Λένε ότι οι εμπειρίες της ζωής σε κάνουν αυτό που είσαι. Και τα παιδικά βιώματα είναι εκείνα που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα σου και καθορίζουν τη μετέπειτα ζωή σου. Και η Σπεράντζα Βρανά ήταν μία γυναίκα με εμπειρίες που άλλοι θα ήθελαν και μια και δυο ζωές για να τις συλλέξουν.
Εκείνη, όμως, έζησε τα πάντα σε μέγιστο βαθμό στη διάρκεια των 81 χρόνων της. Έζησε τον απόλυτο θαυμασμό, κυρίως, από το ανδρικό φύλο, την επιτυχία, τη δόξα, την αγάπη, το πάθος, τον έρωτα, την απογοήτευση, την πίκρα, τον πόνο, την απώλεια, την ορφάνια. Γιατί και σε αυτή την σπουδαία κυρία του ελληνικού κινηματογράφου, η μοίρα θέλησε να της δείξει το σκληρό της πρόσωπο, από νωρίς.
Τα άλλα, τα σπουδαία, τα μεγάλα, της τα κράτησε για αργότερα. Για τα παιδικά χρόνια, έτσι αυθαίρετα είχε αποφασίσει να της στερήσει ο, τι πολυτιμότερο για ένα παιδί: τους γονείς.
Ίσως, γι’ αυτό και η Σπεράντζα Βρανά ως ενήλικη δεν θέλησε ποτέ να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Από μικρή είχε μάθει να στέκεται στα δικά της πόδια και τις δικές της δυνάμεις, αφού τα στηρίγματά της, η μοίρα τα είχε πάρει μακριά της.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η ορφάνια
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1928 γεννήθηκε η Ελπίδα Χωματιανού που έμελλε αργότερα να γίνει ένα λαμπρό αστέρι του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου με το όνομα Σπεράντζα Βρανά. Μέχρι τότε, όμως, η ζωή της μικρής Ελπίδας μόνο εύκολη δεν ήταν.
Γεννήθηκε σε μία ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν Αθηναίος αστός και η μητέρα της μία πλούσια Μεσολογγίτισσα. Η οικογένεια μετακόμισε από το Μεσολόγγι στην Αθήνα, όπου οι γονείς της ηθοποιού παίρνουν διαζύγιο.
Πριν κλείσει τα 7 της χρόνια έρχεται το πρώτο μεγάλο χτύπημα της μοίρας. Ο πατέρας της πεθαίνει και η μικρή Ελπίδα ζει με τη μητέρα της στο Παγκράτι. Όμως, η ζωή στέκεται σκληρή απέναντι στο μικρό κορίτσι και στη διάρκεια της Κατοχής, χάνει και τη μητέρα της. Ήταν 14 χρόνων όταν μένει ορφανή κι αναγκάζεται να επιστρέψει στους συγγενείς της στο Μεσολόγγι για να μη μεγαλώνει μόνη.
Τα σκληρά χτυπήματα της μοίρας κάνουν το κορίτσι ατίθασο και σκληρό. Τελειώνει το Γυμνάσιο με τα χίλια ζόρια, ενώ ήδη είχε προλάβει να κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής. Μάλιστα, στα 15 της χρόνια ανέβηκε, κιόλας, στο σανίδι, ξεκινώντας έτσι τη θεατρική της πορεία που την έφερε σύντομα στην καταξίωση.
Την εποχή εκείνη τα περιπλανώμενα μπουλούκια έφερναν τη θεατρική κουλτούρα κοντά στην επαρχία. Και στα μπουλούκια που κατέφταναν στο Μεσολόγγι ανδρώθηκε υποκριτικά η Βρανά, μαθητεύοντας δίπλα σε έμπειρους ηθοποιούς που έπαιζαν πρακτικά τα πάντα, από μουσικοχορευτικά σόου και οπερέτες μέχρι πρόζα και κωμωδίες.
Η νεαρή κοπέλα ακολούθησε τους περιοδεύοντες θιάσους ψάχνοντας μια ευκαιρία να κατεβεί στην Αθήνα. Παράλληλα, η μικρή επαρχιακή πόλη δεν την χωρούσε και η Σπεράντζα Βρανά, προτού συμπληρώσει τα 20 της χρόνια, κάνει τον πρώτο της γάμο. Αλλά η οικογενειακή ζωή δεν της ταίριαζε και λίγες ημέρες μετά τον γάμο, χωρίζει. Επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει αυτό που είχε αφήσει στη μέση: να περιδιαβαίνει τη χώρα με τα μπουλούκια.
Ήταν μεθυσμένη στο θεατρικό της ντεμπούτο
Η ζωή της μικρής Ελπίδας, δίπλα στους συγγενείς της δεν ήταν ιδανική. Όπως η ίδια είχε εξομολογηθεί, όταν πήγε στο Μεσολόγγι οι συγγενείς της την αντιμετώπισαν αδιάφορα. Έτσι, αναγκάστηκε να βρει άλλον τρόπο για να εξασφαλίσει το φαγητό της. Ακολούθησε, λοιπόν, το θεατρικό μπουλούκι του Ρολάνδου Χρέλια, που εμφανιζόταν στην περιοχή του Αιτωλικού. Τραγούδησε δοκιμαστικά δίπλα σε μια από τις πρωταγωνίστριες και σχεδόν αμέσως αποφάσισαν να πάρει μέρος στην παράσταση.
Η Σπεράντζα όμως, ήταν ένα κοριτσόπουλο με μπόλικο άγχος, κάτι που διέκριναν οι έμπειροι ηθοποιοί του θιάσου. Όπως εξομολογήθηκε η ίδια χρόνια αργότερα, όταν είχε άγχος έτρωγε γλυκό. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα που ήταν και το θεατρικό της ντεμπούτο προκειμένου οι άνθρωποι του μπουλουκιού της παρήγγειλαν κονιάκ και για να ζεσταθεί ο λαιμός της, αλλά και για να χαλαρώσει και της φύγει το τρακ.
Αλλά η νεαρή κοπέλα, χωρίς να το καταλάβει και η ίδια, ήπιε τόσο πολύ κονιάκ, που μέθυσε. Η συνέχεια είναι σχεδόν σπαρταριστή, όπως την εξομολογήθηκε η ίδια ανατρέχοντας στο επεισοδιακό ντεμπούτο της στο σανίδι.
Ανέβηκε, λοιπόν, στη σκηνή μεθυσμένη και όταν ήρθε η ώρα να κάνει σιγόντο στο ρεφρέν του τραγουδιού «Τ’ όνειρο της αγάπης μας έσβησε», άκουσε το κοινό να ξεσπά σε επιδοκιμασίες και χειροκροτήματα, χωρίς η ίδια να καταλαβαίνει το λόγο της «αποθέωσης». Το συνειδητοποίησε, όμως, πολύ γρήγορα όταν ξαφνικά κατάλαβε ότι τραβούσε αμήχανα με τα χέρια τη διάφανη μουσελίνα που φορούσε, με αποτέλεσμα να φανεί το στήθος της.
Πανικοβλημένη η νεαρή Σπεράντζα, τους παρατάει όλους σύξυλους και τρέχει ντροπιασμένη στο καμαρίνι. Εκεί περίμενε μέχρι να τελειώσει η παράσταση, παρά τις φωνές των ανδρών από το κοινό να ξαναβγεί στη σκηνή.
Η πρώτη και τελευταία φορά που δεν άρεσε στο κοινό
Αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη άτυχη στιγμή της πάνω στη σκηνή κατά το ξεκίνημά της. Το 1943, ο θίασος του Ρολάνδου Χρέλια βρέθηκε στη Λάρισα με την παράσταση «Η δασκάλα μαθητής». Η Σπεράντζα Βρανά είχε έναν μικρό ρόλο, αλλά ήταν αρκετός για να στρέψει και πάλι τα βλέμματα πάνω της, αυτή τη φορά, όμως, όχι με θερμή υποδοχή.
Όπως, πάλι, εξομολογήθηκε η ίδια, ήταν τόσο άσχετη στο ξεκίνημά της, που όταν της φόρεσαν ένα κοντό ρούχο και φαίνονταν τα μπούτια της που είχαν τρίχες, έπαθε πανικό. Όση ώρα έπαιζε στη σκηνή, προσπαθούσε να μη φαίνονται, με αποτέλεσμα να «κάνω σαν σπαστικό», όπως είχε τονίσει με τον χαρακτηριστικό τρόπο αφήγησής της η Βρανά.
Αυτό, όμως, δεν άρεσε καθόλου στο κοινό, που άρχισε να την αποδοκιμάζει, λέγοντάς της, «Έμπα μέσα μωρή κρύα». Ετούτη ήταν και η τελευταία φορά που η Σπεράντζα δεν άρεσε στον κόσμο. Στη συνέχεια, ήρθαν οι επιτυχίες και το νεαρό κορίτσι που βγήκε από τα μπουλούκια έγινε μία από τις μεγάλες σταρ του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, δύο είδη που τα υπηρέτησε πιστά και με απόλυτο σεβασμό.
Η Σπεράντζα Βρανά καθιερώθηκε, όμως, στη συνείδηση του κοινού και ως απόλυτη «σεξουάλα του ελληνικού σινεμά». Θέλησε και κατάφερε να ρουφήξει τη ζωή ως το μεδούλι και δεν χαρίστηκε ποτέ και σε κανέναν. Η πληθωρική της παρουσία έδενε ιδανικά με το αθυρόστομο του λόγου της, φιλοτεχνώντας μια εντελώς ιδιαίτερη γυναικεία φιγούρα της ελληνικής showbiz. Και ό,τι έκανε, το έκανε πάντα με τη χαρακτηριστική ειλικρίνεια και ντομπροσύνη ενός αληθινού μάγκα γένους θηλυκού.
Η σπουδαία ηθοποιός τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα και καθηλώθηκε τελικά στο αναπηρικό καρότσι. Κεφάτη, δημιουργική, μαγκιόρα, με μοναδικό χιούμορ έφυγε από τη ζωή στις 29 Σεπτεμβρίου 2009 από ανακοπή καρδιάς.