Κανείς δεν γνωρίζει πώς βρέθηκε ο διοικητής του μικρού ελληνικού μισθοφορικού σώματος στη μεγαλούπολη του καιρού του, την πολυπαινεμένη Καρχηδόνα.
Ίσως ζήτησαν οι ίδιοι οι Καρχηδόνιοι βοήθεια από τη Σπάρτη, ίσως είχε ήδη ενταχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους και καλύτερους στρατούς της εποχής του.
Αυτό που ξέρουμε όμως είναι πως όταν ήρθαν τα δύσκολα και στριμώχτηκαν, οι Καρχηδόνιοι τον έκαναν αρχιστράτηγο της μεγάλης καρχηδονιακής στρατιάς για να αντιπαρατεθεί με την άλλη υπερδύναμη της περιόδου, την ίδια τη Ρώμη!
Ο άγνωστος Ξάνθιππος ο Λακεδαιμόνιος ήταν ο άνθρωπος της στιγμής: αναμόρφωσε σε χρόνο-ρεκόρ τον καρχηδονιακό στρατό, επέβαλε σπαρτιατική πειθαρχία και βγήκε κάποια στιγμή από τα θεόρατα τείχη της πόλης για να αντιμετωπίσει το ασύμμετρο κακό, τον καλύτερο στρατό των καιρών του που είχε αποβιβαστεί στα βόρεια της Αφρικής με κατακτητικές διαθέσεις.
Κι έτσι πέρασε στην Ιστορία ως ένας από τους πιο ξακουστούς στρατηγούς της αρχαιότητας, καθώς κάτω από τις διαταγές του οι Καρχηδόνιοι εξουδετέρωσαν τον ρωμαϊκό κίνδυνο.
Ο Ξάνθιππος εμφανίζεται ξαφνικά στο προσκήνιο. Τίποτα το αξιοσημείωτο δεν είχε να επιδείξει μέχρι να τοποθετηθεί επικεφαλής των Καρχηδονίων στον Α’ Καρχηδονιακό Πόλεμο. Μισθοφόρος από τη Σπάρτη ήταν, πιθανότατα γενναίος πολεμιστής και ικανός διοικητής, ως εκεί όμως.
Ίσως έφταιγε που τα είπε ένα χεράκι με τους στρατηγούς της Καρχηδόνας και πέρασε το δικό του, εισάγοντας δραστικές μεταρρυθμίσεις για το αξιόμαχο του στρατεύματος. Τέτοιες που βλέποντας τα αποτελέσματά τους, οι ύπατοι της πόλης τον εξέλεξαν στρατάρχη των δυνάμεών τους.
Ίσως πάλι έφταιγε πως δεν φοβόταν τους Ρωμαίους. Ή πως δεν είχε τίποτα να χάσει…
Μέχρι να εμφανιστεί στην Ιστορία το όνομα του Ξάνθιππου, ο Α’ Καρχηδονιακός Πόλεμος δεν εξελισσόταν καθόλου καλά για τον φοινικικό λαό της Βόρειας Αφρικής. Καρχηδόνιοι και Ρωμαίοι είχαν υπάρξει σύμμαχοι εδώ και δεκαετίες για την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Κάτω Ιταλία, κάποια στιγμή έγινε όμως σαφές πως δύο κυρίαρχες δυνάμεις δεν μπορούσαν να στριμωχτούν σε αυτή τη γωνιά της δυτικής Μεσογείου.
Υπερδυνάμεις αμφότερες και με επεκτατικές πολιτικές στις ατζέντες τους, η σύγκρουση ήταν απλώς θέμα χρόνου. Την ώρα που οι Ρωμαίοι έκλεβαν τη Μεγάλη Ελλάδα από τα χέρια των Ελλήνων με τη βοήθεια του άσπονδου φίλου από την Αφρική, η στρατηγικά τοποθετημένη Σικελία και οι Συρακούσες συγκεκριμένα έμελλαν να τους χωρίσουν.
Ρωμαίοι και Καρχηδόνιοι εποφθαλμιούσαν την Κάτω Ιταλία εδώ και χρόνια και η Σικελία έγινε πράγματι ο προνομιακός χώρος για τη σύγκρουση των δύο υπερδυνάμεων. Ως το 261 π.Χ., μέσα σε 4 χρόνια σποραδικών συγκρούσεων δηλαδή, το μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας ήταν στα χέρια των Ρωμαίων, οι Καρχηδόνιοι είχαν όμως ακόμα ισχυρό έρεισμα στο νησί. Η Ρώμη κατάλαβε πως το κλειδί βρισκόταν στον στόλο: οι Αφρικανοί είχαν ισχυρό ναυτικό, το ισχυρότερο στη Μεσόγειο, ενώ οι Ρωμαίοι τίποτα το αξιόλογο.
Ναυπήγησαν πλοία, σκάρωσαν στρατιωτική τεχνολογία, εκπαίδευσαν πληρώματα και άρχισαν να μετρούν νίκες στη θάλασσα κατά των αντιπάλων τους. Νίκες που μετατρέπονταν σιγά-σιγά σε θριάμβους στις ναυμαχίες. Οι Ρωμαίοι επικράτησαν τελικά σε στεριά και θάλασσα και έβαλαν τώρα πλώρη να καταλάβουν την ίδια την Καρχηδόνα, κάτι αδιανόητο λίγα μόλις χρόνια πρωτύτερα!
Ήταν το 256 π.Χ. όταν αποβιβάστηκαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα στα παράλια της βόρειας Αφρικής και οι Καρχηδόνιοι άρχισαν να ιδρώνουν. Αμφότεροι εξαντλημένοι από τον λυσσαλέο πόλεμο, η απόβαση δεν ήταν παρά ένας ακόμα μοχλός πίεσης των Ρωμαίων για να εξαναγκάσουν τον εχθρό σε ταπεινωτική συνθηκολόγηση.
Οι όροι τους ήταν όμως εξαντλητικοί και δεν θα γίνονταν δεκτοί από τους Καρχηδόνιους. Οι Ρωμαίοι σημείωναν τη μία νίκη πίσω από την άλλη στα άγνωστα αφρικανικά εδάφη, καταλάμβαναν πόλεις του εχθρού και ως το 255 π.Χ. είχαν ακόμα και την πόλη του Τύνητα στα χέρια τους, μόλις 15 χιλιόμετρα από την Καρχηδόνα!
Τώρα ήταν οι Καρχηδόνιοι αυτοί που ζητούσαν άρον-άρον ειρήνη, ο αλαζόνας ρωμαίος διοικητής Μάρκος Ατίλιος Ρέγκουλος απαιτούσε όμως γη και ύδωρ. Μεταξύ των εκδικητικών όρων του, να διαλυθεί ακόμα και ο περίφημος καρχηδονιακός στόλος. Και τότε μπαίνει στην ιστορίας μας ο σπαρτιάτης μισθοφόρος…
Την ώρα που ο Ρέγκουλος συνέχιζε τη λεηλασία των καρχηδονιακών εδαφών με τους 15.000 οπλίτες και τους 500 ιππείς του, οι Καρχηδόνιοι κατέστρωναν την αντεπίθεσή τους. Και η αντεπίθεση άκουγε στο όνομα του Ξάνθιππου.
Οι τρεις ιστορικοί που μας καταμαρτυρούν τα κατορθώματά του, ο Έλληνας Πολύβιος και οι Ρωμαίοι Αππιανός και Δίων Κάσσιος, δεν μας λένε πώς βρέθηκε στην Καρχηδόνα ο λακεδαιμόνιος μισθοφόρος. Μόνο ο επικός ποιητής του 1ου αιώνα μ.Χ., Σίλιος Ιταλικός, γράφει κάτι για την καταγωγή του, λέγοντας πως ερχόταν από την πόλη Αμύκλαι της Πελοποννήσου.
Μια γραμμή σκέψης μάς λέει πως κατέφτασε κι αυτός ανάμεσα στους χιλιάδες μισθοφόρους που επιστράτευσε εσπευσμένα η Καρχηδόνα εξαιτίας του ρωμαϊκού κινδύνου. Αυτό ισχυρίζεται ο Αππιανός, πως η άφιξη του Σπαρτιάτη έγινε μετά την έκκληση της Καρχηδόνας στη Σπάρτη για αποστολή βοήθειας.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πάντως πιθανότερη την εκδοχή ο Ξάνθιππος να ήταν ήδη ενταγμένος στον καρχηδονιακό στρατό και να είχε διακριθεί στη μάχη. Κι έτσι να ζήτησαν τη βοήθειά του οι Καρχηδόνιοι όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Όπως κι αν είχε, ο Ξάνθιππος ήταν διοικητής του ελληνικού μισθοφορικού σώματος της Καρχηδόνας όταν εκείνη περιήλθε σε δεινότατα θέση.
Τότε, όπως εξιστορεί ο Πολύβιος, διατύπωσε δημοσίως τις θέσεις του περί ανικανότητας των ντόπιων στρατηγών και κάκιστης κατάστασης του στρατεύματος. Οι άρχοντες της Καρχηδόνας τον κάλεσαν σε απολογία για τη στάση του και εκείνος απάντησε με συγκεκριμένες προτάσεις για το αξιόμαχο του στρατού. Και τους έπεισε. Κι έτσι έγινε αρχιστράτηγος.
Ήδη από την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων του, επέβαλε σπαρτιατική πειθαρχία και συνεχή γυμνάσια σε αυτό τον ετερόκλητο στρατό μισθοφόρων από τα πέρατα της Μεσογείου που μάζεψαν οι Καρχηδόνιοι στην πόλη τους. Κάτω από τις διαταγές του, οι δυνάμεις του απέκτησαν μακριά δόρατα, κάτι που γνώριζε από τους ελληνικούς στρατούς, στη χρήση των οποίων έβαλε τους άντρες του να εκπαιδεύουν τους ντόπιους και τους μισθοφόρους.
Αποτέλεσμα; Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο καρχηδονιακός στρατός έμοιαζε πλήρως αναμορφωμένος και έτοιμος να διαβεί τα τείχη της πόλης για να αντιμετωπίσει τις ρωμαϊκές λεγεώνες στη δεύτερη μεγάλης κλίμακας χερσαία επιχείρηση του Α’ Καρχηδονιακού Πολέμου. Τις ίδιες λεγεώνες που είχαν συντρίψει δηλαδή πριν από έναν χρόνο (το 256 π.Χ.) τρεις καρχηδόνιους στρατηγούς, τον Αμίλκα, τον Ασδρούβα και τον Βάστωρο, στη μάχη που έκλεισε τους Καρχηδόνιους στα τείχη τους.
Με 12.000 πεζούς, 4.000 ιππείς και 100 ελέφαντες στις διαταγές του, ο Ξάνθιππος βγήκε με τον διψασμένο για μάχη στρατό του από την πύλη της Καρχηδόνας για να αντιμετωπίσει τον Ρέγκουλο. Η σύγκρουση θα έμενε γνωστή ως Μάχη του Τύνητα, έλαβε χώρα το 255 π.Χ. και ήταν ένας θρίαμβος των τακτικισμών του Ξάνθιππου.
Αφού απέκοψε τις ρωμαϊκές γραμμές ανεφοδιασμού, ανάγκασε τον αντίπαλό του να τον αντιμετωπίσει σε ανοιχτό πεδινό πεδίο, όπως ακριβώς το ήθελε ο Σπαρτιάτης για να εκμεταλλευτεί το ανώτερο ιππικό του και τους ελέφαντες. Πρώτα έριξε στη μάχη τους αφρικανικούς ελέφαντες, που ποδοπατούσαν τους ρωμαίους οπλίτες και έσπερναν πανικό στο διάβα τους.
Οι ρωμαίοι λεγεωνάριοι αποδείχτηκαν ικανότεροι από το καρχηδονιακό πεζικό, επικρατώντας στο κέντρο της παράταξης, και τη νίκη έδωσε τελικά το ιππικό του Ξάνθιππου, που κατατρόπωσε το ρωμαϊκό και περικύκλωσε τους άριστα εκπαιδευμένους οπλίτες. Στη νίκη του Σπαρτιάτη έπαιξε ρόλο και η βεβιασμένη κίνηση του Ρέγκουλου να τον αντιμετωπίσει, καθώς δεν θεωρούσε ικανό τον αντίπαλό του.
Αυτό έγραφε στις επιστολές του προς τη Σύγκλητο, πως ο νέος στρατηγός δεν παρουσίαζε πρόβλημα και θα παρέδιδε την Καρχηδόνα πιάτο στον νέο ύπατο που ξαπέστελναν οι Ρωμαίοι στη βόρεια Αφρική. Ο απολογισμός της μάχης δεν τον δικαίωσε: οι Ρωμαίοι (και οι 2.000-3.000 αφρικανοί σύμμαχοί τους) έχασαν κοντά 15.000 άντρες και ο Ξάνθιππος μόλις 800. Ο Ρέγκουλος έπεσε στα χέρια των Καρχηδόνιων, όπως και 500 ρωμαίοι οπλίτες. Όσοι Ρωμαίοι γλίτωσαν τη σφαγή, μπήκαν στα πλοία και έφυγαν για τη Σικελία.
Η Καρχηδόνα ήταν και πάλι ασφαλής, τουλάχιστον για την ώρα…
Ο στρατιωτικός θρίαμβος του Ξάνθιππου απάλλαξε την Καρχηδόνα από τη ρωμαϊκή απειλή και έστρεψε ξανά τον πόλεμο στη Σικελία και τη θάλασσα. Ο Α’ Καρχηδονιακός Πόλεμος θα διαρκούσε μερικά ακόμα χρόνια, μέχρι το 241 π.Χ., και στα 23 αυτά χρόνια το μόνο που θα κατάφερναν οι Ρωμαίοι ήταν να διώξουν τους Καρχηδόνιους από τη Σικελία.
Εκείνη τη χρονιά, ο ρωμαϊκός στόλος πέτυχε μια ξακουστή νίκη στη θάλασσα και ανάγκασε τελικά την Καρχηδόνα σε συνθηκολόγηση. Κατόπιν όμως οι Ρωμαίοι θα παραβίαζαν σταδιακά τους όρους της ειρήνης, προσαρτώντας εδάφη των Καρχηδονίων, και το 218 π.Χ. θα ξεσπούσε ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος.
Όσο για τον θριαμβευτή Ξάνθιππο, δεν είναι και πάλι σαφές τι απέγινε. Όπως ακριβώς εμφανίστηκε αινιγματικά στην Ιστορία, με τον ίδιο μυστηριώδη τρόπο εξαφανίστηκε. Δεν αποκλείεται να κράτησε τη θέση του στρατάρχη, αλλά να έπεσε θύμα των μηχανορραφιών που εξύφαιναν οι ντόπιοι εναντίον του. Ο Αππιανός υποστηρίζει ότι ενδεχομένως δολοφονήθηκε από τους ευεργετηθέντες Καρχηδόνιους, καθώς τα υψηλόβαθμα καθήκοντά του τα εποφθαλμιούσαν πολλοί.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης επιβεβαιώνει αυτή την ιστορία, λέγοντάς μας πως μετά τη Μάχη του Τύνητα, ο Ξάνθιππος άρχισε να πολιορκεί τις πόλεις της Βόρειας Αφρικής που είχε κατακτήσει ο Ρέγκουλος, φτάνοντας ακόμα και στη Σικελία. Γεγονός που φούντωσε περαιτέρω τη ζηλοφθονία προς το πρόσωπό του. Ο έλληνας ιστορικός ισχυρίζεται πως του έδωσαν ένα σαμποταρισμένο πλοίο για την επιστροφή του από το νησί στην Καρχηδόνα και πνίγηκε στην Αδριατική Θάλασσα.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πάντως πως αυτές οι ιστορίες δεν μοιάζουν αληθοφανείς, γνωρίζοντας και το μένος Ρωμαίων και Ελλήνων κατά των Καρχηδονίων. Ο Πολύβιος, από την άλλη, μας λέει πως ήταν «φρόνιμος» και αποχώρησε από την ταραγμένη Καρχηδόνα αμέσως μετά τη νίκη του, προσφέροντας τις στρατιωτικές του υπηρεσίες στον βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίο Γ’ Ευεργέτη.
Και δεν αποκλείεται μάλιστα να έγινε και κυβερνήτης στα εδάφη που προσάρτησε για τον Πτολεμαίο κατά το 245 π.Χ.