Είναι ο επίσημος ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης εποχής. Ακούγεται στις τελετές έναρξης και λήξης και συγκεκριμένα κατά την ώρα της έπαρσης και της υποστολής της ολυμπιακής σημαίας αντίστοιχα, κάνοντας την Ελλάδα και το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο» να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο.
Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, το 1960, ως Ολυμπιακός Ύμνος έχει επιλεγεί το ομώνυμο ποίημα του Κωστή Παλαμά, μελοποιημένο από τον Σπυρίδωνα Σαμάρα, ο οποίος ακούστηκε για πρώτη φορά στους Α’ Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896.
Ήταν το 1894 όταν ο Πιερ Ντε Κουμπερτέν συγκάλεσε το διεθνές αθλητικό συνέδριο για την αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων στη Σορβόννη. Στο συνέδριο αποφασίστηκε να διεξαχθούν οι πρώτοι μοντέρνοι Ολυμπιακοί αγώνες το 1896 στην πόλη και την χώρα που τους «γέννησε», την Αθήνα.
Στις 23 Ιουνίου 1894 δημιουργήθηκε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) για να διοργανώσει τους Αγώνες με πρώτο πρόεδρο τον Δημήτριο Βικέλα, γενικό γραμματέα τον Βαρώνο Πιερ ντε Κουμπερντέν και μέλη, προσωπικότητες από διάφορα κράτη.
Τον Ιανουάριο του 1895 συστάθηκε η οργανωτική επιτροπή. Κύριο μέλημά της ήταν η εξεύρεση πόρων για τη διοργάνωση των αγώνων μέσα σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες της εποχής. Με εισήγηση του Δημητρίου Βικέλα, η επιτροπή ανέθεσε στον ποιητή Κωστή Παλαμά και τον συνθέτη Σπυρίδωνα Σαμάρα, που μεσουρανούσε στις ευρωπαϊκές λυρικές σκηνές, τη σύνθεση ενός κομματιού που θα παιζόταν στην τελετή έναρξης των Αγώνων.
Η σύνθεση των Σαμάρα-Παλαμά με τον τίτλο «Ολυμπιακός Ύμνος», που εξυμνούσε το αρχαίο πνεύμα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα τέλη Ιανουαρίου του 1896 σε εσπερίδα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός».
Αργά το μεσημέρι της 25ης Μαρτίου 1896, λίγο μετά την κήρυξη της έναρξης των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης ιστορίας στο Παναθηναϊκό Στάδιο, πρωτοακούστηκε στην οριστική του μορφή από ορχήστρα 200 μουσικών και χορωδία 200 μελών, με μαέστρο τον Σπυρίδωνα Σαμάρα, που ήρθε ειδικά γι’ αυτό το σκοπό από το Μιλάνο στην Αθήνα.
Ήταν η μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση που έγινε ποτέ. «Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός λαός!» κήρυξε ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ από το Παναθηναϊκό Στάδιο.
Μέχρι το 1956, κάθε διοργανώτρια χώρα ήταν υποχρεωμένη να συνθέτει τον δικό της Ολυμπιακό Ύμνο. Ήταν το 1936, όταν ο Ύμνος των Αγώνων του Βερολίνου, τον οποίος συνέθεσε ο ταλαντούχος Ρίτσαρντ Στράους, αποφασίστηκε να είναι ο μόνιμος Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων, απόφαση που λίγο αργότερα ανακλήθηκε και από το 1954 έως το 1956 επικράτησε ο Ύμνος του Πολωνού Μίχα Σπίσακ.
Όλα αυτά μέχρι το 1958 στους Ολυμπιακούς του Τόκιο, όπου και αποφασίστηκε να καθιερωθεί ο «Ολυμπιακός Ύμνος» του Παλαμά σε μελοποίηση του Σαμάρα κι έτσι από την Ολυμπιάδα της Ρώμης το 1960 ακούγεται στις τελετές έναρξης και λήξης κάθε Ολυμπιάδας, συνήθως μεταγλωττισμένος στη γλώσσα της διοργανώτριας χώρας.
Αν και ο «Ολυμπιακός Ύμνος» έχει μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, ωστόσο είναι αρκετές οι διοργανώτριες χώρες που προτιμούν να ακουστεί στην ελληνική και για αυτά τα λεπτά η ελληνική γλώσσα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και το αρχαίο πνεύμα αθάνατο ακούγεται στα πέρατα της Γης. Η αρχική παρτιτούρα βρίσκεται στην έδρα της ΔΟΕ στη Λωζάνη.
Ποιος ήταν ο Σπυρίδων Σαμάρας
Ο Σπυρίδων Φιλίσκος Σαμάρας γεννήθηκε τις 29 Νοεμβρίου 1861 στην Κέρκυρα. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κοζάνη και η μητέρα του από την Κωνσταντινούπολη.
Η επιτυχία για τον Σαμάρα έρχεται αρκετά νωρίς, καθώς γίνεται ο πρώτος έλληνας συνθέτης με διεθνή καριέρα.
Πρώτος του δάσκαλος στη μουσική υπήρξε ο επίσης Κερκυραίος Σπυρίδων Ξύνδας, ο οποίος του συνέστησε να συνεχίσει στο Ωδείο Αθηνών. Τελικά τον άκουσε και γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών το 1874. Μετά την Αθήνα ακολούθησαν σπουδές στην Ιταλία και τη Γαλλία, με καθηγητές σπουδαίους συνθέτες.
Το 1881, μετά από έξι χρόνια διδασκαλίας στο Ωδείο Αθηνών, ο Σαμάρας μετακόμισε στη Γαλλία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο περίφημο Conservatoire de Paris (Ωδείο του Παρισιού), όπου είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον Γάλλο συνθέτη όπερας και μπαλέτου Λεό Ντελίμπ.
Στο Ωδείο του Παρισιού εκτελέστηκαν μερικές συνθέσεις του, όπως η «Κιταράτα», η οποία απέσπασε τα συγχαρητήρια του Σαρλ Γκουνώ. Λίγα χρόνια μετά μετακόμισε στην Ιταλία όπου και ασχολήθηκε συστηματικά με την σύνθεση όπερας.
Ο Έλληνας συνθέτης ξεκινάει να χτίζει την διενή καριέρα του και να αποθεώνεται από κοινό και κριτικούς, οι οποίοι τον κατατάσσουν μεταξύ των κορυφαίων συνθετών της όπερας.
Το 1887 ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου η όπερα «Φλόρα Μιράμπιλις» (Flora Mirabilis) και το 1888 στη Ρώμη ανέβηκε η όπερα «Μετζέ» (Medgè) που την παρακολούθησε όλη η ελίτ της Ρώμης. Ακολούθησε η «Λιονέλλα»(Lionella) πάλι στη Σκάλα του Μιλάνου και το 1894 η όπερα «Η Μάρτυς» (La Martire) που ανέβηκε στη Νάπολη.
Η επιτυχία και το ταλέντο του Σαμάρα ήταν τόσο αξιοθαύμαστα που οι κριτικοί τέχνης τον κατέταξαν στους κύριους εκπροσώπους του «βερισμού». Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη verismo «ωμός ρεαλισμός».
Ο βερισμός στη μουσική είναι η αισθητική η οποία, από το τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως μέσω του λυρικού θεάτρου, προβάλλει θέματα της καθημερινής κοινωνικής ζωής, με έμφαση στον ρεαλισμό και τα βίαια πάθη των απλών ανθρώπων.
Ακολούθησαν κι άλλες επιτυχημένες όπερες. Το συνθετικό έργο του Σπύρου Σαμάρα, εκτός όμως από τις όπερες, περιλαμβάνει οπερέτες και κλασσικά τραγούδια.
Αν και η καριέρα του γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση στο εξωτερικό, ποτέ δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του, την Ελλάδα και την Κέρκυρα. Προτού γυρίσει μόνιμα στην Ελλάδα το 1911, δύο χρόνια πριν, η όπερα του «Φλόρα Μιράμπιλις» παρουσιάστηκε πρώτα στην Κέρκυρα και έπειτα στην Αθήνα με την ονομασία «Θαυμαστή Ανθώ».
Λέγεται πως η επιστροφή στην πατρίδα ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Σαμάρας θα γινόταν Διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, κάτι που τελικά δεν έγινε. Ο γάμος του με την πιανίστα Άννα Αντωνοπούλου, το 1914, ήταν ένας ακόμη λόγος που τον κράτησε στην Ελλάδα αν και οι συνθήκες καλλιτεχνικά ήταν αντίξοες.
Ο συνθέτης για να επιβιώσει αναγκάστηκε να στραφεί σε ένα ελαφρότερο μελοδραματικό είδος, την οπερέτα, αλλά και να εμπλουτίσει το έντεχνο ελληνόφωνο τραγούδι.
Με την λαμπρή σταδιοδρομία του άνοιξε τον δρόμο για την αναθέωρηση και την καθιέρωση της κλασικής μουσικής στην Ελλάδα, έστω και αν έχει αναφορά σε ένα περιορισμένο ακροατήριο.
Ο σπουδαίος επτανήσιος συνθέτης Σπύρος Σαμάρας πέθανε το 1917.