. Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν το live συνειδητοποίησαν ότι το φαινόμενο Τρύπες είχε πια γιγαντωθεί αλλά και ότι τα δεδομένα της μουσικής βιομηχανίας είχαν διαφοροποιηθεί.
Ο Γιάννης Αγγελάκας σε ένα live είχε πει στο μυθικό «Ρόδον»: «Λένε πως δεν υπάρχει ροκ και ότι όλοι στριμώχνονται στα σκυλάδικα. Όλοι εσείς εδώ απόψε τους διαψεύδετε».
Ροκ για πιο μεγάλα κοινά
Το 1987 κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ τα Μωρά στη Φωτιά, συγκρότημα στο οποίο συμμετέχει ο Παύλος Παυλίδης. Ο ήχος τους πιο «υπόγειος» και «ακατέργαστος», ο ελληνικός στίχος με το κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο και τα ιδιότυπα φωνητικά καθιέρωσαν την μπάντα ως μία από τα πιο επιδραστικές του ελληνικού ροκ και βοήθησαν στην άνοδο της δημοφιλίας του μουσικού ρεύματος.
Το 1989, ο Παύλος Παυλίδης, μετά τη συμμετοχή του στα Μωρά στην Φωτιά, πηγαίνει στη Γαλλία και συγκατοικεί με τον φίλο του Νίκο Καντάρη στο Mériel, περιοχή κοντά στο Παρίσι. Εκεί δημιουργούν το studio Βrancaleone και ο Παυλίδης ηχογραφεί τα πρώτα demos των τραγουδιών του. Στο Παρίσι επίσης γνωρίζεται με τον Γιάννη Μήτση που αργότερα θα γίνει μέλος του συγκροτήματος. Έτσι γεννήθηκαν τα Ξύλινα Σπαθιά.
Τα Ξύλινα Σπαθιά είχαν έναν ήχο πιο απλό, πιο ηλεκτρονικό και αναγνωρίσιμο, με έναν ρυθμό που μένει στο μυαλό. Το ίδιο και η φωνή του Παυλίδη, που μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει να απασχολεί τη μουσική επικαιρότητα.
Το συγκρότημα κράτησε περίπου δέκα χρόνια και απευθύνθηκε σε μεγάλα κοινά, σημειώνοντας επιτυχία από τον πρώτο του δίσκο. Ακόμη και σήμερα κομμάτια όπως το «Λιωμένο παγωτό», «Ο βασιλιάς της σκόνης», «Αδρεναλίνη» ακούγονται με το ίδιο ενδιαφέρον και θεωρούνται κλασσικά για την εγχώρια μουσική σκηνή.
Η πιο μελαγχολική μορφή του ροκ
Αν η δεκαετία του ’80 είχε μία κάποια αθωότητα, το ’90 βρήκε τον κόσμο αλλαγμένο και την Ελλάδα να μπαίνει σε μία νέα περίοδο, που δεν της έλειπαν οι συγκρούσεις και οι αναζητήσεις σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Ο χώρος της μουσικής δεν θα μπορούσε να διαφέρει.
Το ροκ έμπαινε σε μία άλλη ωριμότητα, διατηρώντας τα αυθεντικά του στοιχεία και την αντισυμβατικότητά του, έτοιμο όμως να πειραματιστεί με νέα σχήματα και με νέα κοινά. Κάπου εκεί εμφανίζεται ένα συγκρότημα που έμελλε να αποτελέσει για περίπου 20 χρόνια την πιο δυνατή φωνή της «ποιητικής μελαγχολίας» στην ελληνική ροκ: τα Διάφανα Κρίνα.
Σχηματίστηκαν το 1991 και μετά από 3 χρόνια κυκλοφόρησε από την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Wipe Out» ο πρώτος τους δίσκος. Ήταν το single: «Λιώνοντας μόνος/Κάτω απ’ το ηφαίστειο». Το μεγάλο «μπαμ» όμως έγινε με το LP «Έγινε η απώλεια συνήθεια μας», με το μνημειώδες μελοποιημένο ποίημα του Διονύση Καψάλη «Μέρες Αργίας».
Τα Διάφανα Κρίνα δεν μπορείς εύκολα να τα καταχωρήσεις σε ένα ροκ είδος. Με επιρροές από τη ρομαντική ποίηση του Ρεμπώ, του Ουράνη και του Καρυωτάκη, σαφείς μουσικές αναφορές σε βρετανικούς dark wave ήχους και με λίγο από Tindersticks, κατάφεραν να αφήσουν ένα μοναδικό στίγμα που δεν μπορεί εύκολα να αντιγραφεί. Σε συνδυασμό με τη βαθιά, γεμάτη συγκίνηση φωνή του αείμνηστου Θάνου Ανεστόπουλου και τη θεατρικότητά του στη σκηνική παρουσία, τα Κρίνα – που συνεχίζουν να δημιουργούν ακόμη και σήμερα – χάραξαν μία από τις πιο γεμάτες και επιτυχημένες ιστορίες της ελληνικής σκηνής.
Οι αστέρες και οι αφανείς ήρωες
Φυσικά αυτό που μπορεί κάπως σχηματικά να ονομαστεί «ελληνόφωνο ροκ» δεν εξαντλείται σε αυτές τις μορφές και τα συγκροτήματα που αναφέρθηκαν. Είναι μια ιστορία που ξεκινάει μαζί με τη νιότη της αμφισβήτησης και της διαφοροποίησης, αυστηρά χρονικά από τις δεκαετίες ’50-’60, αλλά νοηματοδοτείται από τον καθένα ξεχωριστά. Άλλωστε τι άλλο θα μπορούσε να είναι το ροκ εκτός από αυτό το απελευθερωτικό στοιχείο που μας κάνει να είμαστε αυτό που νιώθουμε ή να ζητάμε να γίνουμε κάτι παραπάνω.
Στην πολύχρονη διαδρομή του μουσικού αυτού ρεύματος στην Ελλάδα, έχουν υπάρξει και άλλοι σημαντικοί σταθμοί και σημαντικοί καλλιτέχνες, που στιγμάτισαν τη μουσική και ακολούθησαν νέους δρόμους στο κλασσικό ροκ, στο punk, στο hardcore, στο garage.
Ο Δημήτρης Πουλικάκος, οι Panx Romana, οι Ενδελέχεια, ο Νικόλας Άσιμος, τα Υπόγεια Ρεύματα, ο Τζόνυ Βαβούρας, με τυχαία σειρά, είναι κομμάτια μιας τεράστιας μουσικής παράδοσης που θέλησε να φέρει το «ξενόφερτο» είδος πιο κοντά στα ακούσματα και τις συνήθειες των Ελλήνων. Απόλυτος κριτής όλων η Ιστορία!