Να φύγει με «ζήτω» και όχι με «γιούχα» από το θέατρο, έχοντας ζήσει τη ζωή της στο φουλ, ήθελε η εμβληματική θεατρίνα Σπεράντζα Βρανά και πιθανότατα τα κατάφερε. Η χειμαρρώδης και αθυρόστομη Σπεράντζα που έκανε στα νιάτα της τον ανδρικό πληθυσμό να παραληρεί με το καλλίγραμμο κορμί και το υπέροχο μπρίο της υπήρξε πραγματική σταρ, ζώντας μια σχεδόν κινηματογραφική ζωή που δεν της έλειψε τίποτα. Η Βρανά έμαθε από μικρή, όπως έλεγε, να στέκεται στα πόδια της και να μη δίνει λογαριασμό σε κανέναν, με τον αφοπλιστικό και πάντα ειλικρινή κοφτερό δημόσιο λόγο της να τη μετατρέπει σε κήρυκα της γυναικείας χειραφέτησης, έστω κι αν αυτός δεν ήταν ποτέ ο σκοπός της. Θρύλος στη λεγόμενη χρυσή εποχή της ελληνικής επιθεώρησης, όταν κεντούσε στη σκηνή πλάι στα μεγάλα αστέρια της εποχής, η Σπεράντζα θέλησε να ρουφήξει τη ζωή ως το μεδούλι και δεν χαρίστηκε ποτέ και σε κανέναν. Η πληθωρική της παρουσία έδενε ιδανικά με το αθυρόστομο του λόγου της, φιλοτεχνώντας μια εντελώς ιδιαίτερη γυναικεία φιγούρα της ελληνικής showbiz που ποτέ δεν ήταν «του Μπάκιγχαμ», όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Ευαίσθητη και ολότελα εκφραστική, η ακαταπόνητη -παρά τις κακουχίες και τις προσωπικές της περιπέτειες- Βρανά δεν δίστασε στιγμή να μιλήσει για τις πικάντικες ιστορίες της στα τόσα πονήματά της, κάτι που μεγέθυνε τον μύθο της ακόμα περισσότερο: «Ορφάνεψα μικρή και έτσι δεν είχα να δώσω λογαριασμό πουθενά. Έπαιρνα τη ζωή όπως μου ερχόταν. Γλεντούσα όπως μου άρεσε. Το σεξ ήταν κάτι σαν φαγητό για μένα, και πείναγα πολύ συχνά». Το ελληνικό μουσικό θέατρο και ιδιαίτερα η επιθεώρηση χρωστούν πολλά στη Σπεράντζα Βρανά, όχι μόνο γιατί τα υπηρέτησε με ζηλευτή αφοσίωση και συνέπεια, αλλά και γιατί ήταν η πρώτη που κατέγραψε την ιστορία της επιθεώρησης από το 1948 ως το 1985 μπολιάζοντάς τη με προσωπικά βιώματα. Από τα δικά της γραπτά μάθαμε τις λεπτομέρειες για μια εποχή που έχει περάσει πλέον ανεπιστρεπτί και ήρθαμε σε επαφή με ηθοποιούς και τραγουδιστές που θα παρέμεναν εν πολλοίς άγνωστοι στο σήμερα, την ίδια στιγμή που οργάνωσε ένα εκτεταμένο αρχείο θιάσων και παραστάσεων σώζοντας τα πάντα από τη λήθη του χρόνου. Και ό,τι έκανε, το έκανε πάντα με τη χαρακτηριστική ειλικρίνεια και ντομπροσύνη ενός αληθινού μάγκα γένους θηλυκού. Μιας πληθωρικής γυναίκας που έζησε τον έρωτα χωρίς αναστολές και σεμνοτυφίες προαναγγέλλοντας τον ερχομό της επανάστασης των σεξουαλικών ηθών στη μεταπολεμική Ελλάδα…
Πρώτα χρόνια
Η Ελπίδα Χωματιανού γεννιέται στις 6 Φεβρουαρίου 1928 (πιθανότατα) στο Μεσολόγγι ως κόρη ενός ευκατάστατου αθηναίου αστού και της πλούσιας μεσολογγίτισσας συζύγου του. Η οικογένεια μετακομίζει σύντομα στην Αθήνα, οι γονείς της χωρίζουν όμως και ο πατέρας της πεθαίνει πριν καν κλείσει η Ελπίδα τα εφτά χρόνια ζωής. Τώρα ζούσε με τη μητέρα της στο Παγκράτι, αν και η τραγωδία θα της χτυπούσε άλλη μια φορά την πόρτα: κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Ελπίδα θα χάσει και τη μητέρα της το 1942 και θα επιστρέψει έτσι στο Μεσολόγγι για να επανενωθεί με τους συγγενείς της. Εκεί θα τελειώσει με χίλια ζόρια το Γυμνάσιο, κάνοντας όνειρα να σπουδάσει φιλολογία. Ταυτοχρόνως βέβαια με τα σχολικά της χρόνια, η πανέμορφη κοπέλα θα κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής, καθώς ήδη από τα 15 της θα βρεθεί πάνω στο σανίδι! Η θεατρική της πορεία θα ξεκινήσει λοιπόν το 1943 από τα περιπλανώμενα μπουλούκια που κατέφταναν στο Μεσολόγγι, στα οποία θα ανδρωθεί υποκριτικά η Βρανά, μαθητεύοντας δίπλα σε έμπειρους ηθοποιούς που έπαιζαν πρακτικά τα πάντα, από μουσικοχορευτικά σόου και οπερέτες μέχρι πρόζα και κωμωδίες. Τώρα όμως ήταν μια θεατρίνα και η μικρή επαρχιακή πόλη δεν τη χωρούσε, γι’ αυτό και ακολούθησε τους περιοδεύοντες θιάσους ψάχνοντας μια ευκαιρία να κατεβεί στην Αθήνα. Το 1945 θα κάνει τον πρώτο της γάμο και θα ακολουθήσει τον ναυπηγό σύζυγό της στην Αίγυπτο, αν και ήταν σαφές ότι η οικογενειακή ζωή μακριά από τα φώτα της ράμπας δεν της ταίριαζε. Κι έτσι χωρίζει στα γρήγορα (ο θρύλος τη θέλει να παίρνει διαζύγιο έπειτα από μόλις 24 μέρες κοινής συζυγικής ζωής) και επιστρέφει στην Ελλάδα, συνεχίζοντας να περιδιαβαίνει τη χώρα με τα μπουλούκια… Την ίδια εποχή αρχίζει να συνειδητοποιεί τον αντίκτυπό της στους άντρες, που τον περιγράφει με τη χαρακτηριστική ελευθεροστομία της: «Τότε για πρώτη φορά άρχισα να συνειδητοποιώ το πόσο άρεσα σαν γυναίκα! Άρχισαν να με τριγυρίζουν οι «αδερφές» και να μου φέρνουν τα τεκνά τους για να με γνωρίσουν, γιατί αυτά τους το ζητούσαν! Είχα γίνει η ρενομέ γκόμενα του θεάτρου, οι άντρες, ιδίως οι νεαροί, τρελαινόντουσαν για μένα κι η μαλακία έπεφτε λεφούσι για πάρτη μου! Ναι μη γελάς. Αφού ο Μπουρνέλης με έλεγε: «Μις Μαλακία», κι η κυρά Σταμάτα, η καθαρίστρια του «Ακροπόλ», μάζευε σωρό τις καπότες κάθε πρωί από τις τουαλέτες! Υπήρχε βέβαια και μια μικρή μερίδα αντρών που δεν ήμουνα ο τύπος τους, ήσαν αυτοί που τους άρεσε η πολύ φίνα γυναίκα χωρίς πιασίματα, που εγώ τα είχα μπόλικα, εδώ που τα λέμε!»…
Θεατρική και κινηματογραφική καριέρα
Η πρώτη επαγγελματική εμφάνιση της Σπεράντζα (όπως την έλεγαν τότε) έλαβε χώρα το 1948 στο θέατρο «Μετροπόλιταν» της Αθήνας, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι, Άνθρωποι». Η θεατρίνα τραγουδά το κλασικό αρχοντορεμπέτικο «Τραμ το τελευταίο», το τραγούδι που θα γίνει το σήμα κατατεθέν της!
Η Σπεράντζα γοητεύει κοινό και θεατράνθρωπους με το μπρίο και το νάζι της και τώρα φιγουράρει ως Σπεράντζα Βρανά στο αθηναϊκό καλλιτεχνικό στερέωμα, γεννώντας και υποστηρίζοντας με μεγάλη επιτυχία τον επιθεωρησιακό τύπο της «σέξι μαγκιόρας». Με την ανεπανάληπτη ζωντάνια της ερμηνεύει τα γνωστότερα επιθεωρησιακά τραγούδια της εποχής («Μάμπο μπραζιλέρο», «Δώσε», «Η Βαλίτσα») και συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής. Η επιτυχία της είναι τέτοια που οι εφημερίδες γράφουν μετά την πρεμιέρα ότι η Σπεράντζα είναι η καινούρια Ζαχά Μπριλάντη, μεγάλο αστέρι της εποχής. Η θρυλική μάγκισσα της ελληνικής επιθεώρησης τα βρίσκει θεατρικά με τον Φωτόπουλο και τον Ρίζο και αποκτά νέο καλλιτεχνικό σπίτι στον θίασο Μπουρνέλλη, στον οποίο θα παραμείνει για τα επόμενα 18 χρόνια (ως το 1966), γνωρίζοντας μεγάλες επιθεωρησιακές δόξες. Το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο και το αυθόρμητο του χαρακτήρα της θα της φέρουν πάμπολλα κωμικοτραγικά περιστατικά, όπως τη φορά που έφαγε ξύλο από τη Σοφία Βέμπο γιατί νόμισε η τελευταία πως η Σπεράντζα ερωτοτροπούσε με τον Τραϊφόρο! Τα μάγκικα ντουέτα με τον επίσης ανερχόμενο τότε Ρίζο αφήνουν τη δική τους εποχή στο ελληνικό θέατρο και καταλήγουν με τη Βρανά μεγάλη και σέξι πρωταγωνίστρια… Ο ανδρικός πληθυσμός ξετρελαίνεται μαζί της, η ίδια λαμβάνει πια εκατοντάδες ερωτικά γράμματα από στρατιώτες και πολιορκείται στενά από θαυμαστές, αλλά και θαυμάστριες. Ο Γιώργος Μουζάκης την προειδοποιεί χαρακτηριστικά ότι δεν θα πάρει ποτέ το χειροκρότημα που της αξίζει γιατί οι άντρες θεατές έχουν τα χέρια στις τσέπες τους όταν τη βλέπουν στο σανίδι! Τελικά την καταχειροκρότησαν τη Σπεράντζα, γιατί πέρα από την πρόδηλη και εκρηκτική σεξουαλικότητά της είχε και καντάρια ταλέντου. Η Βρανά έζησε μια ανεπανάληπτη θεατρική καριέρα ως το 1985, όταν πήρε τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά το σανίδι και τη μεγάλη της αγάπη, την επιθεώρηση. Μέχρι τότε βέβαια είχε συστήσει τον δικό της θίασο και ήταν πια και επιχειρηματίας. Τα πρώτα της βήματα στο σινεμά τα έκανε δειλά δειλά στην κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο θείο» το 1950, δίπλα στον μεγάλο Σταυρίδη. Έκτοτε θα πάρει μέρος σε δεκάδες ταινίες, όπως «Το σωφεράκι» (1953), «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Απόκληροι της κοινωνίας» (1965), από τις οποίες ξεχωρίζει φυσικά η αριστουργηματική σπονδυλωτή «Κάλπικη Λίρα» (1955), όπου ενσαρκώνει τη γυναίκα του δρόμου δίπλα στον μακροχρόνιο παρτενέρ της Μίμη Φωτόπουλο. Παρά το γεγονός ότι οι ταινίες που πήρε μέρος ξεπερνούν τις 50 και απλώθηκαν σε μια περίοδο τριών δεκαετιών, η ίδια ομολογούσε πως δεν αγάπησε ποτέ τον κινηματογράφο, καθώς η καρδιά της ήταν δοσμένη στο θέατρο. Η τελευταία της μάλιστα εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη θα έρθει το 1999, στην κωμωδία «Safe Sex» των Ρέππα-Παπαθανασίου.
Συγγραφική καριέρα και τελευταία χρόνια
Παρά την αξιοζήλευτη θεατρική της καριέρα, οι δεσμοί και τα ειδύλλια της Βρανά ήταν πάντα στο στόχαστρο του σκανδαλοθηρικού Τύπου, όπως η παθιασμένη της σχέση με τον πρωτοεμφανιζόμενο Κώστα Βουτσά το 1959, όταν η ίδια είναι πια καθιερωμένη και αναγνωρισμένη. Το θυελλώδες ειδύλλιο θα κρατήσει τέσσερα χρόνια και θα γράψει τη δική του ιστορία στο θεατρικό παρασκήνιο της πρωτεύουσας. Το φθινόπωρο μάλιστα μετά τον χωρισμό με τον Βουτσά (καλοκαίρι του 1963) η Βρανά θα γνωρίσει τον μελλοντικό της σύζυγο, τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα, με τον οποίο θα ζήσουν αγαπημένοι μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατός του την άνοιξη του 2008. Ο Πατάκας θα τη βάλει στις μπουάτ και τα νυχτερινά κέντρα, χαρίζοντάς της μια δεύτερη κυριολεκτικά καριέρα ως τραγουδίστρια και γνωρίζοντας τέτοια επιτυχία που θα υπερβεί τα στενά ελλαδικά σύνορα και θα φτάσει μέχρι τις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Νότια Αφρική! Μέχρι το 1976, η Βρανά μοίραζε τον χρόνο της σε μπουάτ και θέατρα. Την ίδια χρονιά θα κάνει και το πέρασμα στην τηλεόραση, στη σειρά του Πρετεντέρη «Ονειροπαρμένος».
Μνεία θα πρέπει να γίνει και στη ραδιοφωνική εκπομπή της «Ας επιθεωρησιολογήσουμε» στον σταθμό 9,84, την οποία παρουσίαζε με τον Άγγελο Πυριόχο και τον Πάνο Χατζηκουτσέλη από το 1989-1991, αναβιώνοντας παλιά επιθεωρησιακά νούμερα και αποκαλύπτοντας άγνωστα ντοκουμέντα για μια θεατρική εποχή που δεν υπήρχε πια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν άρχισε να αποτραβιέται προοδευτικά από το θεατρικό στερέωμα (τελευταία παράσταση το 1985), η Βρανά αποκάλυψε το πλούσιο συγγραφικό της ταλέντο, υπογράφοντας το αιχμηρό αυτοβιογραφικό «Τολμώ» (1981), ένα βιβλίο για τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Ακολούθησαν πλήθος ακόμα κειμένων που μπόλιασαν τη θεατρική ιστορία του τόπου μας με τα προσωπικά βιώματα της Σπεράντζας, όπως «Τα μπουλούκια, το θέατρο και εγώ» (1982), «Τίμιο μπορντέλο» (1983), «Επιθεώρηση καψούρα μου» (1985), «Πώς πάχυνα κάνοντας δίαιτα» (1996), «Ποιος θα μου πει την αλήθεια;» (1997), «Απορίες» (1999), «Ο Οργασμός του Μπράβο» (2001), «Η Γοητεία της πόρνης» (2003), «Τρούμπα» (2003), «Πιπεράτα αυθεντικά», «Ελα καλέ, Τώραααα» (2005) και «Ο επιβήτορας» (2007). Τα βιβλία της περιέχουν απολαυστικές εξομολογήσεις με το γνώριμο αθυρόστομο ύφος της αλλά και αναμνήσεις ανθρώπων της επιθεώρησης και του κινηματογράφου. Εξομολογητική και χειμαρρώδης, η Βρανά θα γνωρίσει τώρα τη συγγραφική καθιέρωση, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν όλα τα βιβλία της ισάξια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, απότοκο ενός σοβαρού τροχαίου ατυχήματος το 2000, και καθηλώθηκε τελικά στο αναπηρικό καρότσι, αν και στο πολυαγαπημένο της θέατρο δεν σταμάτησε ποτέ να πηγαίνει. Κεφάτη, δημιουργική και μαγκιόρα ως το τέλος, και πάντα με το αστείρευτο και πιπεράτο χιούμορ στη φαρέτρα της, η αρχοντογυναίκα που είπαν Σπεράντζα Βρανά έφυγε από τη ζωή στις 29 Σεπτεμβρίου 2009 χτυπημένη από ανακοπή καρδιάς. Έφυγε από τον κόσμο, όπως είχε επανειλημμένως δηλώσει, χορτασμένη… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr